ἀνάστασις
εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ, I Act., (ἀνίστημι) making to stand or rise up, raising up the dead, ἀνδρὸς δ' ἐπειδὰν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις . . οὔτις ἔστ' ἀ. A.Eu.648; ἔλαβον . . ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν Ep.Heb.11.35. 2 making to rise and leave their place, removal, as of suppliants, ἀ. ἐκ τοῦ ἱεροῦ Th.1.133; ἀ. τῆς Ἰωνίας removal of the Greeks from Ionia [for safety], Hdt.9.106: mostly in bad sense, desolation, ἅλωσιν Ἰλίου τ' ἀνάστασιν A.Ages.589; πόλεων ἀ. Id.Pers. 107, cf. E.Tr.364; τῆς πατρίδος D.1.5; disturbance, Hp.Decent..3 (pl.). 3 setting up, erection, τειχῶν D.20.72; τροπαίου Plu. 2.873a; εἰκόνος GDI3505.20 (Cnidus), cf. IPE12.34.8 (Olbia), Arr. An.4.11.2; οἰκοδομημάτων Luc.Phal.1.3 (pl.). II (ἀνίσταμαι) standing or rising up, πόδες ἀναστάσεως χάριν Arist.Spir.485a18, cf. Id.Fr.156. 2 rising and moving off, removal, στρατεύματος Th. 7.75, cf. 2.14. 3 rising up, ἐξ ὕπνου S.Ph.276. b esp. for the stool, dub. in Hp.Epid.6.7.1: hence, motions, Id.Coac.605, Dieuch. ap.Orib.4.6.2. c rising again after a fall, Ev.Luc.2.34. d rising from the dead, Τυνδάρεω Luc.Salt.45; εἰς ἀνάστασιν [fort. βλέποντες] IGRom.4.743 (Eumeneia, iii A.D.): freq. in N.T., Ev.Matt. 22.23, al.; ἀ. νεκρῶν Act.Ap.23.6; ἀ. ζωῆς, κρίσεως Ev.Jo.5.29; ἀπὸ σώματος ἀ. Plot.3.6.6.
German (Pape)
[Seite 208] ἡ, 1) das Aufstehen, ἐκ τοῦ ἱεροῦ, und Weggehen daraus, Thuc. 1, 133; Abzug des Heeres, 7, 75; ἐξ ὕπνου, das Erwachen aus dem Schlafe, Soph. Phil. 276; θανόντος οὔτις ἔστ', Auferweckung, Aesch. Eum. 618. Dah. Auferstehung von den Todten, N. T. u. K. S. – Auch das Genesen von einer Kran Kheit? – Aufstand, τῶν ἀντιπολιτευομένων, Pol. 30, 7 (Bekk. ἀνατάσεις); vgl. 40, 2. – 2) transit., a) das Aufstehenlassen, Aufrichten, τειχῶν, Wiederaufbau der Mauern, Dem. Lept. 72. – b) bes. aber das Vertreiben aus den Wohnungen (s. ἀνάστατος), ἀν. καὶ ἀνδραποδισμὸς τῆς πατρίδος, für τῶν πολιτῶν, Dem. 1, 5; Plut. Flam. 15; seltener im guten Sinne, Versetzung, τῆς Ἰωνίης, für τῶν Ἰώνων, Her. 9, 106; – Zerstörung, πόλεων, Ἰλίου, Aesch. Pers. 107 Ag. 575; δόμων Eur. Tr. 364.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάστᾰσις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ. Ι. ἐνεργ. (ἀνίστημι) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ ἐγερθῇ, τὸ ἐκ νέου ἐγείρειν νεκρόν, ἀνδρὸς δ’ ἐπειδὰν αἷμ’ ἀνασπάσῃ κόνις ἅπαξ θανόντος, οὔτις ἔστ’ ἀνάστασις Αἰσχύλ. Εὐμ. 648, πρβλ. Πόρσωνος Φοιν. 581. 2) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ ἐγερθῇ καὶ ἀφήσῃ τὸ μέρος ἔνθα ἵστατο, μετατόπισις, ὡς ἐπὶ ἱκετῶν, ἀν. ἐκ τοῦ ἱεροῦ Θουκ. 1. 133· περὶ ἀναστάσιος τῆς Ἰωνίης, περὶ μετοικισμοῦ τῶν κατοίκων τῆς Ἰωνίας [[[χάριν]] ἀσφαλείας], Ἡρόδ. 9. 106, πρβλ. Θουκ. 2. 14: ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀναστάτωσις, ἀνατροπή, καταστροφή, ὄλεθρος, ἅλωσιν Ἰλίου τ’ ἀνάστασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 589· πόλεων ἀν. ὁ αὐτ. Πέρσ. 107, Εὐρ., τῆς πατρίδος Δημ. 10. 17. 