φυτικός

From LSJ
Revision as of 07:36, 2 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτικός Medium diacritics: φυτικός Low diacritics: φυτικός Capitals: ΦΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phytikós Transliteration B: phytikos Transliteration C: fytikos Beta Code: futiko/s

English (LSJ)

φυτική, φυτικόν,
A of plants or belonging to plants, τὸ φυτικόν = the vegetative principle, Arist.EN1102b29; φυτική ζωή Porph.Gaur.3.2; περὶ φυτικῶν αἰτιῶν = on the causes of plants, title of treatise by Thphr. Adv. φυτικῶς, ζῆν Porph.Gaur.1.1.
II φυτικό ζῷον, = ζωόφυτον, Arist.PA681a33.

German (Pape)

[Seite 1319] von Pflanzen, Gewächsen kommend, pflanzenartig, Arist. eth. 1, 13.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les plantes, végétal;
2 analogue à une plante.
Étymologie: φυτόν.

Russian (Dvoretsky)

φῠτικός:
1 растительный (μόριον τῆς ψυχῆς Arst.);
2 имеющий вид растения (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

φυτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φυτά, τὸ φυτικόν, «τὸ αὐξητικὸν δηλονότι καὶ θρεπτικόν» (Ἀνδρονίκου Παράφρασ.), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 18· περὶ φυτικῶν αἰτίων, ὄνομα συγγράμματος τοῦ Θεοφράστου. ΙΙ. φ. ζῷον = ζωόφυτον, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Μορ. 4. 5, 47.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φυτόν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυτά (α. «φυτικό βασίλειο» — το σύνολο τών φυτών
β. «φυτικό κύτταρο» γ. «τοῦ ἀλόγου δὲ τὸ μὲν ἔοικε κοινῷ καὶ φυτικῷ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. φυσιολ. (για ανατ. σχηματισμό, λειτουργία ή φαινόμενο) αυτός που υπάγεται στο αυτόνομο ή φυτικό νευρικό σύστημα και ρυθμίζεται από αυτό
2. αυτός που προέρχεται από τα φυτά («φυτικό λίπος»)
3. φρ. α) «φυτικές λειτουργίες»
φυσιολ. οι βιολογικές λειτουργίες που εξασφαλίζουν την εσωτερική ομοιοστασία του οργανισμού, δηλαδή την αναπνοή, την κυκλοφορία, τις αδενικές εκκρίσεις, την πέψη, τη θερμορρύθμιση, και οι οποίες ρυθμίζονται από το φυτικό νευρικό σύστημα
β) «φυτική βιοκοινωνία»
οικολ. η φυτοκοινωνία
γ) «φυτική παραγωγή»
(γεωπ.-οικον.) η παραγωγή του συνόλου τών καλλιεργούμενων φυτών
δ) «φυτικό νευρικό σύστημα»
i) ανατ. σύστημα κινητικο-εκκριτικών νευρικών ινών το οποίο μεταφέρει διεγέρσεις στον καρδιακό μυ, στους λείους μυς και τους αδένες και του οποίου οι κινητικο-εκκριτικές ίνες συνδέονται στενά με αισθητικές ίνες σε όλες τις λειτουργίες τους και ενεργοποιούνται από νευρικές διεγέρσεις παραγόμενες αντανακλαστικά σε τοπικό επίπεδο ή προερχόμενες από τα ανώτερα κέντρα του εγκεφάλου, συμμετέχοντας σε διάφορες λειτουργίες, όπως είναι η πέψη, ο διάμεσος μεταβολισμός τών θρεπτικών ουσιών, καθώς και σε ρυθμιστικές λειτουργίες, όπως είναι η θερμοκρασία του σώματος, η αρτηριακή πίεση και η αναπνοή, ή στους μηχανισμούς αντίδρασης κατά του στρες, αλλ. αυτόνομο νευρικό σύστημα
ii) (συγκριτ. ανατ.) υποδιαίρεση του νευρικού συστήματος τών σπονδυλοζώων, το οποίο αποτελείται από το ακούσιο νευρικό σύστημα ως σύνολο και περιλαμβάνει το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό σύστημα, που εννευρώνουν τους λείους και καρδιακούς μυς και τους αδένες και τών οποίων η δράση δεν βρίσκεται υπό συνειδητό έλεγχο
ε) «φυτικό έμβρυο»
βοτ. οργανωμένο σωμάτιο στο σπέρμα τών φυτών, το οποίο αποτελεί προϊόν γονιμοποίησης, δηλαδή συνένωσης δύο γεννητικών κυττάρων
ζ) «φυτικό οξύ»
(βιοχ.) εξωφωσφορικός εστέρας της ινοσιτόλης, ο οποίος απαντά ως φωσφορική αποταμιευτική ουσία σε πολλά σπέρματα, ιδίως τών σιτηρών, και είναι γνωστός επίσης ως ινοσιτολεξαφωσφορικό οξύ
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυτικόν
αρχή σχετική με τη βλάστηση τών φυτών
2. φρ. α) «Περὶ φυτικῶν αἰτιῶν» — τίτλος πραγματείας του Θεοφράστου
β) «φυτικὸν ζῷον» — ζώο μαζί και φυτό (Αριστοτ.).
επίρρ...
φυτικῶς Α
όπως τα φυτά.

Greek Monotonic

φῠτικός: -ή, -όν (φυτόν), αυτός που προέρχεται ή ανήκει στα φυτά, τὸ φυτικόν, η αρχή της φυτικής (οικολογικής) ζωής, σε Αριστ.

Middle Liddell

φῠτικός, ή, όν φυτόν
of or belonging to plants, τὸ φυτ. the principle of vegetable life, Arist.