ταράσσω

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰράσσω Medium diacritics: ταράσσω Low diacritics: ταράσσω Capitals: ΤΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: tarássō Transliteration B: tarassō Transliteration C: tarasso Beta Code: tara/ssw

English (LSJ)

Pi.O.2.63, etc.; Att. ταράττω Ar.Eq.902; also θράσσω (q.v.): fut. ταράξω ib.358, etc.: aor.

   A ἐτάραξα Od.5.291, (συν-) Il.1.579, 8.86: plpf. συν-ετεταράχει D.C.42.36: Ep. pf. in pass. sense τέτρηχα (v. infr. 111):—Pass., fut. ταραχθήσομαι Men.858 (prob.), Epict.Ench.3, etc.; Med. ταράξομαι in pass. sense, Th.7.36, X. Cyr.6.1.43: aor. ἐταράχθην Ar.Nu.386 (anap.), etc.: pf. τετάραγμαι ib.388 (anap.), etc.:—stir, trouble, in a physical sense, σύναγεν νεφέλας ἐτάραξε δὲ πόντον [Ποσειδῶν] Od.5.291; κύμασιν ταράσσεται πόντος Archil.54, cf. Sol.54; τ. πέλαγος ἁλός E.Tr.88, cf. 692; ὁμοῦ τ. τήν τε γῆν καὶ τὴν θάλατταν εἰκῇ Ar.Eq.431; τ. καὶ κυκᾶν Id.Ach.688 (troch.), Eq.251 (troch.); οὐ χθόνα ταράσσοντες troubling not the earth (by ploughing), Pi. l.c.; βροντήμασι . . κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω A.Pr.994; τ. φάρμακον perh. mix, Luc.Lex.4, cf. Amips. 18: metaph., φωνὰν ταρασσέμεν to wag the tongue, Pi.P.11.42; πάντα τ., of a speaker, jumble up, D.19.93; τὴν τῶν πραγμάτων διδασκαλίαν Gal.15.185.    2 trouble the mind, agitate, disturb, με δεινὸς ὀρθομαντείας πόνος στροβεῖ ταράσσων A.Ag. 1216; δεινὰ (adverbial) τ. [με] S.OT483 (lyr.); ὅταν ταράξῃ Κύπρις ἡβῶσαν φρένα E.Hipp.969, cf. Fr.1079.4; Νικίαν ταράξω Ar.Eq.358 (troch.); τ. καρδίαν E.Ba.1321; esp. of fear, A.Ch.289, Ar.Eq.66, etc.; ἄν τις φόβος τ. X.Mem.2.4.6; τὸ σῶμα τ. τὴν ψυχήν Pl.Phd. 66a, cf. 103c; so τ. γλῶσσαν E.IA1542: abs., cause confusion, Pl. R.564b, Hp.Mi.373b:—Pass., Id.Phd.100d, etc.; περί τι Id.Sph. 242c; διά τι D.4.3; ταράσσομαι φρένας S.Ant.1095; ὄμμα σὸν τ. E. Or.253.    3 of an army, etc., throw into disorder, Hdt.4.125, 9.51, etc.; ἐτάρασσον τοὺς ταρσοὺς τῶν κωπέων Id.8.12:—Pass., to be in disorder, Id.4.125,129, 8.16, Th.4.25, X.Cyr.2.1.27, etc.; ἐν σφίσιν αὐτοῖς τ. Th.7.67.    b metaph., rout or upset, κριτήριον τ. Demetr.Lac.Herc.1012.38 (perh. variant of Epicur.Sent. 24):—Pass., λόγου ταραχθέντος Phld.Rh.1.136 S.; εἰ τὰ σημεῖα ταραχθείη Gal.6.262.    4 τ. τὴν γαστέρα cause relaxation of the bowels, of purges, Hp.Nat.Mul.12, cf. Acut.56, Arist.Pr. 864b23, Gal.15.667:—Pass., ἐταράχθης τὴν γαστέρα Ar.Nu.386 (anap.); τὸ πνεῦμα Gal.15.903; more generally, τεταραγμένον σῶμα Sor.1.105.    5 freq. of political agitation, τ. τὴν πόλιν Ar.Eq. 867; τὰ πράγματα ib.214:—Pass., to be in a state of disorder or anarchy, ἐν ἀλλήλοις τ. Th.2.65, cf. D.2.14, Ptol.Tetr.164.    6 ταράττεσθαι ἐπὶ τῶν ἵππων to be shaken in one's seat on horseback, X. Cyr.5.2.17.    7 Math., τεταραγμένη ἀναλογία disturbed proportion, Euc.5Def.18, Archim.Sph.Cyl.2.4.    II stir up, metaph., τ. νεῖκος, πόλεμον, S.Ant.794 (lyr.), Pl.R.567a; φόνον E.Ba. 797; ἡλίκα πράγματα ταράξασα D.18.153, cf. X.An.5.10.9; τ. δίκας τινὶ πρός τινας Plu.Them.5:—Pass., πόλεμος ἐταράχθη D.18.151; γόος . . ταραχθείς A.Ch.331 (lyr.).    III exc. in the places mentioned, Hom. uses only intr. pf. τέτρηχα, to be in disorder or confusion, be in an uproar, τετρήχει δ' ἀγορή Il.2.95; ἀγορὴ τετρηχυῖα 7.346; so τετρηχυῖα θάλασσα AP7.283 (Leon.); τετρηχότος οἴδματος A.R.1.1167; τετρηχότα βῶλον Id.3.1393; τετρηχότι νώτῳ Nic.Th.267; but ἐκ σέθεν . . ἄλγεα . . τετρήχασι cruel woes arise, A.R. 4.447, cf. 3.276, Philet.7; in Nic.Th.72 τετρήχοντα κλήματα is f.l. for δὲ τρήχοντα. (Alexandrine and later Poets seem to have thought erroneously that τέτρηχα = to be rough (cf. τραχύς).) (ταράχψω from ταραχ-ή, τάραχ-ος and these from *θᾰρᾰχ-: cogn. with θράσσω from θρᾱχ-yω of which the Ion. pf. is τέτρηχα.)

