καμήλα

From LSJ
Revision as of 10:20, 24 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source

Greek Monolingual

καμήλα και γκαμήλα και κάμηλος, η (AM κάμηλος, ὁ, ἡ, Μ και καμήλα)
1. μεγαλόσωμο μυρηκαστικό ζώο που φέρει έναν ή δύο ύβους και που, σύμφωνα με το σημερ. σύστημα ταξινόμησης, ανήκει στην οικογένεια camelidae («αἱ δὲ κάμηλοι ἴδιον ἔχουσι... τὸν καλούμενον ὕβον ἐπί τῷ νώτῳ», Αριστοτ.)
2. παροιμ. «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — γι' αυτούς που επικρίνουν τα μικρά παραπτώματα τών άλλων και παραβλέπουν τα δικά τους μεγάλα αμαρτήματα (ΚΔ)
νεοελλ.
1. (μτφ. για γυναίκα) αυτή που έχει ψηλό και ασύμμετρο σώμα
2. η κωμική αναπαράσταση καμήλας στις γιορτές της Αποκριάς
3. παροιμ. α) «η καμήλα για έν' άσπρο, και δε βγαίν' αγοραστής» — για τη σχετική αξία τών πραγμάτων
β) «η καμήλα πήγε να της βάλουν κέρατα, και της έκοψαν τ' αφτιά» — για γεγονός αντίθετο με το επιδιωκόμενο
αρχ.
(περιλπτ.)κάμηλος
το σύνολο τών καμήλων και τών αναβατών τους σε ένα στράτευμα («τῆ δὲ καμήλῳ ἕπεσθαι τὸν πεζὸν στρατὸν ἐκέλευε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. σημιτικής προελεύσεως
πρβλ. εβρ. gāmāl απ' όπου η γλώσσα του Ησύχ. γαμάλ
κάμηλος παρὰ Χαλδαίοις. Με τον σημιτικό τ. για την «καμήλα» συνδέεται και η ετυμολ. προέλευση του γράμματος γάμμα (βλ. εγκ. λ. Γ, γάμμα). Το -η- του επιθήματος -ηλος της λ. κάμηλος οφείλεται στην τροπή του -ᾱ- σε -η- στην ιων.-αττ. διάλεκτο. Τη λ. κάμηλος δανείστηκε επίσης η αρχ. ινδ. με τη μορφή kramela-, η λατ. με τη μορφή camēlus και στη συνέχεια οι ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. camel, γερμ. Kamel). Ο νεοελλ. τ. καμήλα είναι μεταπλασμένος τ. του κάμηλος κατά τα πρωτόκλιτα σε -α (πρβλ. παρθένος: παρθένα), ενώ ο τ. γκαμήλα σχηματίστηκε με ηχηροποίηση του κ- σε γκ- που ξεκίνησε από την αιτ. την καμήλα > την gαμήλα > η γκαμήλα (πρβλ. τον κρημνό > τον κρεμνό > το γκρεμό > ο γκρεμός).
ΠΑΡ. καμήλι(-ιον)
αρχ.
καμήλειος, καμηλεύω, καμηλίζω, καμηλικός, καμηλίτης, καμηλών
αρχ.-μσν.
καμηλάριος, καμηλώδης
μσν.- νεοελλ.
καμηλάρης
νεοελλ.
καμηλήσιος, καμηλιέρης, καμηλό, καμηλωτή.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) καμηλέμπορος, καμηληλασία, καμηλοπάρδαλη(-ις)
αρχ.
καμηλάνθραξ, καμηλάτης, καμηλοβάτης, καμηλοβοσκός, καμηλοπόδιον, καμηλοσφαγώ, καμηλοτρόφος
μσν.
καμηλογόμαρον, καμηλοειδώς, καμηλόκεντρον, καμηλοκόμος, καμηλοφορβός
νεοελλ.
καμηληλάτης, καμηλόδερμα, καμηλόμαλλο, καμηλοπούλι, καμηλοτόμαρο, καμηλότριχα, καμηλόψωρα. (Β' συνθετικό) στρουθοκάμηλος
νεοελλ.
προβατοκάμηλος, ψηλογκαμήλα].

