ὀρέγω

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρέγω Medium diacritics: ὀρέγω Low diacritics: ορέγω Capitals: ΟΡΕΓΩ
Transliteration A: orégō Transliteration B: oregō Transliteration C: orego Beta Code: o)re/gw

English (LSJ)

Od.17.366, E.Ph.1710 (lyr.), etc.; Ion. and later Prose, Hdt. 2.2, Arist.HA497b27, etc.: impf.

   A ὤρεγον Pi.P.4.240, App.BC4.126 : fut. ὀρέξω Il.13.327, E.Med.902 : aor. ὤρεξα Il.23.406, Trag. (S.OC846, etc.), and sts. in Prose, Pl.Phd.117b, X.An.7.3.29:—Med.and Pass., Il.24.506, Th.2.65, etc.: fut. ὀρέξομαι E.Hel.353, Pl.R.486a (ἐπ-): aor. ὠρεξάμην Il.23.99, E.HF16, etc.: rare in Prose, X.Mem.1.2.15 ; also ὠρέχθην ib.16, Ages.1.4, Smp.8.35, Hp.Ep.17, Epicur.Sent.7, Fr.187, as well as in E. (Hel.1238) (not in Hom.): pf. ὤρεγμαι Hp.Oss.18 ; redupl. 3pl. ὀρωρέχαται, plpf. -έχατο, Il.16.834, 11.26.—Cf. ὀρέγνυμι, ὀριγνάομαι :—reach, stretch, stretch out, χεῖρ' ὀρέγων Od.17.366 ; εἰς οὐρανόν Il.15.371, Od.9.527 ; χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας, in entreaty, 12.257, cf. Plu.Cam.36 ; μοι . . λεχέων ἐκ χεῖρας ὄρεξας Il.24.743 ; πρός τινα Pi. P.4.240, cf. S.OC846, etc. ; Ὅμηρον... ἐφ' ὃν πᾶσαι χεῖρ' ὀρέγουσι πόλεις, to claim him, APl.4.294.    2 reach out, hold out, hand, give, κοτύλην καὶ πύρνον Od.15.312 ; δέπας Il.24.102 ; ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξῃ 5.33, cf. 17.453, Hes.Th.433 ; ἠέ τῳ εὖχος ὀρέξομεν, ἦέ τις ἡμῖν Il.12.328, cf. S.Ph.1203 (lyr.); ὀ. πλοῦτόν τινι Pi.P.3.110 ; τέλος ἔμπεδον Id.N.7.58 ; ὤρεξε τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει Pl.Phd.117b ; later βοήθειαν ὀρέξαι τοῖς ἀδικουμένοις extend help, POxy.902.11 (v A.D.).    II Med. and Pass.,    1 abs., stretch oneself out, stretch forth one's hand, Od.21.53 ; ἀνδρὸς . . ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506 (but χεῖρας ὀρεξαμένου having lent a helping hand, Epigr.Gr.448.4 (Syria)); ὀρεξαμένη ἀπὸ δίφρου Hes.Sc.456; ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσι, χειρὶ σκαιῇ, Il.23.99, Hes.Th.178 ; ἔγχει ὀρεξάσθω let him lunge with the spear (from the chariot), Il.4.307 ; πρόσθεν Ἄρης ὠρέξαθ' ὑπὲρ ζυγὸν . . ἔγχεϊ χαλκείῳ 5.851 ; ποσσὶν ὀρωρέχαται πολεμίζειν, of horses, they galloped to the fight, 16.834; ὀρέξατ' ἰών he stretched himself as he went, i.e. made a stride, 13.20 ; ὀρωρέχατο προτὶ δειρήν were stretched out towards the neck, 11.26 ; of fish, rise at the bait, καί τις τῶν τραφερῶν ὠρέξατο Theoc. 21.44 ; for A.Ag.1111, v. ὄρεγμα 1.1.    2 c. gen., reach at or to a thing, grasp at, οὗ παιδὸς ὀρέξατο he reached out to his child, Il.6.466, cf. Od.11.392 ; in a hostile sense, aim at, assail, hit, τοῦ δ' ἀντίθεος Θρασυμήδης ἔφθη ὀρεξάμενος . . ὦμον hit him first on the shoulder, Il.16.322 ; ib.314, a gen. pers. must be supplied, ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος; so in 23.805 ὁππότερός κε φθῇσιν ὀρεξάμενος χρόα καλόν; δηΐων ὀρέγοιτ' ἐγγύθεν ἱστάμενος Tyrt.12.12 ; also of a suppliant, τί χρῆμα θηρῶσ' ἱκέτις ὠρέχθης ἐμοῦ; E.Hel.1238.    b metaph., reach after, grasp at, yearn for, γάμων Id.Ion842 ; τῶν μεγίστων Id.Fr.240; ἀπεόντων Democr.202; ζωῆς Id.205 : freq. in Att. Prose, Antipho 2.2.12, Th.3.42, Pl.R.439b,485d, etc.; ὀ. τοῦ πρῶτος ἕκαστος γίγνεσθαι Th.2.65 : so c. inf., πόλιν ὠρέξατ' οἰκεῖν E.HF16 ; ὀ. τοιοῦτος γενέσθαι Pl. Prt.326a ; οὐδέποτε ὠρέχθην τοῖς πολλοῖς ἀρέσκειν Epicur.Fr.187 : also, abs., yearn, desire, πάσῃσιν ὀρέξαιτο πραπίδεσσιν Emp.129.4 ; θυμὸς ὀρέξατο γηθοσύνῃσιν A.R.2.878 ; ὀρεγόμεθα κατὰ τὴν βούλευσιν Arist.EN1113a12 ; cf. ὀρεκτός, ὄρεξις.    3 c. acc., σῖτόν τ' ὄρεξαι take food, E.Or.303 (v.l. σίτων); αἰώρημα διὰ δέρης ὀρέξομαι I will put the noose on my neck, Id.Hel.353 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 371] recken, strecken, ausstrecken; χεῖρ' ὀρέγων εἰς οὐρανόν, Il. 15, 371, öfter; πάντοσε χεῖρ' ὀρέγων, Od. 17, 366, von dem Bettler, der die Gabe heischend die Hand ausstreckt; χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας, nach mir, 12, 257; πρὸς ἄνδρα χεῖρας ὤρεγον, Pind. P. 4, 240; ὄρεξον χεῖρας, Soph. O. C. 850, vgl. 1132; öfter Eur. – Daher hinreichen, darreichen; οὐ γάρ μοι θνήσκων λεχέων ἐκ χεῖρας ὄρεξας, Il. 24, 743; κῦδός τινι, 17, 453 u. öfter; οἷσιν Ἀθήνη νῦν ὤρεξε τάχος, 23, 406; τῳ εὖχος ὀρέξομεν, 12, 328; αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ, Od. 15, 312; τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ὤρεξε, Pind. N. 7, 58; πλοῦτον, P. 3, 110, u. so gewöhnlich von dem, was die Gottheit verleiht; ἕν γέ μοι εὖχος ὀρέξατε, Soph. Phil. 1188; σῖτον ὀρέξαι, Eur. Or. 303; ὤρεξε τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει, Plat. Phaed. 