ὄχλος
English (LSJ)
ὁ,
A crowd, throng, Pi.P.4.85, A.Pers.42 (anap.), etc.; ἐσὄχλον ἕρπειν παρθένοισιν οὐ καλόν E.Or.108, cf. Heracl.44; ὁ ὄ. τῶν στρατιωτῶν the mass of the soldiers, X.Cyr.6.1.26, cf. Th.6.64, 7.62; μηδένα ὄ. Πελοποννησίων νεῶν Id.2.88; ὄχλῳ in numbers (for an army), Id.1.80; ὁ μισθοφόρος ὄ. Id.3.109, cf.4.56; οἱ τοιοῦτοι ὄ. undisciplined masses like these, ib.126; ὄ. μᾶλλον ἢ στρατός Hdn.6.7.1; of the camp-followers, X.An.3.4.26, 4.3.26, etc. 2 in political sense, populace, mob, opp. δῆμος (people), Th.7.8, cf. Pl.Plt.304d; πρὸς ὄχλον ζῶν Id.Ax.368d; οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄ. ἰσομοιρίαν X.Cyr.2.2.21; δικαστηρίων καὶ τῶν ἄλλων ὄ. and popular assemblies (in a contemptuous sense), Pl.Grg.455a, cf. Euthd.290a: prov., δι' ὄχλου ἤδη τοῦτό γε this is already in the mouths of the people, D.H.Lys.10, cf. J.BJ2.13.1, 4.9.2. 3 generally, mass, multitude, ὄ. τὸν πλεῖστον λόγων A.Pr. 827; τὸν πλεῖστον ὄ. τῶν πραχθέντων Isoc.12.192; ἵππων ὄ. E.IA191 (lyr.); ἄκριτος ἄστρων ὄ. Critias 19.5 D.; σαρκῶν Pl.Ti.75e: in pl., the masses, καχεξία τις ὑποδέδυκε τοὺς ὄχλους Diph.24.4, cf. Men.161.1, 466.4; πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι ἐν τοῖς ὄ. Arist.Rh.1395b28. II annoyance, trouble, σχολὴν ὄ. τε μέτριον E.Ion635, etc.; ὄχλον παρέχειν to give trouble, Hdt.1.86, cf. E.Med.337, X.An.3.2.27, Pl.Phd. 84d; δι' ὄχλου εἶναι, γενέσθαι, to be or become troublesome, Ar.Ec.888, Th.1.73, Pl.Alc.1.103a; μάταιον ὄ. τοὺς λόγους νομίσητε D.18.214; οἱ δὲ ἀντιλέγοντες ὄ. ἄλλως καὶ βασκανία κατεφαίνετο Id.19.24.
German (Pape)
[Seite 431] ὁ, ein Hause Menschen, bes. eine verworrene, dicht zusammengedrängte Masse; πλήθοντος ὄχλου, Pind. P. 4, 85; δυσμενέων δ' ὄχλον πύργος ἀποστέγει, Aesch. Sept. 216; Pers. 53 u. öfter; auch übertr., ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων, Prom. 829; πολύς σου ταῦτά γ' εἰσήκουσ' ὄχλος, Soph. Trach. 423; ὄχλος πᾶς Αχαϊκοῦ στρατοῦ, Eur. Hec. 521, öfter; γυναικῶν, Phoen. 204, wie θηλυγενής Bacch. 117; auch ἵππων, I. A. 191; die Menge, bes. das Volk, der große Hause, λαῶν, ἀνθρώπων, Ar. Ran. 219 Eccl. 383; ὥςπερ θυρωρὸς ὑπ' ὄχλου τινὸς ὠθούμενος καὶ βιαζόμενος, Plat. Phil. 62 c; ὅτι μέλλει χαριεῖσθαι τῷ ὄχλῳ τῶν θεατῶν, Gorg. 502 a; οὐκοῦν πρὸς πολὺν ὄχλον καὶ δῆμον οὗτοι λέγονται οἱ λόγοι, 502 c, öfter; bei Xen. An. 2, 5, 9 steht die ἐρημία entgegen; ἐν τοῖς ὄχλοις μᾶλλον ἢ ἐν ταῖς ἰδίαις ὁμιλίαις, in Volksversammlungen, Mem. 3, 7, 5. Sprichwörtlich δι' ὄχλου ἤδη τοῦτό γε, das ist schon unter dem großen Haufen, dem Pöbel bekannt; Hdn. 6, 7, 2 ὄχλος μᾶλλον ἢ στρατός, ein ungeordneter Hause, u. so öfter im Ggstze zum geregelten Heere; vgl. Thuc. 4, 126; ὁ ὄχλος τῶν στρατιωτῶν, die gemeinen Soldaten im Ggstze zu den Anführern, Xen. Cyr. 6, 1, 25; bes. der Troß, der dem Heere folgte, An. 3, 4, 26. 