Translations

camel

Abkhaz: амахҽ; Acehnese: unta; Adyghe: махъчэ, махъушэ; Afar: rakúb; Afrikaans: kameel; Akan: afunupɔnkɔ; Akkadian: 𒃵𒂷; Albanian: deve; Amharic: ግመል; Apache Western Apache: bigháń háʼááhí; Arabic: جَمَل, نَاقَة, بَعِير, إِبِل; Egyptian Arabic: جمل; Aragonese: camello; Aramaic Hebrew: גמלא; Syriac: ܓܡܠܐ; Armenian: ուղտ; Assamese: উট; Asturian: camellu, camella; Avar: варани; Avestan: 𐬎𐬱𐬙𐬭𐬀; Azerbaijani: dəvə, nər; Baluchi: اشتر, ہشتر; Bashkir: дөйә; Basque: gamelu; Bau Bidayuh: unta; Belarusian: вярблюд; Bengali: উট; Bikol Central: kamelyo; Breton: kañval Baktria; Brunei Malay: unta; Bulgarian: камила; Burmese: ကုလားအုတ်, ကုလားအုပ်; Buryat: тэмээн; Catalan: camell; Central Melanau: utak; Chakma: 𑄅𑄑𑄴, 𑄃𑄪𑄑𑄴; Cham Eastern Western Chechen: эмкал; Cherokee: ᎨᎻᎵ; Chichewa: ngamira; Chinese Cantonese: 駱駝, 骆驼; Dungan: луәтуә; Eastern Min: 駱駝, 骆驼; Hakka: 駱駝, 骆驼; Hokkien: 駱駝, 骆驼; Mandarin: 駱駝, 骆驼; Wu: 駱駝, 骆驼; Chuvash: тӗве; Coptic: ϫⲁⲙⲟⲩⲗ; Czech: velbloud; Danish: kamel; Dhivehi: ޖަމަލު, އޮށް; Dutch: kameel; Eastern Arrernte: kamule; Erzya: дуе, ишем; Esperanto: kamelo; Estonian: kaamel; Evenki: тэве̄н; Ewe: kposɔ; Farefare: yʋgnɛ; Faroese: kamelur; Finnish: kameli; French: chameau, chamelle; Friulian: camęl; Gagauz: devä; Galician: camelo; Georgian: აქლემი; German: Kamel; Gondi: ఊటడ్; Gothic: 𐌿𐌻𐌱𐌰𐌽𐌳𐌿𐍃; Greek: καμήλα; Ancient Greek: κάμηλος; Guaraní: mymba'akãndu; Gujarati: ઊંટ; Haitian Creole: chamo; Hausa: raƙumi; Hebrew: גָּמָל, נָאקָה, בֶּכֶר; Hindi: ऊँट, उष्ट्र, शुतुर, उंट; Hinukh Hungarian: teve; Icelandic: úlfaldi; Ido: kamelo; Indonesian: unta; Ingrian: verbljuda; Irish: camall; Italian: cammello, cammella; Japanese: 駱駝, ラクダ; Javanese: ꦲꦸꦤ꧀ꦠ, ꦲꦺꦴꦤ꧀ꦠ; Kabiyé: aɖaɖa; Kabyle: alɣem; Kalmyk: темән; Kannada: ಒಂಟೆ; Karachay-Balkar: тюе; Karakalpak: tu'ye; Kashmiri: ووٗنٛٹ, ووٗنٛٹِنؠ, वूँट; Kazakh: түйе; Khakas: тибе; Khmer: អូដ្ឋ; Korean: 낙타(駱駝), 락타(駱駝); Kumyk: тюе; Kurdish Central Kurdish: حوشتر, وشتر; Northern Kurdish: hêştir, deve; Kyrgyz: төө; Ladin: camel; Ladino: gameyo; Lak: варани; Lao: ອູດ; Latin: camelus, camela; Latvian: kamielis; Laz: აქრემი, აქლემი; Lezgi: лавар, деве; Lithuanian: kupranugaris; Luxembourgish: Kaméil; Macedonian: камила; Maguindanao: onta; Malay: unta; Malayalam: ഒട്ടകം; Maltese: ġemel; Manchu: ᡨᡝᠮᡝᠨ; Maranao: onta; Marathi: उंट; Marwari: ओठारू, करहलौ; Mari Eastern Mari: верблюд; Middle English: olfent, camel; Middle Persian: 𐭠𐭥𐭱𐭲𐭫; Mingrelian: არქემი; Mongolian Cyrillic: тэмээ; Mongolian: ᠲᠡᠮᠡᠭᠡ; Moore: yʋgemde; Nanai: тэмэн; Nandi: tombes; Navajo: ghą́ą́ʼaskʼidii; Nepali: ऊँट; Norman: chanmeau; Norwegian Bokmål: kamel; Nynorsk: kamel; Occitan: camèl; Odia: ଓଟ; Old Church Slavonic Cyrillic: вельбѫдъ; Old East Slavic: вельблѫдъ; Old English: olfend; Old Persian: 𐎢𐏁𐎰𐎼, 𐎢𐏁; Oromo: gaala; Ossetian: теуа; Ottoman Turkish: دوه; Pali: oṭṭha; Pashto: اوښ; Persian: شتر, اشتر; Pitjantjatjara: auru; Plautdietsch: Kameel; Polish: wielbłąd; Portuguese: camelo, camela; Punjabi: ਊਠ; Western Panjabi: اوٹھ; Rohingya: uñth; Romani: gumila; Romanian: cămilă; Romansch: chamel; Russian: верблюд; Rwanda-Rundi: ingamiya, indogoba; Saho: gaala; Sanskrit: उष्ट्र; Sardinian: camellu, cammellu; Scottish Gaelic: càmhal; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̀мила, дева; Roman: kàmila, déva; Shona: ngamera; Sicilian: jamiḍḍu; Sidamo: gaala; Sindhi: اُٺُ, ڏاچِي; Sinhalese: ඔටුවා; Slovak: ťava, dromedár; Slovene: kamela, velblod; Sogdian: ݎܘܫܬܪ; Somali: geel, awr; Sorbian Lower Sorbian: kamel, kamelka; Upper Sorbian: kamel; Southern Altai: тӧӧ; Spanish: camello, dromedario, camella; Sumerian: 𒄞𒆳𒋛𒄮𒊏𒀭; Swahili: ngamia; Swedish: kamel, dromedar; Sylheti: ꠃꠐ; Tagalog: kamelyo; Tajik: шутур, уштур; Tal: raƙumi; Tamil: ஒட்டகம்; Tarifit: arɣem; Tatar: дөя; Tausug: onta; Telugu: ఒంటె, లొట్టిపిట్ట; Thai: อูฐ, โลโต; Tibetan: རྔ་མོང, རྔ་བོང, རྔ་མོ; Tigrinya: ገመል; Tooro: engamiya, engamira; Tswana: kamela, kammêla; Tulu: ಒಂಟೆ; Turkish: deve, hecin; Turkmen: düýe; Tuvan: теве; Udi: буш; Udmurt: дуэ; Ukrainian: верблюд; Urdu: اونٹ; Uyghur: تۆگە; Uzbek: tuya; Venetan: camèło; Vietnamese: lạc đà; Volapük: jamod; Voro: kaamli; Walloon: chamo; Welsh: camel; West Frisian: kamiel; Wolof: giléem; Yakan: unta'; Yakut: тэбиэн; Yiddish: קעמל; Yoruba: ràkùnmí; Zaghawa: dî; Zazaki: deve; Zhuang: lozdoz

