κεράτιον
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
τό, Dim. of κέρας,
A small horn, D.S.3.73, Arist. ap. Plu.2.977a.
2 of the antennae of the κάραβος, Arist.HA526a7; of the hermit-crab, ib.529a27.
3 in plural, curved ends of the womb (cf. κεραία II.7), ib.510b19.
4 musical instrument, perhaps fife or clarionet, D.S.29.32, prob. for κεραμείου in Plb.26.1.4, cf. ib.1a. 2.
II carat, 1/1728 of a pound, Dsc. ap. Gal.19.775, Archig. ap. Aët. 6.37, Hero *Mens.60.21, Just.Nou.32.1; = Lat. siliqua, OGI521.27 (Abydos, v/vi A.D.).
III = κερατωνία (carob tree), Colum.Arbor.25.
IV v. κεράτια.
German (Pape)
[Seite 1422] τό, 1) dim. von κέρας, kleines Horn, Arist. H. A. 4, 2 u. sonst; – vom Steg der Lyra, Schol. Ar. Ran. 235. – 2) das hornförmig gebogene Johannisbrot, Diosc., Galen. – 3) wie siliqua, ein Gewicht, der sechste Theil eines Skrupels, Schol. Ar. Plut. 885 u. Sp. – 4) ein Kraut, Bockshorn, = τῆλις, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
« petite corne » :
I. τὰ κεράτια pinces du κάραβος;
II. p. anal. 1 extrémité recourbées de la matrice;
2 petit instrument de musique, pê fifre;
3 caroube, fruit;
4 fenugrec, plante;
5 τὰ κεράτια gousse;
6 carat : poids grec de ⅓ d'obole, poids romain de ⅙ de scrupule.
Étymologie: κέρας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεράτιον -ου, τό [κέρας] vrucht van de johannesbroodboom.
Russian (Dvoretsky)
κεράτιον: (ᾰ) τό [demin. к κέρας
1 pl. клешни (καράβου Arst.);
2 pl. щупальцы (τῶν στρομβοειδῶν Arst.);
3 pl. яйцеводы (tubae Fallopii) Arst.;
4 муз. рожок (μετὰ κερατίου καὶ συμφωνίας Diod.);
5 pl. бот. рожки (Ceratonia siliqua) NT;
6 Plut. = κέρας 4.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of κέρας; something horned, i.e. (specially) the pod of the carob-tree: husk.
English (Thayer)
κερατιου, τό (diminutive of κέρας);
1. a little horn.
2. the name of the fruit of the κερατέα or κερατεια (or κερατια), the Ceratonia sillqua (Linn.) or carob tree (called also St. John's Bread (from the notion that its pods, which resemble those of the 'locust', constituted the food of the Baptist)). This fruit is shaped like a horn and has a sweet taste; it was (and is) used not only in fattening swine, but as an article of food by the lower classes: A. V. husks); cf. Winer s RWB, under the word Johannisbrodbaum; (B. D. (especially American edition) under the word Husks>).
Greek Monolingual
το (ΑΜ κεράτιον)
1. (υποκορ. του κέρας) μικρό κέρατο, κερατάκι («γενέσθαι φυσικῶς καθ' ἑκάτερον μέρος τών κροτάφων κεράτια», Διόδ.)
2. ο καρπός του δέντρου κερωνία, δηλ. το ξυλοκέρατο, το χαρούπι («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. μουσ. ονομασία που δόθηκε κατά καιρούς σε διάφορα μουσικά όργανα
2. ζωολ. γένος θαλάσσιων δινομαστιγωτών πρωτόζωων, κατά τους ζωολόγους, ή πυρρόφυτων φυκών, κατά τους βοτανικούς
μσν.-αρχ.
1. πολύ μικρή μονάδα βάρους, το σημερ. καράτι
2. είδος νομίσματος
αρχ.
1. η κεραία του καράβου ή τών μαλακίων οστρακοδέρμων
2. είδος μουσικού οργάνου («ἐξαίφνης ἐπὶ κῶμον παρεγένετο μετὰ κερατίου καὶ συμφωνίας», Διόδ.)
