καταντικρύ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
Prep. c. gen.,
A straight down from, καταντῑκρὺ τέγεος πέσε Od.10.559, cf. 11.64.
2 in Att., = Homeric ἀντικρύ, over against, right opposite, πρυτάνεων καταντῐκρύ Ar.Ec.87; τὰ καταντικρὺ Κυθήρων the parts opposite Cythera, Th.7.26, cf. X.HG4.8.5; καταντικρὺ ᾗ… ἐξέπεσεν exactly opposite to the point at which... dub. l. in Pl. Phd.112d: c. dat., καταντικρὺ τῇ θέσει Arist.Mete.356a10; τῷ ἡλίῳ D.C.60.26.
II Adv. of place, right opposite, ἡ ἤπειρος ἡ καταντικρύ Th.1.136; ἐν τῷ καταντικρὺ προσστῆναί τινι Pl.Euthd.274c, cf. Prt.315c; τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῦ σπηλαίου Id.R.515a; ἐκ τοῦ καταντικρύ = from the opposite side, ib.b; καταντικρὺ ὁρᾶν = look right in the face, Id.Chrm.169c; ἐπὶ τὸ καταντικρύ = in the opposite direction, Arist.HA528b10 (but εἰς τὸ καταντικρύ = towards the opposite end, Pl.Phd. 72b); πρὸς τὸ καταντικρὺ κείμενος Plb.4.39.6.
b in opposition, to the contrary, κατὰ τὴν καταντικρὺ ἢ ὡς Γλαύκων λέγει Arist.Po.1461a35.
2 straight forward, Id.HA591b24; opp. πλάγια, Pl.Tht.194b.
3 outright, downright, Th.7.57 (nisi leg. καὶ ἄντικρυς); παραβάλλειν… μὴ καταντικρύ Arist.Rh.1419b36. [On the quantity v. ἀντικρύ: the form καταντροκύ is found in Att. Inscrr., IG22.1668.88.]
German (Pape)
[Seite 1366] gerade gegenüber; τινί, Thuc. 7, 57 u. öfter; εἰς τὸ κατ. ἀποχωρήσαντες Plat. Lvs. 207 a, öfter; Σηστὸν κατ. ὄντα Ἀβύδου Xen. Hell. 4, 8, 5; Eubul. Ath. XI, 473 d. – Bei Hom., καταντικρὺ τέγεος πέσεν Od. 10, 559, vgl. 11, 64, entspricht es dem ἄψοῤῥον καταβῆναι, Elpenor vergaß zurück die Treppe hinunter zu gehen, ging geradeaus u. stürzte vom Dach hinab. – Bei D. Cass. 57, 7 u. Aristaen. 2, 5 steht καταντικρύς; vgl. Phryn. 443. [Bei Hom. ist des Verses wegen υ lang.]
French (Bailly abrégé)
adv.
1 droit en bas de, gén.;
2 droit en face, en face de, gén..
Étymologie: κατά, ἀντικρύ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-αντικρύ, ep. -κρῡ adv. aan de overkant:; ἐς τὴν ἤπειρον τὴν καταντικρὺ naar het vasteland ertegenover Thuc. 1.136.1; ἐν τῷ καταντικρὺ recht tegenover Plat. Euthyd. 274c; ἐκ τοῦ καταντικρὺ vanuit de tegenovergestelde kant Plat. Resp. 515b; overdr.: τὸ καταντικρὺ het tegenovergestelde Plat. Phaed. 72b; κατὰ τὴν καταντικρὺ ἢ ὡς Γλαύκων λέγει in tegenstelling tot wat Glaucon zegt Aristot. Poët. 1461a35. recht vooruit:. καταντικρὺ ὁρᾶν recht in de ogen kijken Plat. Chrm. 169c; καταντικρὺ καὶ κατὰ τὸ εὐθύ in een rechte lijn vooruit Plat. Tht. 194b. zonder omwegen gezegd, eenvoudigweg:. Πλαταιῆς καταντικρὺ Βοιωτοὶ Plataeërs die eenvoudigweg Boeotiërs zijn Thuc. 7.57.5. prep. met gen. rechtstreeks vanaf:. καταντικρὺ τέγεος πέσε hij viel recht van het dak af Od. 10.559. tegenover:. τὰ καταντικρὺ Κυθήρων het gebied tegenover Cythera Thuc. 7.26.2; καταντικρὺ πρυτάνεων tegenover de prytanen Aristoph. Eccl. 87; τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῦ σπηλαίου het tegenover hen liggende deel van de grot Plat. Resp. 515a.
Russian (Dvoretsky)
καταντικρύ:
I (Hom. тж. ῡ) praep. cum gen., редко dat.
1 прямо с (чего-л.) (καταντικρὺ τέγεος πεσέειν Hom.);
2 прямо напротив (τῇ θέσει τῆς ἐκροῆς Arst.): ἐς τὰ καταντικρὺ Κυθήρων τῆς Λακωνικῆς Thuc. в (той) части Лаконии, которая находится против (острова) Киферы; καταλαβεῖν ἕδρας τῶν πρυτάνεων καταντικρὺ Arph. занять места напротив пританеев; (τοῦ Ὠκεανοῦ) καταντικρὺ καὶ ἐναντίως ῥέων Ἀχέρων Plat., Ахеронт, текущий в направлении, противоположном Океану.
II adv.