ady: махъушэ; af: kameel; als: altweltkamele; am: ግመል; an: camelus; arc: ܓܡܠܐ; ar: جمل; ast: camelus; as: উট; avk: cwol; av: варани; azb: دوه; az: dəvə; ba: дөйә; bcl: kamelyo; be_x_old: вярблюд; be: вярблюды; bg: камили; bi: kamel; bn: উট; bo: རྔ་མོང་།; br: camelus; bs: deva; bxr: тэмээн; ca: camell; cdo: lŏk-dò̤; ceb: camelus; ce: эмкалш; chy: pa'e'pa'onáhe; ckb: وشتر; co: camellu; crh: deve; csb: kamél; cs: velbloud; cv: тĕве; cy: camel; da: camelus; de: Altweltkamele; diq: deve; el: καμήλα; en: camel; eo: kamelo; es: camelus; et: kaamel; eu: camelus; fa: شتر; fiu_vro: kaamli; fi: kamelit; fo: kamelur; fr: camelus; fy: kamielen; gag: devä; ga: camall; gd: càmhal; gl: camelo; gn: mymba'akãndu; gom: untth; hak: lo̍k-thò; ha: raƙumi; he: גמל; hif: uuntth; hi: ऊँट; hr: deve starog svijeta; ht: chamo; hu: teve; hy: ուղտեր; hyw: ուղտեր; ia: camelos; id: unta; ik: pikukturuaq; ilo: kamelio; io: kamelo; is: úlfaldar; it: camelus; ja: ラクダ; jv: unta; kab: alɣem; ka: აქლემი; kbp: aɖaɖa; kk: түйелер; kn: ಒಂಟೆ; ko: 낙타; ku: hêştir; kw: kowrvargh; ky: төө; lad: gameo; la: camelus; lbe: варани; lez: деве; lfn: camel; lt: kupranugariai; lv: kamieļi; mhr: тӱе; mk: камила; ml: ഒട്ടകം; mn: тэмээ; mr: उंट; ms: unta; myv: дуе; my: ကုလားအုတ်; nah: cameyoh; ne: उँट; new: उंथ; nl: kamelen; nn: kamelar; no: kameler; nso: kamela; nv: ghą́ą́ʼaskʼidii; oc: camèl; os: теуа; pa: ਊਠ; pcd: camioe; pl: wielbłąd; pnb: اونٹھ; ps: اوښ; pt: camelo; qu: kamillu; rmy: odari; ro: cămilă; ru: верблюды; rw: ingamiya; sah: тэбиэн; sat: ᱩᱸᱴ; sa: उष्ट्रः; scn: camelus; sco: caumel; sd: اٺ; sh: deva; simple: camel; si: ඔටුවා; sk: ťava; sl: velblod; sn: nghamera; so: geel; sq: deveja; sr: камила; su: onta; sv: kameler; sw: ngamia; szl: kamela; ta: ஒட்டகம்; tcy: ಒಂಟೆ; te: ఒంటె; tg: шутур; th: อูฐ; tl: kamelyo; tpi: kamel; tr: deve; tt: дөя; udm: дуэ; ug: töge; uk: верблюд; ur: اونٹ; uz: tuya; vi: lạc đà; war: kamelyo; wa: chamo; wuu: 骆驼; xal: темән; xmf: არქემი; yi: קעמל; yo: ràkùnmí; zh_min_nan: lo̍k-tô; zh_yue: 駱駝; zh: 骆驼