περιαλγής

From LSJ
Revision as of 13:19, 1 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαλγής Medium diacritics: περιαλγής Low diacritics: περιαλγής Capitals: ΠΕΡΙΑΛΓΗΣ
Transliteration A: perialgḗs Transliteration B: perialgēs Transliteration C: perialgis Beta Code: perialgh/s

English (LSJ)

περιαλγές, (ἄλγος)
A feeling extreme pain, mental or physical, opp. περιχαρής, Pl. R.462b, Plu.Fab.6.
II very painful, φόνος Nic.Th.497. Adv. περιαλγῶς D.C.78.24: Comp. περιαλγέστερον, κτείνειν Aret.SD1.13.

German (Pape)

[Seite 568] ές, um und um oder sehr Schmerz leidend, Gegensatz von περιχαρής, Plat. Rep. V, 462 b; Nic. Th. 498 u. Sp., wie Plut. öfter.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait affligé.
Étymologie: περί, ἄλγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιαλγής -ές [περί, ἄλγος] hevig aangedaan.

Russian (Dvoretsky)

περιαλγής: крайне огорченный, удрученный Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιαλγής: -ές, (ἄλγος) ὁ αἰσθανόμενος σφοδρὸν ἄλγος, σφόδρα τεθλιμμένος, περίλυπος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιχαρής, Πλάτ. Πολ. 462Β, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 6. ― Ἐπίρρ. -γῶς, Δίων Κ. 78. 24.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που αισθάνεται μεγάλο ψυχικό πόνο, ο πολύ θλιμμένος, περίλυπος
αρχ.
1. αυτός που αισθάνεται δυνατό σωματικό πόνο
2. αυτός που προξενεί δυνατούς πόνους.
επίρρ...
περιαλγώς / περιαλγῶς ΝΜΑ
με βαθιά θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. υπεραλγής].

Greek Monotonic

περιαλγής: -ές (ἄλγος), αυτός που είναι πολύ στενοχωρημένος, περίλυπος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

περι-αλγής, ές ἄλγος
much pained, very sorrowful, Plat.

Translations

painful

Arabic: أَلِيم‎, مُؤْلِم‎, مُوجِع‎; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: douloureux; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: schmerzhaft; Greek: επώδυνος, οδυνηρός, λυπηρός; Ancient Greek: ἀλγεινός, ἀλγηρός, ἀλγινόεις, ἀλγυντήρ, ἀλεγεινός, ἀνιαρός, ἀνιηρός, ἀργαλέος, βαρύμοχθος, βαρύς, δακνῶδες, δακνώδης, διώδυνος, δυηπαθής, δυήπαθος, δυσχερής, ἔμπονος, ἐναλγής, ἐπαλγής, ἐπίλυπος, ἐπίπονος, ἐπώδυνος, λυπηρός, λυπρός, ὀδυναρός, ὀδυνηρός, ὀδυνηφόρος, ὀδυνῶδες, ὀδυνώδης, περιαλγής, περιώδυνος, πικρός, σμυγερός, χαλεπός; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: doloroso; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: doloroso, dolorido; Romanian: dureros; Russian: болезненный, мучительный, больной; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: doloroso; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol