θηράω

From LSJ
Revision as of 11:56, 7 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηράω Medium diacritics: θηράω Low diacritics: θηράω Capitals: ΘΗΡΑΩ
Transliteration A: thēráō Transliteration B: thēraō Transliteration C: thirao Beta Code: qhra/w

English (LSJ)

fut. θηράσω [ᾱ] S.Ph.958, E.IT1426, X.An.4.5.24, etc.: aor.
A ἐθήρᾱσα A.Pers.233, E.Ba.1215, X.Cyr.1.4.10: pf. τεθήρᾱκα ib. 2.4.16; Thess. pf. part. πεφειράκοντες IG9(2).536:—Med., fut. θηράσομαι (which, acc. to Moer., is the true Att. fut.) E.Ba.228, IT1324: aor. ἐθηρᾱσάμην S.Ph.1007, E.Hipp.919:—.,Pass., fut. θηρᾱθήσομαι Gp. 12.9.2: aor. ἐθηράθην (v. infr. 111): (θήρ, θήρα):—hunt, chase, λαγώς, σφῆκας, X.An.l.c., HG4.2.12, etc.; καί μ' οὓς ἐθήρων πρόσθε θηράσουσι νῦν S.Ph.958; of fishermen, catch, Arist.Fr.76: metaph., catch or capture, καί σ' εἷλε θηρῶνθ' ἡ τύχη S.OC1026, cf.Ph.1007, X.An.5.1.9: captivate, Id.Mem.2.6.28, 3.11.7; θ. πόλιν seek to destroy it, A.Pers. 233.
2 metaph., hunt after a thing, pursue it eagerly, τυραννίδα S.OT542; θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα Id.Ant.92; μυρίαι κόραι θηρῶσι λέκτρον τοὐμόν E.IA960; ἥμαρτον ἢ θηρῶ τι; have I missed or do I hit the quarry? A.Ag.1194; τί χρῆμα θηρῶν; E.Supp.115; reach, attain to, τι Pi.I.4(3).46 (s.v.l.).
3 c. inf., seek, endeavour to do, θηρᾷ γαμεῖν με E.Hel.63; cf. 11.3.
4 = ἐκπράσσω III, θηρήτω δὲ ἁ θοιναρμόστρια IG5(1).1498 (Messenia, ii B.C.).
II Med. like Act., hunt for, fish for, ἐγχέλεις Ar.Eq.864: abs., οἱ θηρώμενοι hunters, X.Cyn.11.2.
2 more freq. metaph., seek after, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην Hdt.2.77; μαστοῖς ἔλεον θ. E.Or.568; τὴν τῆς σωφροσύνης δόξαν D. 61.21, etc.; θ. πυρὸς πηγήν find, discover it, A.Pr.109; expect to derive, τι παρά τινων Phld.Rh.1.263S.
3 c. inf., seek, endeavour, ὅς με θηρᾶται λαβεῖν E.Hel.545; πεῖράν τιν' ἐχθρῶν ἁρπάσαι θηρώμενον S.Aj.2.
III Pass., to be hunted, be pursued, πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι A. Pr.1072; ὑπ' ἀνδρῶν E.Ba.732; Ἀλκιβιάδης διὰ κάλλος ὑπὸ γυναικῶν θηρώμενος X.Mem.1.2.24.—Cf. θηρεύω.

German (Pape)

