εὔσταχυς

Revision as of 11:55, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

υ,
A rich in corn, AP6.36 (Phil.): Ep. ἐΰστ- Orac. ap. Hld.2.26; σπόρος, γῆ, Ph.2.14,21: metaph., blooming, fruitful, ἡλικίη AP7.589 (Agath.); τεκέων εὔ. ἀνθοσύνην ib.5.275 (Id.).
2 νάρδος εὔ. with a fine spike, Nic.Th.604.

German (Pape)

[Seite 1099] υος, p. ἐΰσταχυς, mit schönen Aehren, ährenreich, σπόρος Philp. 19 (VI, 36); νάρδος Nic. Th. 604; übertr., ἡλικίη Agath. 95 (VII, 589); ἀνθοσύνη τεκέων 5 (V, 276).

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
1 aux beaux épis, chargé d'épis;
2 fig. fécond.
Étymologie: εὖ, στάχυς.

Russian (Dvoretsky)

εὔστᾰχυς: υ, gen. υος
1 пышно колосящийся (σπόρος Anth.);
2 перен. цветущий (ἡλικίη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔστᾰχῠς: υ, σταχύων εὔπορος, ἔχων ἀφθονίαν σταχύων, Ἀνθ. Π. 6. 36, Χρησμ. παρ’ Ἡλιοδ. 2. 26, κτλ.∙ μεταφορ., ἀνθηρός, ἀκμάζων, εὔσταχυς ἡλικίη, ἀνθηρὰ ἡλικία, Ἀνθ. Π. 7. 589∙ τεκέων εὔσταχυν ἀνθοσύνην αὐτόθι 5. 276.

Greek Monolingual

εὔσταχυς και ἐΰσταχυς, -υ (Α)
1. αυτός που έχει πολλά και ωραία στάχια
2. ανθηρός, καρποφόρος («τεκέων εὔσταχυν ἀνθοσύνην»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στάχυς.

Greek Monotonic

εὔστᾰχῠς: -υ, πλούσιος σε στάχυα, σε Ανθ.· μεταφ., ανθηρός, ακμαίος, καρποφόρος, γόνιμος, παραγωγικός, επικερδής, κερδοφόρος, αποδοτικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

rich in corn, Anth.: metaph. blooming, fruitful, Anth.

Translations

fruitful

Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний