συνόμνυμι

From LSJ
Revision as of 13:51, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνόμνῡμι Medium diacritics: συνόμνυμι Low diacritics: συνόμνυμι Capitals: ΣΥΝΟΜΝΥΜΙ
Transliteration A: synómnymi Transliteration B: synomnymi Transliteration C: synomnymi Beta Code: suno/mnumi

English (LSJ)

or συνομνύω (D.57.64, SIG527.71 (Dreros, iii B.C.)),
Afut. συνομοῦμαι IPE4.79.37 (Chersonesus, iv/iii B.C.): pf. συνομώμοκα Hyp. Lyc.7, etc.:—swear together, ἦ μὴν τὸν παῖδα . . φιλεῖσθαι X.Smp.9.6; ἀποκτείνειν (ἀποκτενεῖν Cobet) Lycurg.126; ὅρκους Hdt.1.176; ὅρκον Plu.Brut.12.
2 c. acc. rei, pledge one's oath to a thing, promise by oath, ἅ μοι ξυνώμοσας S.Ph.1367 codd.; ξυνώμοσαν μὲν θάνατον . . πατρί = joined in swearing death against him, A.Ch.978:—Pass., τὸ πρᾶγμα πανταχόθεν ξυνομώμοται Ar.Lys.1007.
II join in a league or join in a confederacy, Th.5.48, 6.18; ξυνώμοσαν γάρ, ὄντες ἔχθιστοι τὸ πρίν, πῦρ καὶ θάλασσα A.Ag.650.
2 σ. τισί = form a confederacy with . ., Th. 1.71, 2.72; of an individual, συνομωμοκυῖα πρὸς ἐμέ Hyp. l.c.:—Med., form a league with, Βοιωτοῖς Plu.Alc.14.
3 especially in bad sense, conspire with others, τοῖς τριάκοντα Arist.Rh.1400a18; ἐπί τινι against one, Hdt.7.235; ἐπὶ τῷ δήμῳ Ar.Eq.236; ἐπί τινα D.57.64; συνωμοσίαν σ. IPE l.c.: so in Med., οἱ τῷ Περπέννᾳ συνομοσάμενοι his fellow-conspirators, Plu.Sert.27.

German (Pape)

[Seite 1030] (s. ὄμνυμι), auch συνομνύω, mit od. zugleich schwören, sich verschwören; ξυνώμοσαν γὰρ ὄντες ἔχθιστοι τὸ πρὶν πῦρ καὶ θάλασσα, Aesch. Ag. 636; συνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ πατρί, Ch. 972; auch = simpl., ἅ μοι ξυνώμοσας, πέμψον, Soph. Phil. 1353; ὁτιὴ 'πὶ τῷ δήμῳ ξυνόμνυτον πάλαι, Ar. Equ. 236, weil ihr euch gegen das Volk verschworen; so auch Her. 7, 235; οὐ ξυνώμοσαν, sie leisteten nicht den Eid auf das Bündniß mit, Thuc. 5, 48 u. öfter; συνώμοσαν ἀλλήλοις, Dem. 43, 38, u. öfter; Sp. auch im med., οἱ συνομοσάμενοί τινι, Jemandes Mitverschworene, Plut. Sert. 27.

French (Bailly abrégé)

ao. συνώμοσα, etc.
1 jurer ensemble ou avec, acc. ; s'associer, s'unir sous la foi du serment avec, τινι;
2 particul. s'engager par un serment commun ; en mauv. part conspirer : τινι avec qqn ; ἐπί τινι contre qqn;
3 jurer en même temps, ou simpl. jurer : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: σύν, ὄμνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνόμνῡμι en συνομνύω [σύν, ὄμνυμι] samen een eed afleggen, onder ede beloven, met dat.:; ἅ μοι ξυνώμοσας wat je mij onder ede beloofd hebt Soph. Ph. 1367; med. abs. een verbond sluiten (met), met dat.: οὐκ ἔπεισε... Βοιωτοῖς μὴ συνόμνυσθαι hij wist hen niet over te halen geen bondgenootschap met de Boeotiërs te sluiten Plut. Alc. 14.5. samenzweren (met), met dat.:; συνώμοσε δὲ τοῖς τριάκοντα hij heeft samengezworen met de Dertig Aristot. Rh. 1400a18; pass..; τὸ πρᾶγμα πανταχόθεν ξυνομώμοται de zaak komt neer op een alomvattende samenzwering Aristoph. Lys. 1007; met ἐπί + dat. tegen:; ὁτιὴ ᾽πὶ τῷ δήμῳ ξυνόμνυτον omdat jullie twee tegen het volk samenspannen Aristoph. Eq. 236; ook med.. τῶν δὲ τῷ Περπέννᾳ συνομοσαμένων van degenen die met Perpenna hadden samengezworen Plut. Sert. 27.6.