German (Pape)

[Seite 1070] att. -ττω, fut. med. ταράξομαι in der Bdtg des fut. pass., Thuc. 7, 36, wie Xen. Cyr. 6, 1, 43, perf. τέτρηχα (s. unten u. vgl. θράσσω), rühren, auf-, durcheinanderrühren, verwirren; Hom. vom Poseidon, σύναγεν νεφέλας, ἐτάραξε δὲ πόντον, Od. 5, 291, wie ταράξω πέλαγος Αἰγαίας ὰλός Eur. Troad. 88; ταραχθεὶς πόντος, 687, das von Stürmen aufgewühlte Meer; σὺν δ' ἴππους ἐτάραξε, Il. 8, 86, er machte die Pferde wild, scheu; οὐ χθόνα ταράσσοντες, das Land nicht umwendend, pflügend, Pind. Ol. 2, 63; φωνὰν ταρασσέμεν, P. 11, 42, verwirren; κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω, Aesch. Prom. 996; übertr., bestürzt machen, μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος κινεῖ, ταράσσει, Ch. 287; δεινὰ ταράσσει σοφὸς οἰωνοθέτας, Soph. O. R. 483; pass. bestürzt werden, sein, ταράσσομαι φρένας, Ant. 1082; ὥς μοι ὑφ' ήπατι δεῖμα χλοερὸν ταράσσει, Eur. Suppl. 599; τίς σὴν ταράσσει καρδίαν; Bacch. 1320; ὅταν ταράξῃ Κύπρις ἡβῶσαν φρένα, Hipp. 969, u. öfter so von den Leidenschaften; γῆν καὶ θάλατταν εἰκῆ, Ar. Equ. 429; καὶ κυκᾶν, Ach. 658 Equ. 251; dah. wie κυκᾶν, mischen, φάρμακον, Luc. Lex. 4; vgl. Nic. Th. 665. 936; κύλικα φαρμάκου, Plut. an vit. ad inf. suff. 3; αἵματος τεταραγμένου μέλιτι, Erasistr. bei Ath. VII, 324 a; so auch λαγὸν ταράξας πῖθι τὸν θαλάσσιον, Amips. bei Schol. Ar. Vesp. 480 u. Ath. X, 446 d. In Prosa: πολλά με ταράττει, Plat. Phaed. 103 c; Theaet. 206 a u. öfter; bes. Krieg, Aufruhr erregen, σὺ καὶ τόδε νεῖκος ἀνδρῶν σύναιμον ἔχεις ταράξας, Soph. Ant. 789; τὴν πόλιν, Ar. Equ. 864; πόλεμον, Plat. Rep. VIII, 567 a; vgl. Dem. 18, 151; ὅτι οὐδὲν δέοι ταράσσεσθαι, ἀλλὰ νόμοις τοῖς ἀρχαίοις χρῆσθαι, Xen. Hell. 2, 4, 42; στάσεις καὶ πολέμους, Plut. Cat. min. 22; auch ἐγκλήματα καὶ δίκας τινί, Them. 5; ein Heer in Verwirrung, Unordnung bringen, Her. 9, 50. 51; auch von Sachen, sie verwirren, τοὺς ταρσοὺς τῶν κωπέων, 8, 12; ὁρῶν τοὺς Συρακοσίους ταρασσομένους καὶ οὐ ῥᾳδίως ξυντασσομένους, Thuc. 7, 3; πάντα ταῦτα καθορῶν ἄνω κάτω ταραττόμενα δεινῶς, Plat. Prot. 361 c; τεταραγμένος τὴν γνώμην, Luc. Scyth. 3. – Bei den Aerzten ταράττειν τὴν κοιλίαν, den Unterleib in Unordnung bringen, d. i. Durchfall verursachen. – Das ep. perf. τέτρηχα hat die intrans. Bdtg in Verwirrung, unruhige Bewegung gerathen, τετρήχει δ' ἀγορή, die Volksversammlung gerieth in unruhige Bewegung, Il. 2, 95; ἀγορὴ τετρηχυῖα, 7, 346; so auch sp. D., wie τετρηχυῖα θάλασσα Leon. Tar. 96 (VII, 283). Erst spätere Dichter haben hiernach ein praes. τρήχω gemacht, das aber für jene homerische Form anzunehmen nicht nöthig ist; aus der att. Form θρασσω, für ταράσσω, wird regelnmäßig τέτρᾶχα, ion. τέτρηχα, abgeleitet, s. Buttm. Lexil. I p. 210. Damit hängt τρηχύς zusammen.

Greek (Liddell-Scott)