3) ἀνέγερσις, τειχῶν Δημ. 478. 24· τροπαίου Πλούτ. 2. 873Α· εἰκόνος Ἐπιγρ. Κνιδ. ἐν Newton σ. 760. ΙΙ. (ἀνίσταμαι) τὸ ἀνεγείρεσθαι, ἰδίως εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ, Ast. Πλάτ. Πολ. 4. 4· ὅταν τις προκαλούμενος εἰς μονομαχίαν δέχηται καὶ ἀνίσταται, ὡς π.χ. ὁ Μενέλαος παρ’ Ὁμήρῳ, ― ὅτι τὸ πρότερον ἐκ φιλονεικίας ἡ ἀνάστασις Ἀριστ. Ἀποσπ. 151. 2) ἡ ἐγκατάλειψις τοῦ στρατοπέδου καὶ ἀναχώρησις, ἡ ἀνάστασις ἤδη τοῦ στρατεύματος.. ἐγίγνετο Θουκ. 7, 75· ἀν. ἐκ τοῦ ἱεροῦ ὁ αὐτ. 1. 133. 3) ἐξέγερσις ἐκ τοῦ ὕπνου, ποίαν μ’ ἀνάστασιν δοκεῖς.. ἐξ ὕπνου στῆναι τότε; Σοφ. Φ. 276. β) ἀνέγερσις μετὰ προηγηθεῖσαν πτῶσιν, ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 34. γ) ἡ ἐκ νεκρῶν ἔγερσις, καὶ τὴν Τυνδάρεω ἀνάστασιν Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 45: ― ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ τοῖς Ἐκκλ. ἡ Ἀνάστασις (τοῦ Κυρίου καὶ ἡ παγκόσμιος ἀνάστασις τῶν νεκρῶν).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. (ἀνίστημι);
1 action d’élever (des murs, un trophée);
2 destruction, ruine;
II. (ἀνίσταμαι);
1 action de se lever;
2 résurrection;
3 action de s’éloigner, de sortir ; émigration, départ.
Étymologie: ἀνίστημι.
Spanish (DGE)
(ἀνάστᾰσις) -εως, ἡ
• Alolema(s): ἄνστασις TAM 2.846.6 (Idebeso, Licia)
I 1de ἀνά ‘hacia arriba’ de pers. y animados:
a) acción de levantarse, puesta en pie ἐξ ὕπνου S.Ph.276, cf. Hp.Epid.3.1.3, para ofrecerse a luchar, Arist.Fr.156, καθέδραν αὐτῶν καὶ ἀ. αὐτῶν (cada vez que) se sientan y se levantan LXX La.3.63, πτῶσις καὶ ἀ. Eu.Luc.234
•ἀ. στρατεύματος puesta en marcha del ejército Th.7.75, cf. 2.14
•insurrección, alzamiento τῆς πατρίδος D.2.1, πρὸς τὴν τοῦ Πνεύματος βούλησιν Cyr.Al.M.75.600D;
b) posición erecta, en pie de los bípedos, Arist.Spir.485a19.
2 resurrección:
a) ἀνδρὸς δ' ἐπειδὰν αἷμ' ἀνασπάσῃ κόνις ... οὔτις ἔστ' ἀ. A.Eu.648, cf. Heraclit.B 63, θανόντος Luc.Salt.45, ἀπὸ σώματος Plot.3.6.6, cf. GVI 1905.24 (Eumenea III d.C.);
b) entre los judíos reservada a los justos σοι ... ἀνάστασις εἰς ζωὴν οὐκ ἔσται LXX 2Ma.7.14, cf. 12.43, Eu.Luc.14.14, 20.36, Beth She'arim 194, tb. entre los gnósticos, Hippol.Haer.5.8 (p.93.18);
c) para todos en lit. crist. ἀ. νεκρῶν Eu.Matt.22.31, ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ ἀ. Eu.Io.11.24
•ἀ. κρίσεως resurrección de la condenación para los malos, ἀ. ζωῆς resurrección de la vida para los buenos Eu.Io.5.29, cf. Ath.Al.M.26.100C;
d) de Cristo Act.Ap.1.22, 2.31, Ep.Rom.6.5, ἀ. ἐκ νεκρῶν resurrección de entre los muertos, 1Ep.Petr.1.3, tb. νεκρῶν Ep.Rom.1.4, τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐαγγελίζεσθαι Act.Ap.17.18, cf. 1Ep.Clem.42.3, Origenes Cels.1.70, Nil.M.79.440A, negada por los maniqueos, Cyr.H.Catech.14.21;
e) Resurrección como fiesta ᾠδὴ ψαλμοῦ ἀναστάσεως LXX Ps.65 tít. (añadido crist.), ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως Ath.Al.M.25.533B
•como dedicación de templos ἐκκλησία ... τῆς τοῦ σωτῆρος θεοῦ ἀναστάσεως Iglesia de la Resurrección del Salvador Cyr.H.Catech.14.14.
