ὀλολυγμός

From LSJ
Revision as of 20:12, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " E.''Or.''" to " E., ''Or.''")

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλολῡγμός Medium diacritics: ὀλολυγμός Low diacritics: ολολυγμός Capitals: ΟΛΟΛΥΓΜΟΣ
Transliteration A: ololygmós Transliteration B: ololygmos Transliteration C: ololygmos Beta Code: o)lolugmo/s

English (LSJ)

ὁ, loud cry, mostly of joy, in honour of the gods, ὀ. ἱρὸν.. παιώνισον A.Th.268; ὀ. εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν Id.Ag.28, cf. 595, E., Or.1137, LXX Ze.1.10, PMag.Lond.121.323: pl., Epicur.Fr.143,419; song of triumph, ἐφυμνῆσαι.. ὀ. ἀνδρὸς θεινομένου A.Ch.387 (lyr.); rarely of lamentation, AP7.182 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 325] ὁ, das laute Aufschreien, besonders der Frauen, vor Freude, u. um die Götter anzurufen; ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον, Aesch. Spt. 250; γυναικείῳ νόμῳ ὀλολυγμὸν ἄλλος ἄλλοθεν κατὰ πτόλιν ἔλασκον, Ag. 581; Ch. 381; Eur. Or. 1137; Ar.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ὀλολυγή.
Étymologie: ὀλολύζω.

Russian (Dvoretsky)

ὀλολῡγμός: ὁ Aesch., Eur., Plut. = ὀλολυγή.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλολυγμός: ὁ, ἰσχυρὰ μετὰ λαρυγγισμοῦ κραυγή, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον χαρᾶς, εἰς τιμὴν τῶν θεῶν (πρβλ. ὀλολύζω), ὀλ. ἱρὸν ... παιάνισον Αἰσχύλ. Θήβ. 268· ὀλ. εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 28, πρβλ. 595, Εὐρ. Ὀρ. 1137· ― θλίψεως δὲ μόνον ἐν Αἰσχύλ. Χο. 386, ἐφυμνῆσαι ... ὀλ. ἀνδρὸς θεινομένου.

Spanish

lamento

Greek Monolingual

ο (Α ὀλολυγμός) ολολύζω
ολολυγή, σκούξιμο, κλάμα με φωνές και κραυγές, γοερός θρήνος, οδυρμός
αρχ.
1. δυνατή κραυγή, ιδίως τών γυναικών, χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα τῆδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν», Αισχύλ.)
2. θριαμβευτικό άσμα.

Greek Monotonic

ὀλολυγμός: ὁ (ὀλολύζω), δυνατή φωνή με λαρυγγισμούς, κυρίως, χαρμόσυνη κραυγή, προς τιμή των θεών, σε Αισχύλ., Ευρ.· σπανίως, θρηνητική, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀλολυγμός, οῦ, ὁ, ὀλολύζω
a loud crying, mostly a joyous cry, in honour of the gods, Aesch., Eur.;—rarely of lamentation, Aesch.

English (Woodhouse)

shout, cry of triumph, shout of triumph

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

lamento διαπλήρωσον ... ἔσω προσβαλόμενος μυκήσαι (ὀ.) llénate totalmente de aire, toma aliento y da un mugido (lamento) P XIII 942 como gesto cosmogónico ὁ εʹ (σύντροφος τοῦ ὀνόματος) ὀ. el quinto compañero de tu nombre es un lamento P VII 770

Translations

lamentation

Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ‎; Dutch: geklaag, geweeklaag, klagen, weeklagen, lamentatie, rouwklacht; Greek: θρήνος; Ancient Greek: ἀνάκλαυσις, ἀπολόφυρσις, βρυχηθμός, γόος, ἐπιθρήνησις, θρῆνος, θρηνῳδία, κωκυτός, οἴκτισμα, οἰκτισμός, οἰμωγά, οἰμωγή, ὀλολυγμός, ὀλοφυδνός, ὀλοφυρμός, ὀλόφυρσις, πένθημα, ποτνιασμός, στόνος, σχετλιάσις; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: lamento; Latin: lamentatio, lamentum; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: плач, стенание; Tocharian B: kwasalñe