ταράσσω: Ἀττ. -ττω, παρ’ Ἀττ. καὶ κατὰ συγκοπὴν θράσσω (ὃ ἴδε)· μέλλ. ταράξω Ἀττ.· ἀόρ. ἐτάραξα Ὅμηρ., Ἀττ.· πρκμ. τετάρᾰχα, γνωστὸς μόνον ἐκ τοῦ ὑπερσ. συνετεταράχει Δίων Κ. 42. 34· Ἐπικ. πρκμ. ἐπὶ οὐδετέρας σημασ. τέτρηχα (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ). ― Παθητ., μέλλ. ταραχθήσομαι Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 244, καὶ μεταγεν.· μέσ. ταράξομαι ἐπὶ παθητ. σημασίας, Θουκ. 7. 36, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 43· ἀόρ. ἐταράχθην Ἀττ.· πρκμ. τετάραγμαι Ἀττ. (Ἐκ τῆς √ΤΑΡΑΧ, πρβλ. τετάραχα, ταραχή, καὶ τέτρηχα, τρηχύς). Ὡς καὶ νῦν, διαταράσσω, κοινῶς «ταράζω», ἀνακατώνω, ἐπὶ φυσικῆς σημασίας, σύναγεν νεφέλας ἐτάραξε δὲ πόντον [[[Ποσειδῶν]]] Ὀδ. Ε. 291· κύμασιν ταράσσεται πόντος Ἀρχίλ. 49, πρβλ. Σόλωνα 26· τ. πέλαγος ἁλὸς Εὐρ. Τρῳ. 88, πρβλ. 687 ὁμοῦ ταρ. τήν τε γῆν καὶ τὴν θάλατταν εἰκῇ Ἀριστοφ. Ἱππ. 431· τ. καὶ κυκᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 688, Ἱππ. 251· οὕτω καί, οὐ χθόνα ταράσσοντες, μὴ ταράττοντες τὴν γῆν (διὰ τῆς ἀρόσεως), Πινδ. Ο. 2. 114· βροντήμασι κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω Αἰσχύλ. Πρ. 994· λαγὸν ταράξας πῖθι τὸν θαλάσσιον Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 2, πρβλ. τάρακτρον· ― μεταφορ., τ. φωνάν, κινῶ τὴν γλῶσσαν, Πινδ. Π. 11. 66· πάντα τ., ἐπὶ ῥήτορος, Λατιν. commiscere, Δημ. 370. 12· δεινὰ τ., ποεῖν αὐτὰ δεινότερα, Σοφ. Ο. Τ. 483. 2) ταράσσω τὸν νοῦν, συνταράττω, διαταράττω, εἰς ἀνησυχίαν ἐμβάλλω, με δεινὸς ὀρθομαντείας φόνος στροβεῖ ταράσσων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1216· Κύπρις τ. φρένα Εὐρ. Ἱππ. 969, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 607, Ἀριστοφ. Ἱππ. 358, κλπ.· τ. καρτίαν Εὐρ. Βάκχ. 1322· μάλιστα ἐπὶ φόβου (πρβλ. συνταράσσω), Αἰσχύλ. Χο. 289, Ἀριστοφ. Ἱππ. 66, Πλάτ., κλπ.· ἄν τις φόβος τ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· ὡσαύτως, τὸ σῶμα ταρ. τὴν ψυχὴν Πλάτ. Φαίδων 66Α, πρβλ. 103C· οὕτω, τ. γλῶτταν Εὐρ. Ι. Α. 1542· ἀπολ., προξενῶ σύγχυσιν, Πλάτ. Πολ. 564Β, Ἱππ. Ἐλάττων 373Β. ― Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 100D, κλπ.· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 242C· διά τι Δημ. 41. 7· ταράσσομαι φρένας Σοφ. Ἀντ. 1095· ὄμμα σὸν τ. Εὐρ. Ὀρ. 253. 3) ἐπὶ στρατοῦ, ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, εἰς ταραχήν, Ἡρόδ. 4. 125., 9. 51, Ξεν., κλπ. ― Παθ., εἶμαι ἐν ταραχῇ, Ἡρόδ. 4. 125, 129., 8. 16, Θουκ., κλπ.· ἐν σφίσιν αὐτοῖς τ. ὁ αὐτ. 7. 87· οὕτω, β) ἐτάρασσον τοὺς ταρσοὺς τῶν κωπέων Ἡρόδ. 8. 12. 4) τ. τὴν κοιλίαν, προξενεῖν ἀνωμαλίαν ἢ ταραχὴν εἰς τὴν κοιλίαν, ἐπὶ ἰσχυρῶν καθαρσίων, Ἱππ. 567. 15, Ἀριστ. Προβλ. 1. 43, 3. ― ἐν τῷ παθητ., ταράττομαι τὴν γαστέρα Ἀριστοφ. Νεφ. 386. 5) συχν. ἐπὶ πολιτικῶν ὑποθέσεων, ἐμβάλλω εἰς ταραχήν, συνταράσσω, τὴν πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 867· τὰ πράγματα αὐτόθι 214. ― Παθ., εἶμαι ἐν τεταραγμένῃ καταστάσει, ἐν ἀταξίᾳ ἢ ἀναρχίᾳ, ἐν ἀλλήλοις τ. Θουκ. 2. 65, πρβλ. Δημ. 22. 8, κλπ., πρβλ. ταρακτικός. 6) ταράττομαι ἐπὶ τοῦ ἵππου, σείομαι καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἵππου, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17. ΙΙ. κινῶ, ἐγείρω, ὥς μου τὸν θῖνα ταράττεις, «ἐκ βυθοῦ με κινεῖς, ἀντὶ τοῦ τὴν καρδίαν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 696· μεταφορ., τ. νεῖκος, πόλεμον Σοφ. Ἀντ. 794, Πλάτ. Πολ. 567Α· φόνον Εὐρ. Βάκχ. 792· ἡλίκα πράγματα ταράξασα Δημ. 278. 15, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 10, 9· τ. δίκας τινὶ Πλουτ. Θεμιστ. 5· ― Παθητ., πόλεμος ἐταράχθη Δημ. 277. 23· γόος ταραχθεὶς Αἰσχύλ. Χο. 331. ΙΙ. ἐκτὸς τῶν μνημονευθέντων χωρίων ὁ Ὅμηρος ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἀμεταβ. πρκμ. τέτρηχα, εἶμαι ἐν καταστάσει ταραχῆς, διατελῶ ἐν ταραχῇ, ἐν συγχύσει καὶ ἀκαταστασία, τετρήχει δ’ ἀγορὴ Ἰλ. Β. 95· ἀγορὴ τετρηχυῖα Η. 346· οὕτω, τετρηχυῖα θάλασσα Ἀνθ. Π. 7. 283· τετρηχότα βῶλον Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1393· τετρηχότι νώτῳ Νικ. Θηρ. 267· ἀλλά, ἐκ σέθεν... ἄλγεα... τετρήχασι, πάθη, λῦπαι, δυστυχίαι ἐξεγείρονται, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 447· ὁ Νίκ. Θηρ. 521, ἔχει μετοχὴν μετὰ καταλήξεως ἐνεστ., τετρήχοντα κλήματα· ― ἴδε B?t?m. Lexil. ἐν λ.

