δημότης
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
English (LSJ)
δημότου, ὁ, Dor. δαμότας, also δαμέτας (q.v.),
A one of the people, commoner, opp. a man of rank, Tyrt.4.5, Hdt.2.172, 5.11, X. Cyr.2.3.7; ἄνδρα δ. S.Aj.1071; δ. ὅμιλος Ar.Pax921; δ. τε καὶ ξένος E.Supp.895; δημόται καὶ πένητες X.Mem.1.2.58:—fem. δημότις, ιδος, opp. βασίλισσα, Plb.22.20.2: pl., opp. εὐγενέσταται, D.C.62.15.
2 = ἰδιώτης, γνωστὰ λέγειν δημότῃσι speak popularly, Hp.VM 2, cf. Acut.8; ἀμαθίη τῶν δ. Id.Art.67.
II one of the same people, fellow citizen, Pi.N.7.65, E.Alc.1057.
III at Athens and elsewhere, member of a deme or member of the same deme, S.OC78, Susario 1, Pl.Ap.33e, D.18.261, IG22.1172, etc.; φράτερας καὶ δ. Cratin.Jun. 9:—so fem. δημότις, ιδος, Ar.Lys.333, Theoc.28.22.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): dór. δᾱμ- Pi.N.7.65, Theoc.4.21; δαμέτας IG 12(1).1032.9 (Cárpato II a.C.), Tit.Cam.159a.4, IRhod.Per.401.4 (ambas II a.C.)
I 1hombre del pueblo, de la clase popular δημόται ἄνδρες Tyrt.3.7, op. τύραννος Hdt.5.11, S.Ai.1071, Ant.690, Plu.2.583f, δ. ἂν εὐτυχὴς ζῆν ἂν θέλοιμι μᾶλλον ἢ τύραννος ὤν preferiría vivir feliz como simple ciudadano que siendo un tirano E.Io 625, op. βασιλεύς: δ. βασιλεῖ τὰ αὐτὰ πάσχων LXX Sap.18.11, εὐχαί, οὐ βασιλεῦσι πρέπουσαι, ἀλλὰ δημόταις D.Chr.2.63, cf. 35.18, de Amasis antes de ser rey, Hdt.2.172, Πέρσης τῶν δημοτῶν X.Cyr.2.3.7, ψόγον τρέμουσα δημοτῶν E.El.643, cf. Fr.19.25M., παίεσθαι τοὺς δημότας καὶ πένητας X.Mem.1.2.58, τὸν δημότην ὅμιλον a la masa del pueblo Ar.Pax 921, cf. Aen.Tact.11.11, POxy.3758.6, cf. 13 (IV d.C.)
•en Roma plebeyo Πούπλιος δὲ Ἀφράνιος Ποτῖτος δ. ὤν D.C.59.8.3, οὔχ ὅτι δημότας ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν ἱππέων τῶν τε βουλευτῶν τινας, ἐβασάνιζον torturaban no sólo a plebeyos sino también a algunos caballeros y senadores D.C.60.15.6, cf. 48.49.1.
2 fig. en cont. cien. profano, no experto γνωστὰ λέγειν τοῖσι δημότῃσιν decir cosas inteligibles para los profanos Hp.VM 2, δι' ἀμαθίην τῶν δημοτέων Hp.Art.67.
3 biz. ciudadano miembro de un colegio munic. de notables por debajo de los curiales, con diversas responsabilidades públicas τῆς ἡμετέρας πόλεως δημόται op. πολιτευόμενοι SB 7518.17 (IV/V d.C.), τῆς Ἀρσινοεί[των πόλεως PLond.113.1.116 (VI d.C.), τοῖς αἰδεσιμωτάτοις καὶ θαυμασιωτάτοις δημόταις PLond.1678.265 (VI d.C.), cf. PHeid.356.14 (V/VI d.C.), SB 10926.14 (VI d.C.), 10805.4 (VII d.C.).
II polít.-admin.
