ὁμόπτερος

From LSJ
Revision as of 10:41, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν → they were virtuous because they were sprung from virtuous men, virtuous they were because they were sprung from men of virtue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόπτερος Medium diacritics: ὁμόπτερος Low diacritics: ομόπτερος Capitals: ΟΜΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: homópteros Transliteration B: homopteros Transliteration C: omopteros Beta Code: o(mo/pteros

English (LSJ)

ὁμόπτερον,
A of the same plumage or with the same plumage, κίρκος A.Supp.224, cf. Pl.Phdr.256e; οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι my fellow-birds, birds of my feather, Ar.Av.229: then generally, comrades, fellows, Stratt.78.
2 metaph., of like feather, closely resembling, βόστρυχος ὁμόπτερος A.Ch.174, cf. E.El.530; νᾶες ὁμόπτεροι consort-ships (or, as others, equally swift), A.Pers.559 (lyr., but λινόπτεροι is prob. cj.); ἀπήνα ὁμόπτερος, i.e. the two brothers, Eteocles and Polynices, E.Ph.328(lyr.).

German (Pape)

[Seite 339] gleichgefiedert, gleichgeflügelt, κίρκοι, verwandt, Aesch. Suppl. 221; Plat. Phaedr. 256 e; Strattis bei Poll. 6, 156, = ὁμήλικες. Bei Ar. Av. 229 kom. οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι, meine Mitvögel. – Übertr. von Schiffen, mit gleichen Segeln, Aesch. Pers. 551; übertr. auch ἀπήνας ὁμοπτέρου Eur. Phoen. 331; übh. ähnlich, Aesch. Ch. 172; βόστρυχοι, Eur. El. 530.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 également ailé;
2 qui a les ailes semblables ; fig. en parl. de navires qui vole ou vogue ensemble.
Étymologie: ὁμός, πτερόν.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόπτερος:
1 одинаково оперенный или окрыленный (κίρκοι Aesch.): οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι Arph. мои воздушные сородичи (о птицах);
2 одинаково вьющийся или одинаково причесанный (βόστρυχοι Eur.);
3 оснащенный одинаковыми парусами или одинаково быстрый (νᾶες Aesch.);
4 близкий, родственный: ἀπήνη ὁ. Eur. пара братьев (об Этеокле и Полинике).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόπτερος: -ον, ὁ παρομοίως ἐπτερωμένος, ὁ ἔχων ὅμοια πτερά, κέρκων τῶν ὁμοπτέρων Αἰσχύλ. Ἱκ. 224, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 256Ε· ὁμόπτεροι ἐμοί, πτηνὰ ἔχοντα πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰ ἐμά, σύντροφα ἐμοὶ πτηνά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 229· καὶ ἀκολούθως, ὁμῆλιξ, Στράττις ἐν Ἀδήλ. 17. 2) μεταφορ., ὁ σφόδρα ὅμοιος, βόστρυχος ὁμ. Αἰσχύλ. Χο. 174, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 530 νᾶες ὁμ., αἱ ἔχουσαι ὁμοίας κώπας ἢ ἱστία (ἤ, κατ’ ἄλλους, ἐξ ἴσου ταχεῖαι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 559, ἔνθα ἴδε σημ. Paley· ἀπήνη ἐμ., δηλ. οἱ δύο ἀδελφοὶ Ἐτεοκλῆς καὶ Πολυνείκης, Εὐρ. Φοίν. 329. - Περὶ τῆς λέξεως ταύτης ὁ Πολυδ. Ϛ΄, 156 λέγει: «ὁμοπτέρους δὲ τοὺς ὁμοτρίχους εἰπόντος Εὐριπίδου, Στράττις τοὺς ὁμήλικας εἴρηκεν ὁμοπτέρους», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ὁμόπτεροι· ὅμοιοι. ὁμότριχοι. ὁμόχρονοι, ἀδελφοὶ ἥλικες, ὁμοῦ ηὐξημένοι».

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόπτερος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομόπτερα
εντομολ. τάξη εντόμων που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία ως προς το μέγεθος, το σχήμα και τη φυσική ιστορία τών μελών της και στην οποία ανήκουν 32.000 περίπου είδη
αρχ.
1. (για πτηνό) αυτός που έχει όμοια φτερά, παρόμοιο πτέρωμα
2. μτφ. α) εντελώς όμοιος, πανομοιότυπος, ολόιδιος
β) αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ομήλιξ, συνομήλικος
3. φρ. α) «οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι»
(για πτηνά) οι σύντροφοι μου, τα άλλα πτηνά («ἴτω τις ὧδε τῶν ἐμῶν ὁμοπτέρων», Αριστοφ.)
β) «ὁμόπτεροι νᾱες»
i) πλοία τα οποία έχουν όμοια κουπιά ή όμοια ιστία
ii) (κατ' άλλη ερμ.) πλοία εξίσου γρήγορα ή πλοία που συμπλέουν
γ) «ὁμόπτερος ἀπήνα»
μτφ. τα δύο αδέλφια Ετεοκλής και Πολυνείκης.
επίρρ...
ὁμοπτέρως (Μ)
ταχέως, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πτερόν. Η λ. στη Νεοελληνική είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homoptera].

Greek Monotonic

ὁμόπτερος: -ον (πτερόν),·
1. αυτός που έχει τα ίδια φτερά, σε Πλάτ.· ὁμόπτεροι ἐμοί, συντροφικά με μένα πουλιά, πουλιά που έχουν τα ίδια φτερά με μένα, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., αυτός που έχει στενή ομοιότητα με, σε Αισχύλ., Ευρ.· νᾶες ὁμ., πλοία που έχουν ίδια κουπιά ή ιστίαεξίσου γρήγορα), σε Αισχύλ.· ἀπήνη ὁμ., οι δύο αδελφοί Ετεοκλής και Πολυνείκης, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὁμό-πτερος, ον, πτερόν
1. of or with the same plumage, Plat.; ὁμόπτεροι ἐμοί my fellow-birds, birds of my feather, Ar.
2. metaph. of like feather, closely resembling, Aesch., Eur.; νᾶες ὁμ. consort-ships (or equally swift), Aesch.; ἀπήνη ὁμ. i. e. the two brothers, Eteocles and Polynices, Eur.

English (Woodhouse)

feathered alike, of like plumage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)