[Seite 1209] fut. θηράσομαι (die Atticisten verwerfen θηράσω, welches Soph. Phil. 946 Xen. Cyr. 1, 4, 16 An. 4, 5, 24 u. öfter steht), Wild (θήρ) jagen, fangen, θηρία, λαγώς, σφῆκας, Xen. Cyr. 1, 9, 10 An. 4, 5, 24 Hell. 4, 2, 12 u. A. (Plat. nicht); Aesch. setzt ἥμαρτον ἢ θηρῶ τι gegenüber, Ag. 1167, vgl. πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι Prom. 1074. Häufig von Menschen, ihnen nachstellen, sie fangen, Xen. An. 5, 1, 9, auch in gutem Sinne, ἀγαθοῖς λόγοις καὶ ἔργοις Cyr. 2, 4, 10; Ἀλκιβιάδη ς διὰ κάλλος ὑπὸ γυναικῶν θηρώμενος Mem. 1, 2, 24; φίλους ibd. 3, 11, 7; πόλιν Aesch. Pers. 229. Übertr., nachjagen, eifrig wonach streben, τυραννίδα Soph. O. R. 542, τἀμήχανα Ant. 92, ὄλβον Xen. Cyr. 4, 2, 20; auch γαμεῖν Eur. Hel. 63. – Med. in derselben Bdtg, τὰς ἐγχέλεις, Ar. Equ. 861, οἱ θηρώμενοι, die Jäger, Xen. Cyn. 11, 2; bes. übertr., πυρὸς πηγήν Aesch. Prom. 109; Soph. Ai. 2 Phil. 995; Eur. Hipp. 919, λαβεῖν Hel. 545; Anazil. Ath. XIII, 558 c; τὴν ὑγιείην ἐμέτοισι Her. 2, 77; δόξαν Dem. 61, 21; Isocr. 10, 59; – θηρατέος, zu erjagen, Soph. Phil. 116; θηρατός, zu erfassen, Sp.

French (Bailly abrégé)

θηρῶ :
impf. ἐθήρων, f. θηράσω, ao. ἐθήρασα, pf. inus.
I. chasser :
1 poursuivre ou prendre à la chasse ou à la pêche;
2 p. ext. capturer en parl. de pers.
3 fig. captiver par ses manières, son langage, etc.
II. fig. poursuivre, rechercher avec ardeur (la royauté, la fortune, etc.), acc.;
Moy. θηράομαι, θηρῶμαι;
1 chasser, pêcher;
2 poursuivre, chercher à saisir, à atteindre : πυρὸς πηγήν ESCHL la source du feu ; avec un inf. : ἁρπάσαι SOPH chercher à saisir qqn.
Étymologie: θήρα.

Russian (Dvoretsky)

θηράω: тж. med.
1 охотиться, ловить (θηρία Xen.; med. τὰς ἐγχέλεις Arph.): οὓς ἐθήρων πρόσθε, θηράσουσί με νῦν Soph. я стану добычей тех (птиц), которые прежде были моей добычей; οἱ θηρώμενοι Xen. звероловы, охотники; ὑπό τινος θηρώμενος Eur., Xen. преследуемый кем-л.;
2 (тж. θηρᾶσθαι ἁρπάσαι Soph.) захватывать в плен или врасплох (τινα Soph., Xen.): ὥς μ᾽ ἐθηράσω! Soph. как ты (ловко) меня поймал!;
3 (тж. θηρᾶσθαι λαβεῖν Eur.) гоняться, стремиться: θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα Soph. не следует стремиться к невозможному; θ. γαμεῖν τινα Eur. стремиться к женитьбе на ком-л.; πόλεως ἥκω σέθεν. - Τί χρῆμα θηρῶν; Eur. я пришел в твой город. - С какой целью?; θηρώμενος τὴν ὑγιείην Her. заботясь о (своем) здоровье; θηρᾶσθαι τὸ ἔνδοξον ἐκ τοῦ παραδόξου Plut. стремиться прославиться небывалым способом;
4 добывать (себе), приобретать (φίλους Xen.; δόξαν Plut., med. Dem.): θηρᾶσθαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίαν Aesch. похитить источник огня (о Прометее);
5 овладевать (πόλιν Aesch.);
6 захватывать, достигать (τυραννίδα Soph.): ἥμαρτον ἢ θηρῶ (v.l. κυρῶ) τι; Aesch. промахнулась я или попала в цель (своим словом)?;
7 пленять, увлекать (ἀγαθοῖς λόγοις καὶ ἔργοις Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

