ὑλώδης
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
[ῡ], ὑλῶδες.
A woody, wooded, νῆσος Th.4.8,29; πάγος S.Ichn. 215; ὄρος, λόφος, Dicaearch.2.1, Plu.Marc.29; ὁδοί Onos.6.7: τὰ ὑλώδη = wooded ground, opp. τὰ ψιλά, X.Cyn.5.7.
II turbid, muddy, ὕδωρ Dsc.5.81; ποταμός, λίμναι, ῥεῖθρον, Plu.Pyrrh.21, Sull.20, Brut. 51: metaph., βίος David Proll.79.3: cf. ὕλη IV. 1.
German (Pape)
[Seite 1177] ες, 1) holzig, waldig; Thuc. 4, 29; τόπος, Pol. 3, 18, 10. – 2) = ἰλυώδης, unrein, schlammig, s. Schaef. Greg. p. 555 u. vgl. ὑλίζω.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 boisé, couvert de forêts;
2 plein de lie, bourbeux.
Étymologie: ὕλη, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ὑλώδης: (ῡ)
1 лесистый (νῆσος Thuc.; λόφος Plut.);
2 мутный, илистый (λίμνη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑλώδης: -ες, (εἶδος) δασώδης, ὑπὸ δάσους κεκαλυμμένος, νῆσος Θουκ. 4. 8, 29· λόφος, ὄρος Πλούτ., κλπ.· τὰ ὑλώδη, τόποι δασώδεις, ὑπὸ δασῶν κεκαλυμμένοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ψιλά, Ξεν. Κυν. 5. 7. ΙΙ. θολός, πηλώδης, ὕδωρ, οἶνος Διοσκ. 5. 87· ποταμός, λίμνη, ῥεῖθρον Πλουτ. Πύρρ. 21, Σύλ. 20, Βροῦτ. 51. ἀλλ’ ἴδε ὕλη IV.
Greek Monolingual
-ες / ὑλώδης, -ῶδες, ΝΑ ύλη
ο καλυμμένος από δάσος, σύδενδρος, δασώδης («ὑλώδης τε καὶ ἀτριβὴς πᾶσα ὑπ' ἐρημίας ἦν», Θουκ.)
αρχ.
1. υλικός
2. ο γεμάτος ιλύ, πηλώδης, θολός («πρὸς χωρία δύσιππα καὶ ποταμὸν ὑλώδη καὶ τραχύν», Πλούτ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑλώδη
τόποι καλυμμένοι από δάση.
Greek Monotonic
ὑλώδης: [ῦ], -ες (εἶδος),
I. δασωμένος, ξυλώδης, δασώδης, σε Θουκ.· τὰ ὑλώδη, δασώδεις περιοχές, σε Ξεν.
II. θολός, λασπώδης, λασπωμένος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὑλ-ώδης, ες εἶδος
I. woody, wooded, Thuc.; τὰ ὑλώδη wooded ground, Xen.
II. turbid, muddy, Plut.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
sylvosus, wooded, forested, 4.8.6 (de Sphacteria concerning Sphacteria), 4.29.3.
Translations
woody
Breton: koadek; Bulgarian: горист; French: boisé; Galician: boscoso; Greek: δασώδης, δασωμένος; Ancient Greek: ἀλσώδης, βησσήεις, δασύς, δασώδης, δενδρήεις, δενδροφόρος, δενδρόφυτος, δενδρώδης, δρυμῶδες, δρυμώδης, δρυόεις, δρυωτός, ἔνυλος, καταλσής, κάταλσος, ναπῶδες, ναπώδης, ξυλῶδες, ξυλώδης, ὑλάεις, ὑλήεις, ὑλῶδες, ὑλώδης; German: bewaldet, waldig; Hungarian: erdős; Italian: boscoso; Kyrgyz: токойлуу; Latvian: mežains; Polish: lesisty; Southern Altai: агашту; Spanish: boscoso; Swedish: skogsbeklädd; Welsh: coediog
muddy
Bulgarian: кален, мръсен, мътен; Burmese: နောက်; Catalan: fangós; Cherokee: ᏝᏬᏚᎯ; Chinese Mandarin: 渾/浑; Czech: blátivý; Dagbani: biɛtibiɛti; Danish: mudret; Esperanto: kota; Faroese: runutur; Finnish: kurainen, kurassa, mutainen, mudassa, rapainen, ravassa, samea; French: boueux, vaseux; German: schlammig, matschig; Greek: λασπωμένος, λασπώδης, θολός, θαμπός; Ancient Greek: ἄσιος, ἀσώδης, βορβορῶδες, βορβορώδης, δεισαλέος, ἔμπηλος, ἐπίθολος, εὐρώεις, θολερός, θολῶδες, θολώδης, ἰλυόεις, ἰλυόεν, ἰλυόεσσα, ἰλυῶδες, ἰλυώδης, ὀλός, πηλῶδες, πηλώδης, τελματῶδες, τελματώδης, τρυγώδης, τυντλῶδες, τυντλώδης, ὑλῶδες, ὑλώδης; Hungarian: saras, iszapos, sáros; Icelandic: forugur; Indonesian: berlumpur; Ingrian: mutaisikko; Interlingua: fangose, turbide; Irish: abarach, draoibeach, lábach, ceachrach, dorcha, moirtiúil, modartha, murtallach, tiubh; Italian: fangoso; Japanese: 濁り; Kapampangan: maburak; Khmer: ខ្វល់; Latin: limosus, luteolus, luteus, lutulentus, turbidus; Maori: kōparu; Norwegian Bokmål: grumsete; Norwegian Nynorsk: grumsete; Plautdietsch: blottich; Polish: błocisty, błotnisty; Portuguese: barroso, lodoso, lamacento, turvo; Russian: грязный, мутный; Serbo-Croatian Cyrillic: бла̀тан; Serbo-Croatian Roman: blàtan; Spanish: barroso, enfangado, fangoso, lodoso, turbio, pantanoso; Sundanese: bolokot; Swedish: lerig; Tagalog: maputik; Ukrainian: брудний, каламутний; Vietnamese: bùn lầy, lầy lội, sình lầy