φερνή

From LSJ
Revision as of 09:37, 25 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερνή Medium diacritics: φερνή Low diacritics: φερνή Capitals: ΦΕΡΝΗ
Transliteration A: phernḗ Transliteration B: phernē Transliteration C: ferni Beta Code: fernh/

English (LSJ)

ἡ, (φέρω):—
A that which is brought by the wife, dowry, Hdt.1.93, E.IA47 (anap.), Hipp.629, X.Cyr.8.5.19, Aeschin.2.31, OGI218.65 (Ilium, iii B. C.), etc.; θεραποντὶς φερνή a dowry of handmaids, i.e. given as a dowry, A.Supp.979 (anap.); pl., of a dower, as consisting of divers presents, E.Or.1662, Anaxandr.41.23 (anap.); φερναὶ πολέμου, of a wife won in battle, E.Ion298; also, bridal gifts, λάζυσθε φ. τάσδε, παῖδες, of Medea's presents to Creüsa, Id.Med.956.
II Dor. φερνά, portion of victim reserved for the God, IG42(1).40.6, 41.7 (Epid., v/iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 1262] ἡ, das Zugebrachte, Mitgebrachte der Ehefrau, die Mitgift, Ausstattung; Eur. I. A. 47 u. öfter; Her. 1, 93; Folgde, Pol. öfter; Plut. Sol. 20; – θεραποντὶς φερνή, die zur Bedienung mitgebrachten Sklaven, Aesch. Suppl. 957; πολέμου, was der Krieg einbringt, Kriegsbeute, Eur. Ion 298; vgl. Plut. Sol. 20.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
ce qu'on apporte en mariage, dot.
Étymologie: φέρω.

Russian (Dvoretsky)

φερνή: ἡ тж. pl.
1 приданое Her., Aesch., Eur., Xen., Aeschin., Plut.;
2 брачный дар невесте Eur.;
3 добыча: φερναὶ πολέμου καὶ δορός Eur. военная добыча.

Greek (Liddell-Scott)

φερνή: ἡ, (φέρω)· ― ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον φέρει ἡ σύζυγος (πρβλ. ἕδνον), ἡ προίξ, Λατιν. dos, Ἡρόδ. 1. 93, Εὐρ. Ι. Α. 47, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 19, Αἰσχίν. 32. 22· φ. θεραποντίς, προὶξ ἐκ θεραπαινίδων, δηλ. θεράπαιναι δοθεῖσαι ὡς προίξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 979· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., προίξ, ὡς συνισταμένη ἐκ πολλῶν δώρων, Εὐρ. Ὀρ. 1662, πρβλ. Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 23· ἀλλά, φερναὶ πολέμου, γυνὴ κτηθεῖσα ἐν πολέμῳ, φερνάς γε πολέμου καὶ δορὸς λαβὼν γέρας Εὐρ. Ἴων 298· ― ἐν τῷ πληθ., ὡσαύτως, νυμφικὰ δῶρα, λάζυσθε φ. τάσδε, παῖδες, τὰ δῶρα τῆς Μηδείας πρὸς τὴν Κρέουσαν, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 956.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και δωρ. τ. φερνά και αιολ. τ. φέρενα Α
ό,τι φέρνει μαζί της μία γυναίκα που παντρεύεται, προίκα
αρχ.
1. (μόνον ο τ. φερνά) το μέρος της θυσίας που προορίζεται για τον θεό
2. στον πληθ. αἱ φερναί
α) νυφικά δώρα
β) προίκα που αποτελείται από πολλά γαμήλια δώρα
3. φρ. α) «φερνὴ θεραποντίς» — θεραπαινίδες που έχουν δοθεί ως προίκα (Αισχύλ.)
β) «φερναὶ πολέμου» — γυναίκες που αποκτήθηκαν ως λάφυρα πολέμου (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φερ-νή ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bher- «φέρνω, μεταφέρω, φέρω στην κοιλιά μου, γεννώ» (βλ. λ. φέρω) και έχει σχηματιστεί με έρρινο επίθημα -νη / -νᾱ, πρβλ. ζώ-νη, τιθή-νη (για τον σχηματισμό με έρρινο επίθημα, πρβλ. και τα ομόρριζα: αρμ. bern «φορτίο», λιθουαν. bernas «αγόρι», γοτθ. barn «αγόρι»). Αρχική σημ. της λ. φερνή είναι, επομένως, η σημ. «αυτό που μεταφέρεται, δώρο, προσφορά», από όπου προήλθε η σημ. της υποχρεωτικής παροχής, της προσφοράς σε θρησκευτικές τελετές καθώς και στον γάμο. Η χρήση, όμως, της λ. φερνή υποχώρησε νωρίς με την επικράτηση της λ. προίξ, η οποία εντάχθηκε και στη δικανική ορολογία της αττ. διαλ. και διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική. Παρλλ., ωστόσο, με τη λ. φερνή, η οποία έχει παθ. σημ. απαντά και ο παρ. τ. φερνίον «καλάθι», ο οποίος θα οδηγούσε σε έναν τ. φερνή με ενεργ. σημ. «αυτός που μεταφέρει» (βλ. και λ. φορμός «καλάθι»). Ανάλογη περίπτωση παραγωγής τ. με ενεργ. και παθ. σημ. με τη χρήση του ίδιου επιθήματος παρατηρείται και με το επίθημα φερνήνος (πρβλ. στεγ-νός «αυτός που έχει στεγαστεί», τερπ-νός «αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση»). Τέλος, εκτός από τον ιων. τ. φερνή, απαντά και δωρ. τ. φερνᾱ και αιολ. τ. φέρενᾰ (για τη μορφή φερε- του θ., βλ. λ. φέρω) με βραχύ -- (πρβλ. κνίση: κνῖσᾰ, πρύμνη: πρύμνᾰ)].