θηράω: μέλλ. -άσω Σοφ. Φ. 958, Εὐρ. Ι. Τ. 1426, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 24, κτλ.· ἀόρ. ἐθήρᾱσα Εὐρ. Βάκχ. 1215, Ξεν.: πρκμ τεθήρᾱκα Ξεν. Κύρ. 2. 4, 16: Μέσ., μέλλ. θηράσομαι (ὅπερ κατὰ τὸν Μοῖρ. εἶναιγνήσιος Ἀττ. μέλλ.) Εὐρ. Βάκχ. 228, Ι. Τ. 1324: ἀόρ. ἐθηρσάμην Σοφ. Φ. 1007, Εὐρ. Ἱππ. 919: Παθ., μέλλ. -ᾱθήσομαι Γεωπ.: ἀόρ. ἐθηράθην, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. (θήρ, θήρα)· πρβλ. συν-θηράω. Κυνηγῶ ἢ καταδιώκω ἄγρια ζῷα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ συλλαμβάνειν αὐτά, λαγώς, σφῆκας Ξεν. ἐνθ’ ἀνωτ., Ἑλλ. 4. 2, 12, κτλ.· καί μ’ οὓς ἐθήρων πρόσθε θηράσουσι νῦν Σοφ. Φ. 958· ἐπὶ ἁλιέων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 66: ὡσαύτως, ἐπὶ ἀνθρώπων, συλλαμβάνω, καταλαμβάνω, καί σ’ εἷλε θηρῶνθ’ ἡ τύχη Σοφ. Ο. Κ. 1026. πρβλ. Φ. 1007, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 9· ὡσαύτως, αἰχμαλωτίζω διὰ τοῦ τρόπου μου, τῶν λόγων μου, κτλ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 28, 3. 11, 7· θ. πόλιν, ζητῶ νὰ καταστρέψω αὐτήν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 233. 2) μεταφ. ὡς τὸ Λατ. venari, κυνηγῶ, σπουδαίως ἐπιδιώκω πρᾶγμά τι, τυραννίδα Σοφ. Ο. Τ. 541· θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 94· μύριαι κόραι θηρῶσι λέκτρον τοὐμὸν Εὐρ. Ι. Α. 960· ἥματρτον ἢ θηρῶ τι; ἀπέτυχον ἢ πλησιάζω νὰ ἐπιτύχω τὸ ζητούμενον; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1194· τί χρῆμα θηρῶν; Εὐρ. Ἱκέτ. 115· ἁπλῶς, φθάνω, κατορθώνω, τι Πίνδ. Ι. 4. 77 (3. 64)· 3) μετ’ ἀπαρ., ζητῶ ἢ προσπαθῶ νὰ πράξω τι, θηρᾷ γαμεῖν με, Εὐρ. Ἑλ. 63· καὶ ἐν τῷ με, τύπῳ ὅς με θηρᾶται λαβεῖν αὐτόθι 545· δέδορκά σε … ἁρπάσαι θηρώμενον Σοφ. Αἴ. 2. ΙΙ. Μέσ. σχεδὸν ὡς τὸ ἔνεργ., προσπαθῶ νὰ συλλάβω, ἁλιεύω, ἐγχέλεις Ἀριστοφ. Ἱππ. 864· ἀπολ., οἱ θηρώμενοι, οἱ κυνηγοί, Ξεν. Κυν. 11. 2· ἀλλά, 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., ἐπιδιώκω, ἐπιζητῶ, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην Ἡρόδ. 2. 77· μαστοῖς ἔλεον θ. Εὐρ. Ὀρ. 568· δόξαν Δημ. 1407. 17, κτλ.· θηρῶμαι πυρὸς πηγήν, ζητῶ νὰ ἀνεύρω, ἀνακαλύψω αὐτήν, Αἰσχύλ. Πρ. 109· μετ’ ἀπαρ., ἴδε ἀνωτ. 3. ΙΙΙ. Παθ., κυνηγοῦμαι, καταδιώκομαι, πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι Αἰσχύλ. Πρ. 1072· ὑπ’ ἀνδρῶν Εὐρ. Βάκχ. 732· Ἀλκιβιάδης διὰ κάλλος ὑπὸ γυναικῶν θυρώμενος Ξεν. Ἀπομν. 1. 224. - Πρβλ. θηρεύω.

