προσβαίνω

Revision as of 14:41, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Dor. ποτιβαίνω Sophr. in Stud.Ital.10.123: fut. προσβήσομαι: aor. 2 προσέβην: aor. Med. προσεβήσατο, Ep.
A -ετο Il.14.292:—put one's foot against, Hom. (who uses only aor. Act. and Med.), λὰξ προσβὰς ἐκ νεκροῦ χάλκεον ἔγχος ἐσπάσατ' Il.5.620; πρὸς τὸ κάτω τοῦ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ π., so as to get a purchase in drawing it, X.An.4.2.28; τῷ ποδί Arist.Mech.852b25.
2 approach, c. acc. loci, in Hom. mostly of mountains or heights, Ἥρη… προσεβήσετο Γάργαρον ἄκρον Il.14.292, cf. 2.48, 23.117, Od.21.5, Hes.Sc.33, A.Pr. 130 (lyr.), E.Alc.480, etc.; ἐς ἄλσος, ἐς τὴν Αάκαιναν, S.OC125 (lyr.), X.HG7.1.29; ποτιβάντες νυν πὸτ τὰν ἱστίαν θωκεῖτε Sophr. l.c.† c. dat., τῷ τείχει προσβαίνω Pl.Phdr.227d, etc.
3 mount, ascend, κατά τι Hdt.1.84, cf. Plb.7.17.4; πρὸς λόφον Id.1.30.10, etc.; ὄρει προσβαίνω climb up a mountain, of a town, Philostr.VA2.9; τοῦ ποταμοῦ πρὸς πάντα τὰ χώματα προσβαίνοντος PPetr.2p.22 (iii B.C.).
4 abs., walk, π. μακράν S.Ph.42.
5 metaph., come upon, τίς σε… προσέβη μανία; Id.OT1300 (anap.); ἄλλοις ἄλλα π. ὀδύνα E.IT195 (lyr.).
b attain an age, ἐκ παιδὸς τὸν ἄνδρα προσβάς Sardis 7(1).79c5 (iii A.D.).
c join a group, ἐπίκρισις τῶν προσβαινόντων εἰς τοὺς ἀπὸ γυμνασίου POxy. 257.5 (i A.D.), cf. Sammelb.7440.10 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 753] (s. βαίνω), Hom. hat auch aor. med. προσεβησάμην, neben aor. II. act., hinzu-, hinaufschreiten, hinaufsteigen, darauftreten; Hom. fügt den Ort, den man hinaufsteigt, im acc. hinzu, Il. 2, 48. 23, 117 Od. 21, 5. 43 u. sonst; eben so Hes. Sc. 33 u. Her. 1, 84; φιλία γὰρ ἥδε τάξις προσέβα τόνδε πάγον, Aesch. Prom. 130; Eur. Alc. 483 u. öfter; absolut, Soph. Phil. 42, wie Eur. oft; auch übertr., τίς σε προσέβη μανία; Soph. O. R. 1300; übh. herangehen, τινί, προσβὰς τῷ τείχει, Plat. Phaedr. 227 e; εἴς τινα, Xen. Hell. 7, 1, 29; πρός τι, An. 4, 2, 28, wie Pol. oft u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. προσβήσομαι, ao.2 προσέβην, etc.
1 mettre le pied contre, appuyer du pied sur : λὰξ προσβαίνειν IL fouler sous son pied ; πρός τι τῷ ποδὶ προσβαίνειν XÉN appuyer du pied sur qch;
2 marcher vers, s'avancer, s'approcher de, acc.;
3 en parl. d'une hauteur monter vers, parvenir jusqu'à, avec εἰς ou πρός et l'acc. ; fig. τίς σε προσέβη μανία ; SOPH quelle folie t'a atteint ?;
Moy. προσβαίνομαι (ao. 3ᵉ sg. épq. προσεβήσετο) marcher vers, aller vers.
Étymologie: πρός, βαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-βαίνω, ep. aor. med. 3 sing. προσεβήσετο erop stappen, zijn voet erop zetten:. λὰξ προσβὰς ἐκ νεκροῦ χάλκεον ἔγχος ἐσπάσατο hij zette zijn voet erop en trok de bronzen speer uit het lijk Il. 5.620. gaan naar, naderen; met acc..; προσέβα τόνδε πάγον (de groep) heeft deze rots bereikt Aeschl. PV 130; met εἰς + acc..; προσέβαινον εἰς τὴν Λάκαιναν zij trokken richting Laconië Xen. Hell. 7.1.29; met dat.. προσβὰς τῷ τείχει na tot de muur gegaan te zijn Plat. Phaedr. 227d. beklimmen, met acc.:; αἰπὺ δ’ ὄρος προσέβαν zij gingen de steile berg op Od. 19.431; ook med.. κλίμακα δ’ ὑψηλὴν προσεβήσετο zij klom de hoge ladder op Od. 21.5. overdr. overkomen, overvallen; met acc..; τίς σε... προσέβη μανία; welke dwaasheid heeft u overvallen? Soph. OT 1300; met dat.. ἄλλοις δ’ ἄλλα προσέβα... μελάθροις ὁδύνα de ene na de andere smart trof het huis Eur. IT 195.