3. το φυτό κερατωνία
4. στον πληθ. τὰ κεράτια
τα κυρτωμένα άκρα της μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. ομμάτιον, στόμιον)].
Greek Monotonic
κεράτιον: [ᾱ], τό, υποκορ. του κέρας, βλ. κερατέα.
Greek (Liddell-Scott)
κεράτιον: ᾱ, τό, ὑποκορ. τοῦ κέρας, μικρὸν κέρας, «κερατάκι», ἐπὶ τῶν κεραιῶν τοῦ καράβου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 10., 4. 4, 29. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ κεκυρτωμένα ἄκρα τῆς μήτρας, tubae Fallopii (πρβλ. κεραία ΙΙ. 7), αὐτόθι 3. 1, 22 3) ἡ γέφυρα τῆς λύρας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 223. 4) μικρὸν κέρας, ἴσως αὐλίσκος (ἴδε κέρας ΙΙΙ. 2, κεραύλης), Διοδ. Ἐκλογ. 577. 35 (ἴδε Wessel. ἐν τόπῳ), ὅθεν ἔχει προταθῆ ἡ ἀνάγνωσις, κερατίου (ἀντὶ -αμίου) παρὰ Πολυβ. 26. 10, 5. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., ὁ καρπὸς τῆς κερατέας, ὃ ἴδε. ΙΙΙ. ὡς τὸ Λατ. siliqua, βάρος τι σταθμοῦ, τὸ «καράτιον» παρ’ Ἕλλησιν = πρὸς 2 ⅔ χαλκοῦς, = 1/3 ὀβολοῦ· παρὰ Ρωμ. = πρὸς ⅙ τοῦ scrupulum = 1/1278 τῆς λίτρας, Γαλην.· ἴδε Böchk Metrol. Unters. § XI. IV. φυτόν τι καλούμενον καὶ τῆλις, foenum Graecum, Columell. de Arbor. 25. V. ἴδε ἐν λ. κερατέα.
Middle Liddell
κερά¯τιον, ου, τό, [Dim. of κέρας, v. sub κερατέα.]
Chinese
原文音譯:ker£tion 咳拉提按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:(小)握住
字義溯源:似角狀之物,小角,莢,豆莢;源自(κέρας)=角);而 (κέρας)出自(Καππαδοκία)Y*=髮)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 豆莢(1) 路15:16
Translations
fenugreek
Arabic: حُلْبَة; Moroccan Arabic: حَلبة, حُلبة; Armenian: հացհամեմ, չաման; Azerbaijani: güldəfnə, şəmbəllə; Bulgarian: сминдух; Burmese: ပဲနံ့သာ; Catalan: fenigrec, coleta; Esperanto: fenugreko; Estonian: lambalääts; Finnish: sarviapila, rohtosarviapila; French: fenugrec, senègre, senegré; Georgian: ულუმბო, უცხო სუნელი; German: Bockshornklee; Ancient Greek: αἰγίκερας, αἰγόκερας, αἰγόκερως, αἰγοκερωτή, βούκερας, βούκερον, βουκέρως, κεράτιον, λωτός, τῆλις; Irish: seamair Ghréagach; Kurdish Central Kurdish: شِمڵی; Northern Kurdish: şembelîlk; Southern Kurdish: شِمِلیە; Latin: Trigonella foenum-graecum, foenum-graecum, carphos, aegoceras, telis; Maltese: ħelba, fienu; Moroccan Amazigh: ⵜⵉⴼⵉⴹⴰⵚ; Norwegian Bokmål: bukkehornkløver; Persian: شنبلیله; Polish: kozieradka; Russian: пажитник, шамбала, чаман, фенугрек; Spanish: fenogreco, alholva; Swedish: bockhornsklöver; Tashelhit: ⵜⵉⴼⵉⴹⴰⵚ; Tocharian B: wetene; Turkish: çemenotu, çemen, boy otu; Walloon: sinagrêye; Welsh: groegwyran