Translations

fish

Arabic: صَادَ; Moroccan Arabic: صيّد; Armenian: ձուկ բռնել; Aromanian: piscuescu; Asturian: pescar; Basque: arrantzan egin; Belarusian: рыбачыць, лаві́ць рыбу; Borôro: wogu; Breton: pesketa; Bulgarian: ловя риба; Catalan: pescar; Cebuano: mamasol, mamukot, managat, mangisda; Cherokee: ᎠᏧᎲᏍᎦ; Chinese Cantonese: 釣魚, 钓鱼; Mandarin: 釣魚, 钓鱼, , ; Classical Nahuatl: *michahci, michma; Czech: rybařit; Danish: fiske; Dutch: vissen, hengelen, snoeken; Esperanto: fiŝkapti; Fijian: siwa, qoli; Finnish: kalastaa; French: pêcher; Friulian: pescjâ, pesčhâ; Galician: pescar; German: fischen, angeln; Gothic: 𐍆𐌹𐍃𐌺𐍉𐌽; Greek: ψαρεύω, αλιεύω; Ancient Greek: ἀγρεύω, ἀγρώσσω, αἱρέω, ἁλιεύω, ἀσπαλιεύομαι, γριπεύω, γριπέω, γριπίζω, ἐκκαλαμάομαι, ἐλλοπιεύω, θηράω, ἰχθυάω, ἰχθῦς θηρεύειν; Greenlandic: aalisarpoq; Guaraní: kutu, pirakutu; Hawaiian: lawaiʻa; Hungarian: halászik; Icelandic: veiða, fiska; Ido: peskar; Indonesian: memancing; Interlingua: piscar; Irish Old Irish: ad·claid; Istriot: pascà; Italian: pescare; Japanese: 釣る; Kabuverdianu: piska, peská; Kaingang: vim ke; Khmer: នេសាទ; Korean: 낚시하다; Lao: ປະມົງ; Latin: piscor; Latvian: zvejot, makšķerēt; Lithuanian: žvejoti, žuvauti, meškerioti; Lombard: pescà; Luxembourgish: fëschen; Malay: menangkap ikan, memancing; Malayalam: മീൻപിടിക്കുക; Maori: hī, matira, hao, māngoingoi, makamaka, makamaka ika; Middle English: fisshen; Norman: pêtchi; Norwegian: fiske; Occitan: pescar; Old English: fiscian; Persian: ماهی‌گیری; Polish: łowić ryby, wędkować; Portuguese: pescar; Quechua: challway; Romani Kalo Finnish Romani: matšalaa; Romanian: pescui; Romansch: pestgar, pescar, pastgear; Russian: рыбачить, ловить рыбу; Sardinian: piscae, piscai, piscare; Serbo-Croatian: pecati, upecati; Shor: палықтарға; Slovene: ribariti, loviti ribe; Southern Ohlone: huynina; Spanish: pescar; Sranan Tongo: fisi; Swedish: fiska; Thai: ตกปลา, ประมง; Tok Pisin: huk; Turkish: balık tutmak; Ukrainian: рибалити, ловити рибу; Vietnamese: câu cá; Walloon: pexhî; Welsh: pysgota; West Frisian: fiskje; White Hmong: nuv ntses

