ἐπίχειρον
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
τό, (χείρ)
A arm, LXX Je.31 (48).25.
II in plural, ἐπίχειρα, τά, prop. wages of manual labour: hence, wages, pay,
1 of reward, Ar.V.581, Trag.Adesp.116, Theoc.Ep.18.8; ἀρετῆς ἐπίχειρα Pl.R.608c; ironically in D.Ep.3.38, Plb.8.12.5, etc.: rarely in sg., Id.38.3.2.
2 more freq. of punishment, τοιαῦτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης.. τἀπίχειρα γίγνεται A.Pr.321, cf. Antipho 1.20, Arr.Epict.3.24.24, Ph.1.512, etc.; τῆς προπετείας πικρὰ κομίζονται τἀπίχειρα Phld.Ir.p.32 W.; ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα the wages of the sword, i.e. slaughter by it, S.Ant.820 (lyr.). (sometimes written ἐπιχείρια in codd., vulg. in Hp. Praec.1.)
German (Pape)
[Seite 1003] τό, Handgeld, nur im plur., Lohn, Belohnung, καὶ ἆθλα ἀρετῆς Plat. Rep. X, 608 c; vgl. Ar. Vesp. 581; Theocrit. ep. 16, 8; Babr. 5, 9. – Im schlimmen Sinne, Strafe, τοιαῦτα μέντοι τῆς ἄγαν ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται, das ist der Lohn, Aesch. Prom. 319; οὔτε ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα, d. i. nicht durchs Schwert getödtet, Soph. Ant. 814; τὰ ἐπίχειρα ἔχει Antiph. 1, 20; τῆς ἀγνοίας κομίζεσθαι Pol. 4, 63, 1; τῆς ῥᾳθυμίας, λιχνείας, Luc. Tim. 4 de merc. cond. 24 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
prix d'une entreprise, salaire, récompense ; en mauv. part châtiment : ξιφέων ἐπίχειρον SOPH salaire de l'épée, càd la mort par le glaive.
Étymologie: ἐπί, χείρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχειρον: τό, (χεὶρ) μόνον κατὰ πληθ. ἐπίχειρα, τά, κυρίως μισθὸς τῆς ἐργασίας τῶν χειρῶν· ἐντεῦθεν, μισθός, πληρωμή, ἢ 1) ἐπὶ ἀμοιβῆς, ἀνταμοιβῆς, Ἀριστοφ. Σφ. 586, Τραγ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 586C, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17. 8· ἀρετῆς ἐπίχειρα Πλάτ. Πολ. 608C· εἰρωνικῶς ἐν Δημ. 1484. 4, Πολυβ. 8. 14, 5: ― ἢ 2) συχνότερον ἐπὶ ποινῆς, τοιαῦτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης... τἀπίχειρα γίγνεται Αἰσχύλ. Πρ. 319, πρβλ. Ἀντιφῶντα 113. 33, κλ.· ξιφέων ἐπ. λαχοῦσα, τὸν μισθὸν τοῦ ξίφους, δηλ. τὸν δι’ αὐτοῦ θάνατον, Σοφ. Ἀντ. 820. Ἐν ἀντιγράφοις ἐνίοτε κακῶς, ἐπιχείρια, ὡς παρ’ Ἱππ. 26. 13.
Greek Monotonic
ἐπίχειρον: τό (χείρ), μόνο στον πληθ., ἐπίχειρα, τά, μισθοί χειρωνακτικής εργασίας, μόχθου· γενικά, μισθοί, πληρωμή, τιμητική διάκριση, ανταμοιβή, σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, με αρνητική σημασία, τῆς ὑψηγόρου γλώσσης ἐπ., ανταπόδοση, έπαινος για αλαζονική ομιλία, σε Αισχύλ.· ξιφέων ἐπ., οι αμοιβές του ξίφους, δηλ. σφαγή από αυτό, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἐπί-χειρον, ου, τό, χείρ only in plural ἐπίχειρα
wages of manual labour: generally wages, pay, guerdon, reward, Ar., Plat.:—also in bad sense, τῆς ὑψηγόρου γλώσσης ἐπ. rewards for proud speech, Aesch.; ξιφέων ἐπ. the wages of the sword, i. e. slaughter by it, Soph.
English (Slater)
ἐπῐχειρον pl., wages εὐδοξίας δ' ἐπίχειρα δε[ (Pae. 14.31)