Greek Monotonic

φερνή: ἡ (φέρω), αυτό το οποίο φέρνει μαζί της η νύφη στο γάμο (πρβλ. ἕδνον), προίκα, μερίδιο, Λατ. dos, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης σε πληθ., προίκα που αποτελείται από πολλά δώρα, σε Ευρ.· αλλά, φερναὶ πολέμου, λέγεται για γυναίκα που αποκτήθηκε στη μάχη, στον ίδ.· σε πληθ. επίσης, νυφικά δώρα, σε Ευρ.

Middle Liddell

φερνή, ἡ, φέρω
that which is brought by the wife (cf. ἕδνον), a dowry, portion, Lat. dos, Hdt., Eur.; also in plural of a dower, as consisting of divers presents, Eur.; but, φερναὶ πολέμου, of a wife won in battle, Eur.:—in pl., also, bridal gifts, Eur.

Frisk Etymology German

φερνή: (ion. att.),
{phernḗ}
Forms: äol. (Hdn. Gr., EM) φέρενα, dor. φερνά f. Anteil des Gottes am Opfer (Epid. V-IVa).
Grammar: f.
Meaning: Mitgift
Composita: Als Hinterglied in ἀντίφερνος statt der Mitgift (A. Ag. 406 [lyr.]), τὰ ἀντίφερνα Gegengeschenk des Bräutigams an die Braut (Cod. Just.); τὰ παράφερνα was die Braut außer der Mitgift mitbringt (Pap. I-IIp, Just. Nov.); ἄ-, πολύφερνος H.; ἐπιφέρνια n. pl. Mitgift (Sch. I 147, Eust.).
Derivative: Davon φερνάριον n. Demin. (Pap. aug. Zeit), -ίζω mit Mitgift ausstatten (LXX, hell. u. sp. Pap.).
Etymology: Verbalnomen zu φέρω mit ν-Suffix wie in arm. beṙn, Gen. beṙin Bürde, Last, lit. bérnas ‘Bursche, (Bauern)knecht’, lett. bę̀rns Kind, Schößling; mit o-Abtönung germ., z.B. got. ano. barn n. Kind ("Getragenes, Geborenes"), alb. barrë Last (wohl aus *bhor-; Mann Lang. 17, 19). Die zweisilbige Stammform in äol. φέρενα stimmt zu φέρετρον, φόρετρον; zum sekundären -α Solmsen Wortforsch. 259. — Zu βερνώμεθα (H.) s. bes.; zu φερνή und dem synonymen προίξ Sommer Nominalkomp. 94, Gernet Mél. Bq 1, 396ff. Weiteres s. φέρω.
Page 2,1002-1003