4, 3, 26, u. Sp., auch im plur., D. Hal. 11, 71. – Auch von Sachen, πραγμά των, Sp., παραδειγμάτων, Plut. de aud. poet. 9; vgl. Valcken. Eur. Phoen. 204. – Dah. Lärm, Unruhe, die eine große, ungeordnete Menschenmenge macht, u. übh. Beunruhigung, Belästigung, ὄχλον παρέχειν τινί, Eur. Or. 282 u. öfter, wie Her. 1, 86; Plat. Phaed. 84 d Rep. V, 450 b; Isocr. 12, 211; Xen. An. 3, 2, 27 u. Folgde oft; auch δι' ὄχλου εἶναί τινι, Einem beschwerlich fallen, Ar. Eccl. 888; vgl. Thuc. 1, 73. – Bei den Kretern lautete das Wort πόλχος, äol. ὄλχος, davon das lat. volgus.
Greek (Liddell-Scott)
ὄχλος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, πλῆθος λαοῦ ἐν κινήσει, ἄτακτον πλῆθος, Πινδ. Π. 4. 150, Αἰσχύλ, κλ.· ἐς ὄχλον ἕρπειν παρθένοισιν οὐ καλὸν Εὐρ. Ὀρ. 108, πρβλ. Ἡρακλ. 44· ὁ ὄχλος τῶν στρατιωτῶν, τὸ στῖφος, τὸ πλῆθος αὐτῶν, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 26, πρβλ. Θουκ. 6. 64, 7. 62· μηδένα ὂ. Πελοποννησίων νεῶν ὁ αὐτ. 2. 88· καὶ ὄχλῳ, καὶ πλήθει ἀνθρώπων, ὁ αὐτ. 1. 80· ὁ ὃ. ὁ ξενικὸς ὁ αὐτ. 3. 109, πρβλ. 4. 56· οἱ τοιοῦτοι ὄχλοι, τοιαῦτα ἄτακτα καὶ ἀγύμναστα καὶ ἄνευ πειθαρχίας πλήθη, 4. 126· ὄχ. μᾶλλον ἢ στρατὸς Ἡρῳδιαν. 6. 7· ἐπὶ τῶν ἀκολουθούντων τῷ στρατοπέδῳ (μὴ στρατιωτῶν), Ξεν. Ἀν. 3. 4, 29., 4. 3, 26, κτλ. 2) ἐν πολιτικῇ σημασίᾳ, ὁ ὄχλος, τὸ πλῆθος τῆς κατωτάτης τάξεως τοῦ λαοῦ, Λατ. turba, ἀντίθ. τῷ δῆμος, Θουκ. 7. 8, Πλάτ. Πολιτ. 304C, Νόμ. 707Ε· πρὸς ὄχλον ζῆν ὁ αὐτ. ἐν Ἀξιόχ. 368D· οἱ ὁμότιμοι ὤκνουν τὴν τοῦ ὄχλου ἰσομοιρίαν Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· δικαστήριον καὶ ἄλλων ὄχλων, καὶ ἄλλων τοῦ λαοῦ συνάξεων, περιφρονητικῶς, Πλάτ. Γοργ. 455Α· (πρβλ. ὀχλοκόπος, ὀχλοκρατία, κτλ.)· - παροιμ., δι’ ὄχλου τοῦτό γε, τοῦτο εἶναι ἤδη εἰς τὰ στόματα τοῦ ὄχλου, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 10. 3) καθόλου, πλῆθος οἱουδήποτε πράγματος, ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων, τὸ πλῆστον τῶν λόγων, δηλ. τὴν πολυλογίαν ἐάσω, θὰ ἀφήσω κατὰ μέρος, Αἰσχύλ. Πρ. 827· τὸν πλεῖστον ὄχ. τῶν πραχθέντων Ἰσοκρ. 