French (Bailly abrégé)

f. ταράξω, ao. ἐτάραξα, pf. inus.
Pass. f. ταράξομαι, ao. ἐταράχθην, pf. τετάραγμαι, pqp. ἐτεταράγμην;
I. tr. 1 remuer, agiter : φάρμακον LUC préparer un médicament en agitant les ingrédients qui le composent ; τ. πόντον OD faire bouillir la mer, soulever les vagues ; μὴ ταράττεσθαι ἐπὶ τῶν ἵππων XÉN n’être pas troublé, parce qu’on est à cheval, càd conserver l’esprit libre pour voir, entendre ; θάλασσα ταράσσεται SOL (PLUT) la mer commence à bouillonner, est soulevée ; en parl. d’une armée jeter dans le désordre, Pass. tomber dans le désordre ou la confusion ; ἐν σφίσιν αὐτοῖς ταρασσόμενοι THC confondus les uns avec les autres ; fig. en parl. d’affaires, de troubles politiques πράγματα τεταραγμένα DÉM affaires embrouillées;
2 mettre dans un état d’agitation intérieure (de l’âme), troubler, inquiéter ; agiter en gén. ; effaroucher (un cheval) ; troubler, inquiéter ; Pass. ταράσσεσθαι φρένας SOPH avoir l’esprit troublé ; abs. s’effrayer, être saisi de frayeur, être mis dans le trouble ou l’embarras;
3 fig. exciter, soulever : νεῖκος SOPH une querelle ; ἐγκλήματα καὶ δίκας τινί PLUT des accusations et des procès contre qqn ; Pass. πόλεμος ἐταράχθη DÉM la guerre fut soulevée;
II. intr. (au pf. épq. τέτρηχα) être troublé, agité.
Étymologie: R. Τραχ rendre raboteux, cf. τραχύς ; d’où troubler, p. opp. à aplanir, apaiser, calmer.

English (Autenrieth)

(τραχύς), aor τάραξα, perf. part. τετρηχυῖα, plup. τετρήχει: stir up, trouble, disturb, throw into confusion; πόντον, ἵππους, δαῖτα, Od. 5.291, Θ , Il. 1.579. The perf. is intrans., be in confusion, stormy, Il. 2.95, Il. 7.346.