1 miembro de un demo, vecino de un demo en el Ática IG 13.258.33 (V a.C.), δεδ] όχθαι τοῖς δημόταις IG 22.1174.4, 1200.2 (ambas IV a.C.), ἀρετῆς ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης εἰς τοὺς δημότας Ath.Agora 19L.13b.37, cf. IG 22.1198.13, SEG 28.102.7 (todas IV a.C.), Δ [δ] ραχμὰς ἀπὸ τῆς προσόδου τῶν δημοτῶν IG 22.1198.18 (IV a.C.), ὅπως ἂν τὰ ἐψηφισμένα ὑπὸ τῶν δημοτῶν κύρια εἶ SEG 28.103.46 (Ática IV a.C.), ἡ ἀγορὰ τῶν δημοτῶν Ath.Agora 19L.13b.27, cf. IG 22.1183.20, SEG 24.151.2 (todas IV a.C.), τοὺς προκριθέντας ὑπὸ τῶν φυλετῶν καὶ δημοτῶν a los elegidos por los miembros de cada tribu y de cada demo Isoc.12.145, cf. D.18.261, Arist.EN 1160a18, φυλέται δὲ καὶ φράτορες καὶ δημόται Luc.Tim.43, en Colono, S.OC 78, en Mégara, Sus.1, en Crotona, Theoc.4.21
•c. respecto a otro(s) miembro del mismo demo o pueblo, e.d. paisano, vecino δ. μὲν τουτωνὶ τῶν διωκόντων, κηδεστὴν δ' ἐμαυτοῦ del mismo demo que (mis) acusadores, y pariente mío por matrimonio Antipho 6.12, Κρίτων ... ἐμὸς ἡλικιώτης καὶ δ. Pl.Ap.33e, cf. Cratin.Iun.9, Is.3.80, 8.18, ἡμεῖς δὲ οἱ πάλαι συνήθεις ... καὶ δημόται Luc.Tim.48, cf. D.Chr.43.12, 74.3, TAM 3(1).665.13 (Termeso II d.C.)
•οἱ Δημόται Los paisanos tít. de una comedia de Hermipo, Ath.285e, de una de Posidipo, Phot.s.u. νεανισκεύεται.
2 ciudadano, habitante de la ciudad op. ξένος E.Supp.895, ἂν δέ τις ἀδικεῖ ἑν τōι ἱερōι ἢ ξένος ἢ δ. IG 7.235a.10 (Oropo IV a.C.), op. παροικῶν: πολλῶν εἰς τοὺς ἐσχ[ά] του[ς] κινδύνους ἐμπεσόντων οὐ μόνον τῶν δαμετᾶν, ἀλλὰ καὶ τῶν παροικεύντων IG l.c.
•c. respecto a otro(s) conciudadano ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν Pi.l.c., cf. E.Alc.1057, Lyc.470.
German (Pape)
[Seite 565] ου, ὁ, 1) Einer aus dem Volk, zum Volke gehörig, gemeiner Mann; Gegensatz βασιλεύς. Her. 2, 172; τύραννος, 5, 11, wie Eur. Ion 625; ἀνὴρ δ., Soph. Ai. 1050; Ant. 686; λεώς, Ar. Pax 921; dah. plur. δημόται, das Volk, Eur. Alc. 1057 u. öfter; neben πένητες, die gemeinen Leute, Xen. Mam. 1, 2, 58; vgl. Cyr. 2, 3, 7; sonst nicht so in att. Prosa; sondern – 2) der Bürger eines Demos, wie Soph. O. C. 78 τοὶς ἐνθάδ' αὐτοῦ δημόταις sagt; οἱ ἐμοὶ δ., meine Gaugenossen, tribules, Ar. Nubb. 210 u. öfter; Plat. Theag. 121 d u. Folgde; allgemeiner, Pind. N. 7, 65, Mitbürger.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 (δῆμος peuple) qui est de la classe du peuple ; abs. homme du peuple ; δημόται les gens du peuple, le peuple;
2 (δῆμος dème) citoyen d'un dème, démote ; concitoyen du dème.
