θρησκεία
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
Ion. θρησκείη, ἡ, (θρησκεύω)
A religious worship, cult, ritual, ἡ περὶ τὰ ἱρὰ θ. Hdt.2.18, IG12(5).141.5 (Paros, iii B.C.), J.AJ17.9.3, etc.; τοῦ Ἀπόλλωνος SIG801 D (Delph., i A.D.); ἡ περί τινος θ. ib. 867.48 (Ephesus, ii A.D.): pl., rites, Hdt.2.37, D.H.2.63, PGnom. 185 (ii A.D.), Wilcken Chr.72 (iii A.D.).
2 religion, service of God, LXX Wi.14.18, Act.Ap.26.5, Ep.Jac.1.26; θ. τοῦ θεοῦ μία ἐστί, μὴ εἶναι κακόν Corp.Herm.12 fin.; ἑκατέρα θ., i.e. Christianity and Paganism, Them.Or.5.69c; θ. τῶν ἀγγέλων worshipping of angels, Ep.Col.2.18.
3 in bad sense, religious formalism, ἀντὶ ὁσιότητος Ph.1.195; θ. βιωτική vulgar superstition, Sor.1.4.
German (Pape)
[Seite 1218] ἡ, Gottesdienst, Verehrung, N.T. u. Sp. S. θρησκίη.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
respect et adoration de la divinité ; au plur. cérémonies du culte.
Étymologie: θρησκεύω.
Russian (Dvoretsky)
θρησκεία: ион. θρησκηΐη ἡ
1 религиозный обряд, богослужение Her.;
2 богопочитание NT.
Greek (Liddell-Scott)
θρησκεία: Ἰων. -ηΐη, ἡ, (θρησκεύω) θρησκευτικὴ λατρεία ἢ συνήθεια, Ἡρόδ. 2. 18, 37 (ἔν τισι τῶν Ἀντιγρ. θρησκίη ἀντὶ -ηΐη)· -θρησκεία, τιμή, λατρεία τοῦ θείου καὶ πίστις, Πράξ. Ἀπ. κς΄, 5, Ἐπιστ. Ἰακ. α΄, 26· θρ. τῶν ἀγγέλων, λατρεία τῶν ἀγγέλων, Ἐπιστ. πρ. Κολ. β΄, 18· ἐν τῷ πληθ., Διον. Ἁλ. 2. 63, κτλ.
English (Strong)
from a derivative of θρησκός; ceremonial observance: religion, worshipping.
English (Thayer)
Tdf. θρησκια (see Iota) (a later word; Ionic θρησκιη in Herodotus (2,18. 37)), θρησκείας, ἡ (from θρησκεύω, and this from θρησκός, which see; hence, apparently primarily fear of the gods); religious worship, especially external, that which consists in ceremonies: hence, in plural θρησκιας ἐπιτελεῖν μυριάς, Herodotus 2,37; καθιστας ἁγνείας τέ καί θρησκείας καί καθαρμους, Dionysius Halicarnassus 2,63; universally, religious worship, Winer's Grammar, 187 (176)) τῶν ἀγγέλων, τῶν εἰδώλων, τῶν δαιμον´ων, Eusebius, h. e. 6,41, 2; τῶν θεῶν, ibid. 9,9, 14; τοῦ Θεοῦ, Herodian, 4,8, 17 (7 edition, Bekker); often in Josephus (cf. Krebs, Observations, etc., p. 339f); Clement of Rome, 1 Corinthians 45,7 [ET]); religious discipline, religion: ἡμετέρα θρησκεία, of Judaism, τήν ἐμήν θρησκειαν καταλιπών, put into the mouth of God by Josephus, Antiquities 8,11, 1; with the genitive of the subjunctive τῶν Ἰουδαίων, Josephus, Antiquities 12,5, 4; θρησκεία κοσμικη, i. e. worthy to be embraced by all nations, a world religion, b. j. 4,5, 2; piety, περί τόν Θεόν, Antiquities 1,13, 1; κατά τήν ἔμφυτον θρησκειαν τῶν βαρβάρων πρός τό βασιλικόν ὄνομα, Chariton 7,6, p. 165,18 edition, Reiske; of the reverence of Antiochus the Pious for the Jewish religion, Josephus, Antiquities 13,8, 2). Cf. Grimm on Trench, § xlviii.).
Greek Monolingual
η (ΑΜ θρησκεία Α και ιων. τύπος θρησκηΐη και θρησκείη)
1. η πίστη στην ύπαρξη του θεού και η λατρεία προς αυτόν, η θρησκευτική πεποίθηση
2. το σύνολο τών δοξασιών που αναφέρονται στην ύπαρξη θεού ή θεών
3. το σύνολο τών εξωτερικών τύπων με τους οποίους εκδηλώνεται η πίστη και η λατρεία προς τον θεό
νεοελλ.
ο απόλυτος σεβασμός με τον οποίο περιβάλλει κάποιος ένα ιδεώδες ή έναν θεσμό («θρησκεία του καθήκοντος»)
αρχ.
1. η εκτέλεση θρησκευτικών τύπων χωρίς πίστη
2. στον πληθ. αἱ θρησκεῖαι
οι θρησκευτικές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκεύω. Η λ. θρησκεία χρησιμοποιήθηκε γενικότερα για να δηλώσει την πίστη του ανθρώπου σε υπερφυσικές δυνάμεις, την προσπάθεια του να τις εξευμενίσει καθώς και ορισμένες τελετουργικές πράξεις που γίνονται γι' αυτόν τον σκοπό. Η θρησκεία ως σύνολο δοξασιών που αναφέρονται στην ύπαρξη θεού ή θεών είναι συνυφασμένη με τα πρώτα στάδια της ιστορίας του ανθρώπου και, ως εκ τούτου, δεν είναι απαλλαγμένη από προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Στην Αρχαία Ελληνική η λ. θρησκεία απαντά από τον Ηρόδοτο και μετά με τη σημ. «θρησκευτική λατρεία» και στον πληθ. με σημ. «θρησκευτικές τελετουργίες», ενώ με σημασιολογική βάση την έννοια της πίστεως και της δοξασίας δεν υπήρχε αρχαία ελλ. λ. που να αποδίδει με ακρίβεια τη λ. θρησκεία. Αντ' αυτής απαντούν οι λέξεις θεογονία, ευσέβεια, τα θεία. Με τη σημ. αυτή αρχίζει να χρησιμοποιείται η λ. θρησκεία στην Παλαιά Διαθήκη στη μετάφραση τών Εβδομήκοντα].
Greek Monotonic
θρησκεία: Ιων. -είη ή -ίη, ἡ, θρησκευτική λατρεία ή εθιμοτυπία, σε Ηρόδ.· θρησκεία, σε Καινή Διαθήκη· θρησκεία τῶν ἀγγέλων, λατρεία των αγγέλων, στο ίδ.
Middle Liddell
religious worship or usage, Hdt.: religion, NTest.; θρ. τῶν ἀγγέλων worshipping of angels, NTest. [from θρησκεύω
Chinese
原文音譯:qreske⋯a 特雷士咳阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:儀式
字義溯源:宗教(儀式),虔誠,尊敬,敬拜;源自(θρῆσκος)*=虔誠的)
出現次數:總共(4);徒(1);西(1);雅(2)
譯字彙編:
1) 虔誠(2) 雅1:26; 雅1:27;
2) 敬拜(1) 西2:18;
3) 宗教(1) 徒26:5
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό θρησκεύω πού παράγεται ἀπό τό θρῆσκος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.