273Β· ὄχ. ἵππων Εὐρ. Ι. Α. 191· ἄκριτος ἄστρων ὄχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 596· σαρκῶν Πλάτ. Τίμ. 75Ε· - ἐν τῷ πληθ., τὰ πλήθη, καχεξία τις ὑποδέδυκε τοὺς ὄχλους Δίφιλος ἐν «Γάμῳ» 1, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἐπαγγελλομένῳ» 2, ἐν «Ὑδρίᾳ» 1. 4· πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 3. ΙΙ. ὁ θόρυβος καὶ ἡ βοὴ πλήθους ἀνθρώπων, ὁ τάραχος, ἀκολούθως δὲ καθόλου, ὡς τὸ Λατ. turbae, ἐνόχλησις, σχολὴν ὂ, τε μέτριον Εὐρ. Ἴων 635· κτλ.· ὄχλον παρέχειν τινὶ Ἡρόδ. 1. 86, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 337, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 27, Πλάτ. Φαίδων 84D· δι’ ὄχλου εἶναι, γενέσθαι, εἶναι, γενέσθαι, εἶναι ἢ γενέσθαι ὀχληρόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 888, Θουκ. 1. 73, Πλάτ. Ἄλκ. 1. 103Α· μάταιον ὄχλον τοὺς λόγους νομίσητε Δημ. 299. 23· οἱ δὲ ἀντιλέγοντες ὄχλος ἄλλως καὶ βασκανία κατεφαίνετο ὁ αὐτ. 348. 23. - (Εἶναι μάταιον νὰ παραβάλωμεν αὐτὸ πρὸς τὸ Κρητ. πόλχος (ὅπερ ἀπαντᾷ ἐπὶ νομισμάτων, Mionnet. Descr. 2. 269), ἐπειδὴ ἡ σημασία αὐτοῦ εἶναι ἀμφίβολος, ἴδε Cur. Gr. Et. σ. 550. Οὔτε τὸ Λατ. voig-us δύναται κατὰ τοὺς κανόνας τῆς ἐναλλαγῆς νὰ εἶναι συγγενὲς τῷ ὄχλος. Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ΕΧ, ἴδε ἐν λ. ἔχω).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. foule :
1 en gén. foule, multitude d’hommes ; οἱ ὄχλοι XÉN les assemblées du peuple ; en parl. de soldats masse de troupes;
2 foule de peuple, foule, multitude, bas peuple, populace ; masse de l’armée p. opp. aux chefs;
3 multitude d’animaux;
4 foule de choses (vaisseaux, mots, etc.);
II. tumulte d’une foule ; embarras causé par la foule ; en gén. embarras, gêne : ὄχλον παρέχειν τινί HDT causer des embarras à qqn ; δι’ ὄχλου εἶναί τινι THC être importun, à charge à qqn.
Étymologie: ἔχω.
English (Abbott-Smith)
ὄχλος, -ου, ὁ, [in LXX for הָמוֹן (chiefly in Da TH), קָהָל ,חַיִל, etc.;]
1.a moving crowd or multitude of persons, a throng: Mt 9:23, Mk 2:4, Lk 5:1, Jo 5:13, al.; pl., Mt 5:1, Mk 10:1, Lk 3:7, and freq.; ὄ. ἱκανός, Mk 10:46, al.; τοσοῦτος, Mt 15:33; οὐ μετ’ ὄχλου, Ac 24:18; ἄτερ ὄχλου, Lk 22:6; πᾶς ὁ ὄ., Mt 13:2, Mk 2:13, al.; ὄ. πολύς, Mt 20:29, Mk 5:21, al.; ὁ πολὺς ὄ. (ὄ. π.), the populace, the common people, Mk 12:37 (Swete, in l.; Field, Notes, 37), Jo 12:9 (Westc, in l.).
2.(As also cl., opp. to δῆμος, q.v., and cf. Tr., Syn., §xcviii), the populace, the common people (cf. ὁ πολὺς ὄ., supr.), Mt 14:5 21:26, Mk 12:12, Jo 7:12b; so with contempt (cl.), Jo 7:49. In a more general sense, a multitude: c. gen., ὀνομάτων (v.s. ὀ.), Ac 1:15; μαθητῶν, Lk 6:17, al.