Russian (Dvoretsky)

συνόμνῡμι:
1 вместе клясться Xen.: σ. ἀλλήλοις Dem. обязываться взаимной клятвой; σ. ὅρκον Plut. произносить клятву;
2 клятвенно обещать (τί τινι Aesch., Soph.);
3 сговариваться, устраивать заговор (ἐπί τινι Her. и ἐπί τινα Dem.): τὸ πρᾶγμα πανταχόθεν συνομώμοται Arph. этот заговор охватил все; οἱ συνομοσάμενοί τινι Plut. участники чьего-л. заговора.

Greek Monolingual

Α
βλ. συνομνύω.

Greek Monotonic

συνόμνῡμι: ή -ύω, μέλ. -ομόσω,
I. 1. ορκίζομαι, δηλώνω μαζί, σε Ξεν., Πλούτ.
2. επιβεβαιώνω κάτι ενόρκως, τίτινι, σε Σοφ.· ξυνώμοσαν θάνατον πατρί, ορκίστηκαν από κοινού να θανατώσου τον πατέρα τους, σε Αισχύλ.
II. 1. συμμετέχω σε σύνδεσμο ή συμμαχία, στον ίδ., Θουκ.
2. σχηματίζω από κοινού συνομοσπονδία, με δοτ., σε Θουκ.· με αρνητική σημασία, συνωμοτώ, δολοπλοκώ, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συνόμνῡμι: ἢ -ύω· μέλλ. -ομόσω. Ὁρκίζομαι ὁμοῦ, ἦ μὴν τὸν παῖδα... φιλεῖσθαι Ξενοφ. Συμπ. 9. 6· ὅρκον Πλουτ. Βροῦτ. 12. 2) μετ’ αἰτ. πράγματος, βεβαιῶ τι δι’ ὅρκου, ὑπισχνοῦμαι ἐνόρκως, ἅ μοι ξυνώμοσας Σοφ. Φιλ. 1367· ξυνώμοσαν μὲν θάνατον... πατρί, ἀπὸ κοινοῦ ὡρκίσθησαν νὰ θανατώσωσιν αὐτόν, Αἰσχύλ. Χο. 978. ― Παθ., τὸ πρᾶγμα πανταχόθεν συνομώμοται Ἀριστοφ. Λυσ. 1007. ΙΙ. συνέρχομαι εἰς σύνδεσμον ἢ συμμαχίαν, Θουκ. 5. 48., 6. 18 ξυνώμοσαν γάρ, ὄντες ἔχθιστοι τὸ πρίν, πῦρ καὶ θάλασσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 650· πρβλ. συνωμότης. 2) σ. τινί, ἀποτελῶ σύνδεσμον ἔνορκον μετά τινος, Θουκ. 1. 71., 2. 72· πρός τινα Ὑπερείδ. σ. 25 Schneidew. 3) μάλιστα ἐπὶ κακῆς σημασίας, κάμνω συνωμοσίαν μετά τινος πρός τινα σκοπόν, τισί, μετά τινων, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 23, 23· ἐπί τινι, ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 7. 235, Ἀριστοφάν. Ἱππ. 236· ἐπί τινα Δημ. 1319. 1· οὕτω καί, σ. ὅρκους Ἡρόδ. 1. 176· μετ’ ἀπαρ., σ. ἀποκτείνειν (ἀνάγνωθι ἀποκτενεῖν) Λυκοῦργ. 165. 34 ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλουτ. Ἀλκιβ. 14, κτλ.· οἱ συνομοσάμενοί τινι, οἱ μετ’ αὐτοῦ συνομόσαντες, ὁ αὐτ. ἐν Σερτ. 27.

Middle Liddell

or -ύω fut. -ομόσω
I. to swear together, Xen., Plut.
2. to promise by oath, τί τινι Soph.; ξυνώμοσαν θάνατον πατρί joined in swearing death against him, Aesch.
II. to join in a league or confederacy, Aesch., Thuc.
2. to form a confederacy with others, c. dat., Thuc.: in bad sense, to conspire, Hdt., Ar., etc.

Lexicon Thucydideum

simul cum aliis iurare, to swear together with others, 1.58.1, 1.71.5, 2.72.1, 3.63.3, 3.64.3, 5.38.2, 5.38.3, 5.48.2, 5.80.2, 6.18.1,
VIII. 6.75.3,
coniurare, to conspire, 6.56.3.