hunt

Abkhaz: ашәарыцара; Ainu: ラマンテ, イラマンテ; Albanian: gjuaj; Andi: чониду; Arabic: اِصْطَادَ, صَادَ; Armenian: որսալ; Assamese: চিকাৰ কৰা; Avar: чан гьабизе; Azerbaijani: ovlamaq; Basque: ehiza; Belarusian: паляваць, лаві́ць; Bulgarian: ловя, ловувам; Burmese: အမဲလိုက်; Catalan: caçar, caça; Chechen: талла эха; Cherokee: ᎦᏃᎭᎵᏙᎭ; Cheyenne: -émȯhóne; Chinese Cantonese: 打獵, 打猎; Mandarin: 打獵, 打猎, 獵取, 猎取, 捕食; Czech: lovit; Danish: jage, gå på jagt efter; Dutch: jagen; Esperanto: ĉasi; Estonian: jahtima, küttima; Extremaduran: cazal, caçal; Finnish: metsästää, jahdata; French: chasser; Friulian: cjaçâ, čhačâ; Galician: cazar; Gallurese: cacciggjà; Georgian: ნადირობა; German: jagen; Greek: κυνηγώ, θηρεύω; Ancient Greek: ἀγρεύειν, ἀγρεύω, ἀγριεύω, ἀγρώσσω, αἱρέω, ἀποθηρεύω, διαθηράω, ἐκθηράομαι, ἐκκυνηγετεῖν, ἐκκυνηγετέω, θηρᾶν, θηράω, θηρεύειν, θηρεύω, κυναγετέω, κυνηγετεῖν, κυνηγετέω; Hawaiian: hahai, ʻimi; Hebrew: צָד; Hindi: शिकार करना; Hungarian: vadászik; Icelandic: veiða; Indonesian: buru; Ingrian: jahtiita; Interlingua: chassar; Irish: seilg; Old Irish: ad·claid; Italian: cacciare; Japanese: 狩る; Javanese: buru; Kaingang: ẽkrénh; Kazakh: аң аулау, аулау; Khmer: បរបាញ់; Korean: 사냥하다; Kurdish Central Kurdish: ڕاودان; Kyrgyz: аң уулоо, уулоо; Lao: ລ່າ; Latgalian: medeit; Latin: venor; Latvian: medīt; Lithuanian: medžioti; Lombard: cascià; Low German German Low German: jagen; Luxembourgish: joen; Macedonian: лови; Malay: berburu, memburu; Malayalam: വേട്ടയാടുക, നായാടുക; Maltese: kaċċa; Manchu: ᠠᠪᠠᠯᠠᠮᠪᡳ; Maori: whaiwhai, whakangau, whakangangahu, whakarapu; Mongolian: ан агнах; Nepali: सिकार गर्नु; Ngunawal: gudali; Norwegian: jakte; Occitan: caçar; Old English: huntian; Old Javanese: buru; Oromo: adamsuu; Ossetian: цуан кӕнын; Persian: شکار کردن, صید کردن; Polish: polować; Portuguese: caçar, vear; Quechua: chakuy; Rapa Nui: poko; Romanian: vâna; Romansch: chatschar; Russian: охотиться, ловить; Sardinian Campidanese: cassai; Sassarese: catzà, catzare; Scottish Gaelic: sealg; Serbo-Croatian: терати; Cyrillic: ловити; Roman: loviti; Sicilian: cacciari; Slovak: poľovať, loviť; Slovene: loviti; Sorbian Lower Sorbian: góńtwowaś; Southern Altai: уулаар; Spanish: cazar; Sranan Tongo: onti; Sundanese: bujeng; Swahili: kuwinda; Swedish: jaga; Tajik: шикор кардан, сайд кардан; Tarantino: caccià; Telugu: వేటాడు; Tetum: kasa; Thai: ล่าสัตว์, ล่า; Tibetan: རི་དྭགས་བརྒྱབ; Turkish: avlamak; Ugaritic: 𐎕𐎄; Ukrainian: полювати, ловити; Urdu: شکار کرنا, صید کرنا; Uyghur: ئوۋلىماق, ئوۋ قىلماق; Uzbek: ovlamoq, ov qilmoq; Venetan: casar, caçar, cazhar; Vietnamese: săn bắn; Walloon: tchessî; Welsh: hela; West Frisian: jeie; White Yakut: бултаа; Zealandic: jaege; Zhuang: dwk, lieb; Zigula: kala; ǃXóõ: !qāhe, gǀkxʻâã