3 de edificios y monumentos levantamiento, erección τειχῶν D.20.72, τροπαίου Plu.2.873a, εἰκόνος GDI 3505.20 (Cnido), cf. IPE 12.34.8 (Olbia), IG 12(7).23.8 (Amorgos), TAM 3.1.56, τοῦ ἀνδρίαντος Didyma 166.10, I.AI 18.301, Arr.An.4.11.2, οἰκοδομημάτων Luc.Phal.1.3, τοῦ περιβόλου Procop.Aed.2.1.9;
b) estructura προβέβληται δέ τις ἀμφὶ τὴν γωνίαν αὐτῶν ἑκάστου λίθων εὖ μάλα εἰργασμένων ἀνάστασις sale de cada uno de los ángulos de estos (muros) una estructura de piedras muy bien trabajadas (de la Puerta de Bronce, delante del palacio de Justiniano) Procop.Aed.1.10.13.
4 fig. estímulo Phld.Mus.p.39K.
II de ἀνά ‘hacia atrás’ acción de quitar o retirar
1 a)evacuación, deportación ἀ. τῆς Ἰωνίης Hdt.9.106, ἐκ τοῦ ἱεροῦ de suplicantes, Th.1.133, cf. D.C.41.7.1, τοῦ ἔθνους I.BI 6.339, ἀνδραποδισμὸς καὶ ἀ. I.AI 2.248, cf. 11.112;
b) evacuación del vientre, Hp.Coac.605, Dieuch.14.11.
2 destrucción, desastre, ruina ἅλωσιν Ἰλίου τ' ἀνάστασιν la conquista y destrucción de Ilion A.A.589, πόλεων A.Pers.105, οἴκων τ' Ἀτρέως ἀ. E.Tr.364, δόμων E.Fr.340.3, ἀ. καὶ ἀνδραποδισμὸς τῆς πατρίδος (luchar contra) la aniquilación y esclavitud de la patria D.1.5, cf. D.C.38.31.2, App.Pun.106, πρὸς τὰς ἀναστάσιας σιγητικοί (se mantienen) tranquilos en los momentos de excitación Hp.Decent.3.
English (Strong)
from ἀνίστημι; a standing up again, i.e. (literally) a resurrection from death (individual, genitive case or by implication, (its author)), or (figuratively) a (moral) recovery (of spiritual truth): raised to life again, resurrection, rise from the dead, that should rise, rising again.
English (Thayer)
ἀναστάσεως, ἡ (ἀνίστημι) (from Aeschylus down);
1. a raising up, rising (e. g. from a seat): πτῶσις; the meaning is 'It lies (or 'is set' A. V.) like a stone, which some will lay hold of in order to climb; but others will strike against it and fall').
2. a rising from the dead (ecclesiastical Latin resurrectio) (Aeschylus Eum. 648);
a. that of Christ: νεκρῶν, Winer's Grammar, § 30,2a. at the end); ἐκ νεκρῶν, ἀνάστασις or ἡ ἀνάστασις, ἡ ἐκ νεκρῶν, τῶν νεκρῶν (on the distinction which some (e. g. Van Hengel on Lightfoot on Cremer, under the word) would make between these phrases, see Winer s Grammar, 123 (117); Buttmann, 89 (78)), Rec.), ἀνάστασις ζωῆς resurrection to life (ἀνάστασις εἰς ζωήν, ἀνάστασις τῆς κρίσεως resurrection to judgment, Winer's Grammar, 188 (177)); the former is ἀνάστασις τῶν δικαίων, κρείττων ἀνάστασις, ἀνάστασις by a kind of license; (cf. Winer's Grammar, 460 (429))). ἡ ἀνάστασις ἡ πρώτη in Hebrews 11:35.