117 b; Folgde, wie Luc. D. D. 5, 4. – Med. sich ausstrecken, seine Hand ausstrecken; ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι, Il. 24, 506; ἔνθεν ὀρεξαμένη ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον, Od. 21, 53; ὠρέξατο χερσί, mit den Händen sich wornach strecken, hinlangen, Il. 23, 99, öfter; Hes. Th. 178; ὀρέξάσθαι ἀπὸ δίφρου, vom Wagen herab langen, reichen, Sc. 456; ἔγχεϊ, sich mit dem Speer ausstrecken, d. i. mit gestreckter Lanze auf den Feind zielen, Il. 5, 851 (vgl. ὀρέξατο δ' αἶψ' ὀλοοῖο Πηλεὺς αἰγανέην Ap. Rh. 2, 828); ποσσὶν ὀρωρέχαται πολε μίζειν, sie strecken sich mit den Füßen, schreiten aus um zu kämpfen, 16, 834; ὀρέξατ' ἰών, er reckte sich aus im Gehen, schritt weit aus, 13, 20; ὀρωρέχατο ποτὶ δειρήν, sie streckten sich nach dem Halse zu vorwärts, 11, 26; – τινός, sich wornach strecken, wornach langen, οὗ παιδὸς ὀρέξατο, er langte nach seinem Kinde, Il. 6, 466; auch nach Einem langen, um ihn zu verwunden, nach ihm trachten, 16, 332; auch c. accus., das, wornach man trachtet, erlangen, treffen, bes. mit Waffen, 16, 314. 23, 805; δούρατος ὠρέξαντο, sie langten nach dem Speere, Ap. Rh. 2, 1112; – ausstrecken, προτείνει δὲ χεῖρ' ἐκ χειρὸς ὀρεγομένα, Aesch. Ag. 1082; ἱκέτις ὠρέχθης ἐμοῦ, Eur. Hel. 1254; ὀρεχθῆναι γάμων, darnach verlangen, streben, Ion 842, wie Or. 328. – In Prosa, verlangen; c. inf., ὅτι ὀρέγεται πάντα ταῦτ' εἶναι οἷον τὸ ἴσον, Plat. Phaed. 75 a; ὅταν ὀρέγηται τοιοῦτος γενέσθαι, Prot. 326 a; Sp., wie ὀρέγεσθαι τούτων τυχεῖν Luc. D. D. 20, 4; gew. c. gen., τούτου ὀρέγεται καὶ ἐπὶ τοῦτο ὁρμᾷ, Plat. Rep. IV, 439 b; πάσης ἀληθείας, VI, 485 d, öfter; δόξης, Isocr. 1, 2; ἔργων ὀρεχθῆναι, 1, 46; ἐπιτηδευμάτων, dem ἀπέχεσθαι entgegengesetzt, 2, 2, wie Xen. Cyr. 5, 3, 48; Sp., καινῶν ὠρέχθη πραγμάτων, Luc. bis accus. 29; μειζόνων ἐλπίδων, Pol. 1, 8, 5; τῶν πραγμάτων, nach der Herrschaft streben, 5, 104, 7; auch τῆς γῆς, nach dem Lande zu fahren, 16, 5, 8. – Bei Ap. Rh. 2, 878, θυμὸς ὀρέξατο γηθοσύνῃσι, wird es gleich ὀρεχθέω erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρέγω: Ὅμ., Εὐρ.: παρατ. ὤρεγον Πινδ. Π. 4. 426, Ἀππ.: μέλλ. ὀρέξω Ἰλ. Ν. 327, Εὐρ.: ἀόρ. ὤρεξα Ἰλ., Τραγ., καὶ ἐνίοτε παρὰ πεζογράφοις, Πλάτ. Φαίδων 117Β, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 3, 29: - Μέσ. καὶ παθητ., Ἰλ. Ω 506, Θουκ., κλ.: μέλλ. ὀρέξομαι Εὐρ., Πλάτ.: ἀόρ. ὠρεξάμην Ὅμ., Ἡσ., Εὐρ., κλ., ἀλλὰ σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 15· ἐν ᾧ ὁ τύπος ὠρέχθην ἀπαντᾷ αὐτόθι 16, Ἀγησ. 1, 4, Συμπ. 8. 35, ὡς καὶ ἐν Εὐρ., ἀλλ’ οὐδέποτε παρ’ Ὁμήρ.: πρκμ. ὤρεγμαι Ἱππ. 279, μετ’ ἀναδιπλ. γ΄ πληθ. ὀρωρέχαται: ὑπερσ. -έχατο Ἰλ. Π. 834, Λ. 26. - Πρβλ. ὀρέγνυμι, ὀριγνάομαι, ὀρεχθέω. (Πρβλ. ὄργυια· Σανσκρ. riǵ, arǵàmi (φθάνω διὰ τῆς χειρός, reach ἀγγλ.), riǵ-us (rectus), râǵ-is (row)· Λατιν. reg-o, e-rigo, por-rigo, rec-tus· Γοτθ. raiht-s (εὐθύς, δίκαιος), raiht-aba (ὀρθῶς), κτλ.) Ἐκτείνω, ἁπλώνω, Λατιν. porrigo, χεῖρ’ ὀρέγων Ὀδ. Ρ. 366, κτλ.