Russian (Dvoretsky)

προσβαίνω: (fut. προσβήσομαι, aor. 2 προσέβην)
1 наступать (τῷ ἀριστερῷ ποδί Xen.): λὰξ προσβάς Hom. наступив ногой;
2 подступать, подходить (κνημοὺς Ἴδης Hom.; τῷ τείχει Plat.);
3 восходить, подниматься (κατὰ τοῦτο τῆς ἀκροπόλιος Her.; τόνδε πάγον Aesch.; πρὸς τὸν λόφον Polyb.);
4 вступать, входить (ἐς ἄλσος Soph.; εἰς τὴν Λάκαιναν Xen.);
5 идти вперед: πῶς γὰρ ἂν νοσῶν ἀνὴρ κῶλον προσβαίη μακράν; Soph. как же человек с больной ногой мог бы далеко зайти?;
6 перен. находить, охватывать (τίς σε προσέβη μανία; Soph.);
7 привходить, прибавляться (ἄλλαις ἄλλα προσέβα ὀδύνα Eur.).

Greek Monolingual

Α βαίνω
1. επιβαίνω, πατώ σε κάτι («εἷλκον δὲ τὰς νευράς, ὁπότε το
ξεύοιεν, πρὸς τὸ κάτω τοῦ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνοντες», Ξεν.)
2. προσεγγίζω, πλησιάζω σε κάποιο μέρος («Ἀργεῖοι προσέβαινον εἰς τὴν Λάκαιναν», Ξεν.)
3. ανέρχομαι, ανεβαίνω («προσέβαινον ἐξ ἑκατέρου μέρους πρὸς τὸν λόφον», Πολ.)
4. περπατώ («πῶς γὰρ ἂν νοσῶν ἀνὴρ κῶλον παλαιᾷ κηρὶ προσβαίη μακράν;», Σοφ.)
5. μτφ. επέρχομαι, καταλαμβάνω («τίς σε... προσέβη μανία;», Σοφ.)
6. ενηλικιώνομαι, μεγαλώνω
7. ενώνομαι με ομάδα.

Greek Monotonic

προσβαίνω: μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ προσέβην· γʹ ενικ. Μέσ. αορ. αʹ προσεβήσατο, Επικ. -ετο,
1. πατώ επάνω, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς τὸ κάτω τοῦ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνω, ώστε να βρω ένα στήριγμα καθώς το τραβώ, σε Ξεν.
2. πηγαίνω σε ή προς, πλησιάζω, με αιτ. τόπου, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., σε Πλάτ.
3. ανέρχομαι, ανυψώνομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.
4. απόλ., στέκομαι πάνω, προχωρώ, περιπατώ, σε Σοφ.
5. μεταφ., επέρχομαι, τίς σε προσέβα μανία;, στον ίδ.· ἄλλοις ἄλλα πρ. ὀδύνα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

προσβαίνω: μέλλ. -βήσομαι· ἀόρ. β΄ προσέβην· μέσ. ἀόρ. προσεβήσατο, Ἐπικ. -ετο, Ὅμ. Ἐπιβαίνω, πατῶ ἐπί τινος, Ὅμ. (ὅστις μεταχειρίζεται μόνον τὸν ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀόρ.), λὰξ προσβὰς Ἰλ. Ε. 620· εἷλκον δὲ τὰς νευράς, ὁπότε τοξεύοιεν, πρὸς τὸ κάτω τοῦ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ προσβαίνοντες Ξεν. Ἀν. 4. 2, 28· τῷ ποδὶ Ἀριστ. Μηχαν. 14. 2) βαίνω πρός, φθάνω εἰς, μετ’ αἰτ. τόπου, Ἥρη... προσεβήσετο Γάργαρον ἄκρον Ἰλ. Ξ. 292, πρβλ. Β. 48, Ψ. 117, Ὀδ. Φ. 5· οὕτως ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 33, Αἰσχίν. Πρ. 129, Εὐρ. Ἄλκ. 480, κτλ.· ― μετὰ δοτ., τῷ τείχει πρ. Πλάτ. Φαῖδρ. 227D, κτλ. 3) ὡς τὸ ἀναβαίνω, κατά τι Ἡρόδ. 1. 84, πρβλ. Πολύβ. 7. 17, 4· πρ. ἐς..., Σοφ. Ο. Κ. 125, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29· πρός..., Πολύβ. Ι. 30, 10, κτλ. 4) ἀπολ., περιπατῶ, πρ. μακρὰν Σοφ. Φιλ. 42. 5) μεταφορ., ἐπέρχομαι, καταλαμβάνω, τίς σε... προσέβα μανία; ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1300· ἄλλοις ἄλλα πρ. ὀδύνα Εὐρ. Ι. Τ. 195.

Middle Liddell

fut. -βήσομαι aor2 προσέβην 3rd sg. aor1 mid. προσεβήσατο epic -ετο
1. to step upon, Hom., Il.; πρὸς τὸ κάτω τοῦ τόξου τῷ ἀριστερῷ ποδὶ πρ., so as to get a purchase in drawing it, Xen.
2. to go to or towards, approach, c. acc. loci, Hom., etc.; —c. dat., Plat.
3. to mount, ascend, Hdt., Soph.
4. absol. to step on, advance, Soph.
5. metaph. to come upon, τίς σε προσέβα μανία; Soph.; ἄλλοις ἄλλα πρ. ὀδύνα Eur.

Lexicon Thucydideum

accedere, to approach, come near, 3.22.3, 4.36.2, [nonnulli codd. several manuscripts προβ.]. 4.129.4, 4.135.1. 7.43.3.