Étymologie: δῆμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημότης -ου, ὁ [δῆμος] gewone man, man uit het volk:. ἅτε δὴ δημότην... ἐόντα καὶ οἰκίης οὐ ἐπιφανέος omdat hij nu eenmaal een gewone man was en niet uit een aanzienlijk huis afkomstig Hdt. 2.172.2. medeburger, deme-genoot:. μέμψιν ἐκ... δημοτῶν kritiek van mijn medeburgers Eur. Alc. 1057; ἐμὸς... δημότης een deme-genoot van mij Plat. Ap. 33e. leek:. γνωστὰ λέγειν τοῖσι δημότῃσι voor leken begrijpelijke taal spreken Hp. VM 2.
Russian (Dvoretsky)
δημότης: дор. δᾱμότᾱς, ου ὁ
1 человек из народа, простой человек Her., Eur., Xen.: ὁ δ. λεώς Arph. простой народ;
2 член того же дема, земляк Soph., Arph., Plat., Arst.;
3 согражданин, соотечественник Pind., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
δημότης: -ου, ὁ, εἷς ἐκ τῶν τοῦ λαοῦ, ἄνθρωπος κοινός, ἐκ τοῦ ὄχλου, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν καταγόμενον ἐξ εὐγενοῦς οἰκογενείας καὶ ἔχοντα ἀξίωμα, Τυρταῖ. 2. 7, Ἡρόδ. 2. 172., 5. 11· οὕτω, δ. ανὴρ Σοφ. Αἴ. 1071· δ. λεὼς Ἀριστοφ. Εἰρ. 921· δ. τε καὶ ξένος Εὐρ. Ἱκέτ. 895· δημόται, ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 58, Κύρ. 2. 3, 7. 2) = ἰδιώτης, γνωστὰ λέγειν δημότῃσι, λέγω πράγματα εἰς πάντας γνωστὰ ἢ καταληπτά, ὁμιλῶ κοινῶς, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 8, πρβλ. Ὀξ. 384, Ἄρθρ. 830. ΙΙ. ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ λαοῦ, συμπολίτης, Πίνδ. Ν. 7. 96, Εὐρ. Ἀλκ. 1057. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἷς ἐκ τοῦ αὐτοῦ δήμου, συνδημότης (πρβλ. φυλέτης), Σοφ. Ο. Κ. 78, Σουσαρίων 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 33, κ. ἀλλ.· φράτερας καὶ δ. Κρατῖν. Νεώτ. Χειρ. 1·― οὕτω θηλ. δημότις, ιδος, Ἀριστοφ. Λυσ. 333, Θεόκρ. 28. 22.
Greek Monolingual
ο (θηλ. δημότις και δημότισσα, η) (AM δημότης, Α και δαμότας και δαμέτας)
αυτός που ανήκει σε κάποιο δήμο και είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα του
μσν.
μέλος φατρίας ιπποδρόμου
αρχ.
1. άνθρωπος του δήμου, του λαού, σε αντίθεση προς τους άρχοντες και τους ευγενείς
2. άνθρωπος κοινός, απλοϊκός, δίχως ιδιαίτερη παιδεία ή καλλιέργεια
3. ο συνδημότης, ο συμπολίτης.
Greek Monotonic
δημότης: -ου, ὁ (δῆμος),·
I. ένας από το λαό, κοινός, λαϊκός άνθρωπος, πληβείος, σε Ηρόδ., Αττ.
II. δημότης, πολίτης, συμπολίτης, σε Ευρ.
III. στην Αθήνα, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο, συνδημότης, σε Σοφ.· θηλ. δημότις, -ιδος, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
δῆμος
I. one of the people, a commoner, plebeian, Hdt., Attic
II. one of the same people, a fellow-citizen, Eur.
III. at Athens, one of the same deme, Soph.