1 прямо (на)против (ἐν τῷ καταντικρὺ προσιστάναι τινί Plat.; πρὸς τὸ καταντικρὺ κεῖσθαι Polyb.): καταντικρὺ ὁρᾶν Plat. смотреть прямо в лицо; εἰς τὸ καταντικρὺ Plat. в (на) противоположную сторону; ἡ ἤπειρος ἡ καταντικρὺ Thuc. противолежащий материк;
2 прямо, напрямик (λέγειν Arst.): εἰς τὸ καταντικρὺ Plat. по прямой линии; καταντικρὺ καὶ κατὰ τὸ εὐθύ Plat. совершенно прямым путем.
English (Autenrieth)
see ἀντικρύ.
Greek Monolingual
και κατάντικρα και κατάντικρυ και καταντίκρυ (AM καταντικρύ)
επίρρ. ακριβώς απέναντι, αντικριστά (α. «καταντικρύ στο σπίτι βρίσκεται η εκκλησία» β. «εἰς τὸ καταντικρὺ αὐτῶν τοῦ σπηλαίου προσπιπτύσας», Πλάτ.)
αρχ.
1. αντιθέτως («κατὰ τὴν καταντικρὺ ἢ ὡς Γλαύκων λέγει», Αριστοτ.)
2. κατευθείαν μπροστά («τοῖς μὲν οὖν ἄλλοις ἰχθύσιν ἡ θύρα τῶν ἡττόνων καταντικρὺ γίγνεται τοῖς στόμασιν», Αριστοτ.)
3. ολοφάνερα
4. (ως πρόθεση) κατευθείαν προς τα κάτω από κάποιο μέρος («καταντικρὺ τέγεος πέσε», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
καταντῑκρύ: (ῐ σε Αττ.), πρόθ. με γεν.,
I. 1. κατευθείαν προς τα κάτω από, σε Ομήρ. Οδ.
2. = ἀντῑκρύ, κατ' ευθείαν απέναντι, ἐς τὰ καταντικρὺ Κυθήρων, στα μέρη απέναντι απ' τα Κύθηρα, σε Θουκ.· κατ.ᾗ εἰσρεῖ, ακριβώς απέναντι από το μέρος όπου εισρέει, σε Πλάτ.
II. 1. ως επίρρ. τόπου, κατ' ευθείαν απέναντι, ἡ ἤπειρος ἡ καταντικρὺ, σε Θουκ.· ἐκ τοῦ κ., από το απέναντι μέρος, σε Πλάτ.
2. κατ' ευθείαν μπροστά, ευθεία, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
καταντικρύ: πρόθ. μετὰ γεν., κατ’ εὐθεῖαν πρὸς τὰ κάτω ἔκ τινος, καταντῑκρὺ τέγεος πέσε Ὀδ. Κ. 559, Λ. 64. 2) παρ’ Ἀττ. = τῷ Ὁμηρικῷ ἀντῑκρύ, κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντι, πρυτάνεων καταντῐκρὺ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 87· ἐς τὰ καταντικρὺ Κυθήρων, εἰς τὰ μέρη τὰ ἀπέναντι τῶν Κυθήρων, Θουκ. 7. 26· καταντικρὺ ᾗ εἰσρεῖ ἐξέπεσεν, ἀκριβῶς ἀπέναντι τοῦ μέρους ἔνθα…, Πλάτ. Φαίδων 112Ε· Σηστὸν καταντικρὺ Ἀβύδου Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5· μεταγεν. μετὰ δοτ., καταντικρὺ τῇ θέσει Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 21, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 32, ΙΙ. ὡς Ἐπίρρ. τόπου, κατ’ εὐθεῖαν ἀπέναντι, ἡ ἤπειρος ἡ καταντικρὺ Θουκ. 1. 136· ἐν τῷ καταντικρὺ προστῆναί τινι Πλάτ. Εὐθύδ. 274C, πρβλ. Πρωτ. 315C· εἰς τὸ καταντικρὺ τοῦ σπηλαίου, εἰς τὴν ἀπέναντι πλευρὰν τοῦ σπηλαίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 515Α· ἐκ τοῦ καταντικρὺ, ἐκ τοῦ ἀπένταντι μέρους, αὐτόθι Β· καταντικρὺ ὁρᾶν, βλέπω κατὰ πρόσωπον, ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 169C· πρὸς τὸ καταντικρὺ κεῖσθαι Πολύβ. 4. 39, 6. 2) κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, ἐντελῶς, πέρα καὶ πέρα, τοπικῶς τε καὶ μεταφ., Πλαταιεῖς καταντικρὺ Βοιωτοί, φανερά, Θουκ. 7. 57· εἰς τὸ καταντικρὺ Πλάτ. Φαίδων 72Β, Λυσ. 207Α· ἐπὶ τὸ καταντικρὺ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 10· καταντικρὺ καὶ κατὰ τὸ εὐθύ, κατ’ εὐθεῖαν, Πλάτ. Θεαίτ. 194Β· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 444. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἀντικρύ.
Middle Liddell
I. prep. with genitive straight down from, Od.
2. = ἀντῑκρύ, right opposite, ἐς τὰ καταντικρὺ Κυθήρων to the parts opposite Cythera, Thuc.; κατ. ᾗ εἰσρεῖ exactly opposite to the point at which it flows in, Plat.
II. as adv. of place, right opposite, ἡ ἤπειρος ἡ καταντικρὺ Thuc.; ἐκ τοῦ καταντικρὺ from the opposite side, Plat.
2. straightforward, downright, Thuc.