Mantoulidis Etymological

(=ἡ προίκα). Ἀπό τό φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

dowry

Afrikaans: bruidsprys, lobola; Albanian: pajë, prikë; Arabic: دُوطَة‎, مَهْر‎; Egyptian Arabic: مهر‎; Armenian: օժիտ; Azerbaijani: cehiz; Belarusian: пасаг, выправа, вена; Bengali: যৌতুক; Breton: argouroù; Bulgarian: зестра, придан, чеиз, вено, вено; Burmese: ခန်းဝင်ပစ္စည်း; Catalan: dot; Chinese Mandarin: 嫁妝, 嫁妆, 陪嫁, 陪送; Czech: věno; Danish: medgift; Dutch: bruidsschat; Esperanto: doto; Estonian: kaasavara; Finnish: myötäjäiset; French: dot; Galician: dote; Georgian: მზითევი; German: Aussteuer; Mitgift, Brautschatz; Greek: προίκα; Ancient Greek: προίξ, φερνή; Hebrew: נְדוּנְיָה‎; Hindi: दहेज़, जहेज़, महर; Hungarian: hozomány; Ido: doto, doario; Indonesian: mas kawin, mahar; Irish: coibhche, crodh, spré; Italian: dote; Japanese: 持参金; Kannada: ವರದಕ್ಷಿಣೆ; Kazakh: жасау; Khmer: ជំនូន; Korean: 지참금(持參金); Kurdish Northern Kurdish: next, qelen, cihêz; Kyrgyz: сеп; Latin: dos, maritagium; Latvian: pūrs; Lithuanian: kraitis; Luxembourgish: Dott; Macedonian: мираз, чеиз, приќе; Malay: mahar, mas kahwin; Malayalam: സ്ത്രീധനം; Manchu: ᡶᡠᡩᡝᡥᡝ, ᡶᠵᠠᡴᠠ; Maori: reperepe, tāpākūhā; Norwegian Bokmål: medgift; Nynorsk: medgift; Old East Slavic: вѣно; Persian: جهیزیه‎, جهاز‎, جهیز‎, مهر‎, کابین‎; Plautdietsch: Brutpriess; Polish: posag, wiano; Portuguese: dote; Punjabi Gurmukhi: ਦਾਜ; Shahmukhi: داج‎; Rajasthani: देज; Romanian: zestre; Russian: приданое, вено; Serbo-Croatian Cyrillic: мираз, вијено, женинство, прћија; Roman: miraz, vijeno, ženinstvo, prćija; Slovak: veno; Slovene: dota; Sotho: lobola; Spanish: dote; Swahili: mahari; Swedish: hemgift; Tagalog: bigay-kaya, ubad; Tajik: ҷиҳоз, маҳр; Tamil: வரதட்சனை, சீதனம்; Telugu: కట్నం, వరకట్నం; Thai: สินสอด; Turkish: çeyiz, başlık, drahoma; Ugaritic: 𐎎𐎅𐎗; Ukrainian: посаг, виправа, виправа, придане, придане, ві́но, дівизна; Urdu: جہیز‎, دہیز‎, مہر‎; Uzbek: sep, mahr; Vietnamese: của hồi môn; Volapük: jigamagivot; Welsh: gwaddol, argyfrau, agweddi; Westrobothnian: heimafåli; Yiddish: נדן‎; Zulu: ilobolo