· εἰς οὐρανὸν Ἰλ. Ο. 371, Ὀδ. Ι. 527· χεῖρας ἐμοὶ ὀρ., ἐπὶ δεήσεως, Μ. 257· μοι ... λεχέων ἐκ χεῖρας ὀρέξας Ἰλ. Ω. 743· πρός τινα Πινδ. Π. 4. 426, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 846, κτλ.· Ὅμηρον ..., ἐφ’ ᾧ πᾶσαι χεῖρ’ ὀρέγουσι πόλεις, ἀξιοῦσαι αὐτὸν ἑκάστη ἴδιον αὐτῆς, Ἀνθ. Πλαν. 4. 294. 2) δίδωμι, παρέχω, αἴ κέν τις κοτύλην καὶ πύρνον ὀρέξῃ Ὀδ. Ο. 312· δέπας Ἰλ. Ω. 102· ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξῃ Ε. 33, πρβλ. Ρ. 453, Ἡσ. Θεογ. 433· ἠέ τῷ εὖχος ὀρέξομεν, ἠέ τις ἡμῖν Ἰλ. Μ. 328, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1202· ὀρ. πλοῦτόν τινι Πινδ. 11. 3. 195· τέλος ἔμπεδον ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 85· ὤρεξε τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει Πλάτ. Φαίδων 117 Β. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., 1) ἀπολ., ἐκτείνομαι πρὸς τὰ ἔξω, ἐκτείνω τὴν χεῖρά μου, Ὀδ. Φ. 53, (οὕτω, ποτὶ στόμα χεῖρ’ ὀρέγεσθαι, ἔνθα τινὲς γράφουσι χείρ’, ὅ ἐστι χειρί, Ἰλ. Ω. 506)· ὀρέξασθαι ἀπὸ δίφρου, ἐκτείνομαι ὑπεράνω τοῦ δίφρου, ἀκκουμβῶ ἐπὶ τοῦ χείλους τοῦ δίφρου καὶ ἐκτείνομαι πρὸς τὰ ἔξω, τεντώνομαι, Ἡσ. Ἀσπίς Ἡρ. 456 ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσι, «ἐξέτεινε τὰς ἀγαπητὰς χεῖρας». (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 99, πρβλ. Ἡσ. Θ. 178 (ἴδε κατωτ. 4)· ἔγχει ὀρεξάσθω, ἄς προσβάλῃ διὰ τοῦ δόρατος (ἐκ τοῦ ἅρματος χωρὶς νὰ καταβῇ), Ἰλ. Δ. 307· οὕτω, πρόσθεν Ἄρης ὠρέξαθ’ ὑπὲρ ζυγὸν ... ἔγχεῖ χαλκείῳ Ε. 854· ποσὶν ὀρωρέχαται πολεμίζειν, ἐπὶ ἵππων, ἔσπευδον εἰς τὸν πόλεμον, Π. 834· οὕτως, ὀρέξατ’ ἰών, ἐξέτεινεν ἑαυτὸν πορευόμενος, δηλ. ἔβαινε ταχέως μεγάλοις βήμασιν, Ἰλ. Ν. 20· ὀρωρέχατο προτὶ δειρήν, ἐξέτεινον τὸν αὐχένα (ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου irasci in cornua, in clipeum assurgere), Λ. 26· - ἐπὶ ἰχθύος, ἔρχομαι πρὸς τὸ δέλεαρ, καί τις τῶν τραφερῶν ὠρέξατο Θεόκρ. 21. 44· - περὶ τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 1111, ἴδε ἐν λέξ. ὄρεγμα. 2) μετὰ γεν., ἐκτείνω τὰς χεῖράς μου καὶ λαμβάνω, «πιάνω», οὗ παιδὸς ὀρέξατο, ἐξέτεινε τὰς χεῖρας πρὸς τὸ τέκνον του, Ἰλ. Ζ. 466, πρβλ. Ὀδ. Λ. 392· ὡσαύτως ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, «σκοπεύω», προσβάλλω, κτυπῶ, τοῦ δ’ ἀντίθεος Θρασυμήδης ἔφθη ὀρεξάμενος ... ὦμον, πρῶτος τὸν ἐκτύπησεν εἰς τὸν ὦμον, Ἰλ. Π. 322· οὕτως, αὐτόθι 314, δέον νὰ ὑπονοήσωμεν γεν. προσ., ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος· καὶ Ψ. 805, ὁππότερός κε φθῇσιν ὀρεξάμενος χρόα καλόν· οὕτω, δηίων ὀρέγοιτ’ ἐγγύθεν ἱστάμενος Τυρταῖ. 9. 12· - ὡσαύτως ἐπὶ ἱκέτου, τὶ χρῆμα θηρῶσ’ ἱκέτις ὠρέχθης ἐμοῦ; Εὐρ. Ἑλ. 1328. β) μεταφορ., ἐκτείνω τὰς χεῖράς μου προσπαθῶν νὰ λάβω τι, ποθῶ, ἐπιθυμῶ, γάμων ὁ αὐτ. ἐν. Ἴωνι 942 τῶν μεγίστων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 242· συχν. παρ’ Ἀττ. πεζολόγεοις, Ἀντιφῶν 117. 31, Θουκ. 3. 42, Πλάτ. Πολ. 439Β, 4851), κτλ.· ὀρ. τοῦ πρῶτος ἕκαστος γίγνεσθαι Θουκ. 2. 65· οὕτω μετ’ ἀπαρ., πόλιν ὠρέξατ’ οἰκεῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 16 ὀρ. τοιοῦτος γενέσθαι Πλάτ. Πρωτ. 326Α· ὡσαύτως καὶ ἀπολ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, πάσῃσιν ὀρέξασθαι πραπίδεσσιν Ἐμπεδ. παρὰ Πορφυρ. ἐν Βίῳ Πυθ. 70· θυμὸς ὀρέξατο γηθοσύνῃσιν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 878· ὀρεγόμεθα κατὰ βούλευσιν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 3, 19· πρβλ. ὀρεκτός, ὄρεξις, ὀρεχθέω. 3) μετ’ αἰτιατ., ἐκτείνω τὰς χεῖράς μου πρός τι, λαμβάνω τι, σῖτον Εὐρ. Ὀρ. 303· οὕτως, αἰώρημα διὰ δέρης ὀρέξομαι, θὰ βάλω τὸν βρόχον εἰς τὸν λαιμόν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 353. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.

French (Bailly abrégé)

impf. ὤρεγον, f. ὀρέξω, ao. ὤρεξα, pf. inus.
Pass. ao. ὠρέχθην, pf. ὤρεγμαι et ὀρώρεγμαι;
1 tendre, étendre : χεῖρα εἰς οὐρανόν IL la main vers le ciel ; πρός τινα ou τινι, tendre les mains vers qqn pour l’implorer;
2 tendre, présenter, offrir, donner : κέρας XÉN ou κύλικα PLAT une coupe ; fig. κῦδος ὀρέξαι τινί IL, OD accorder la gloire à qqn;
Moy. ὀρέγομαι (ao. ὠρεξάμην, plus souv. ὠρέχθην);
1 s’étendre, s’allonger, χερσί, avec les mains, càd chercher à prendre avec les mains : ἔγχει IL s’étendre avec la javeline, tendre la javeline vers, viser l’adversaire en tendant la javeline ; ποσσὶν ὀρωρέχαται (3ᵉ pl. pf.) πολεμίζειν IL ils se sont élancés pour combattre ; ὀρέξατ’ ἰών IL il s’étendit en marchant, càd il marcha du pas allongé d’un dieu;
2 • avec le gén. : s’étendre vers, tendre vers, viser, aspirer à : οὗ παιδὸς ὀρέξατο IL il tendit les mains pour prendre son enfant ; en mauv. part tendre vers qqn, càd chercher à atteindre, à blesser qqn ; fig. ἀληθείας PLAT, δόξης PLUT aspirer à la vérité, à la gloire;
3 • avec l’acc. : atteindre, toucher ; en mauv. part atteindre avec une arme, blesser.
Étymologie: DELG cf. lat. rego.