διαφημίζω
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
A make known, spread abroad, D.H.11.46, Ev.Marc.1.45; ὡς… Palaeph.13:—Pass., c. inf., διεφημίσθη θνῄσκειν ὁ βασιλεύς J.BJ1.33.3: abs., to be celebrated, ἐπὶ ταῖς καλοκἀγαθίαις Vett. Val. 250.5:—Med., aor. 1 διεφημίξαντο D.P.26.
II call, name, Arat. 221:—Med., Id.442 (v.l.), D.P.50.
Spanish (DGE)
• Morfología: [v. med. aor. ind. 3a plu. διεφημίξαντο D.P.26, 50]
1 divulgar c. ac. de abstr. ἀτολμίαν αὐτοῦ D.S.36.4, τὸν λόγον Eu.Marc.1.45
•en v. med. mismo sent. τοῖα ... βροτοὶ διεφημίξαντο D.P.26
•c. complet. διαφημίζειν ὡς Palaeph.13, I.BI 2.594, 6.116, c. inf., en v. pas. διεφημίσθη καὶ θνήσκειν ὁ βασιλεύς se divulgó que el rey había muerto I.BI 1.651, ὑπὸ πάντων διεφημίσθη ... φάρμακον αὐτῷ δεδόσθαι corrió la voz entre todos de que había sido envenenado, TAM 5.318.6 (Lidia II d.C.)
•abs. divulgar un rumor o noticia D.H.11.46.
2 c. ac. de pers. extender la fama, celebrar αὐτόν Eu.Matt.9.31, Vett.Val.235.32, en v. pas. ἐπὶ ταῖς καλοκαγαθίαις διαφημίζονται Vett.Val.239.5.
3 c. ac. y pred. llamar, nombrar κεῖνο ποτὸν διεφήμισαν Ἱππουκρήνην Arat.221
•en v. med. mismo sent. ἥντε καὶ Ὑρκανίην ἕτεροι διεφημίξαντο D.P.50, cf. Arat.442 (var.).
German (Pape)
[Seite 611] durchs Gerücht verbreiten, Arat. Phaen. 221; D. Hal. 11, 46; λόγον N.T. – Med., διεφημίξαντο Dion. Per. 26.
French (Bailly abrégé)
faire connaître partout, divulguer.
Étymologie: διά, φημίζω.
Russian (Dvoretsky)
διαφημίζω: разглашать, распространять (τὸν λόγον NT).
Greek (Liddell-Scott)
διαφημίζω: μέλλ. -ίσω, ποιητ. -ίξω· - ποιῶ τι γνωστὸν πανταχοῦ, διαδίδω τὴν φήμην περί τινος, Διον. Ἁλ. 11. 46, Ἄρατ. Φαιν. 221, Κ. Δ.· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ., Διον. Περ. 26.
English (Strong)
from διά and a derivative of φήμη; to report thoroughly, i.e. divulgate: blaze abroad, commonly report, spread abroad, fame.
English (Thayer)
1st aorist διεφημισα; 1st aorist passive διεφημίσθην; to spread abroad, blaze abroad: τόν λόγον, T WH marginal reading ἐφημισθη); τινα, to spread abroad his fame, verbally diffuse his renown, diffamare aliquem, but in a bad sense. (Rarely in Greek writings, as Aratus, phaen. 221; Dionysius Halicarnassus 11,46; Palaeph. incred. 14,4; (cf. Winer's De verb. comp. etc. Part v., p. 14 f).)
Greek Monolingual
(ΑΝ)
διαδίδω, διασπείρω τη φήμη κάποιου σ' όλους, κάνω κάτι γνωστό, διαλαλώ, διατυμπανίζω
νεοελλ.
1. επαινώ δημόσια πρόσωπο ή πράγμα, ρεκλαμάρω («διαφημίζει τα κατορθώματά του»)
2. επαινώ τις ιδιότητες, την ωφέλεια ενός πράγματος με σκοπό την προσέλκυση αγοραστών
μσν.
(η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) διαφημισμένος
ξακουστός, φημισμένος «τοῦ Χοσρόου τὸ σπαθὶν τὸ διαφημισμένον», Διγ.)
αρχ.
καλώ, ονομάζω «πρῶτοι κεῖνο ποτὸν διεφήμισαν Ἵππου κρήνην», Άρατος).
Greek Monotonic
διαφημίζω: μέλ. -ίσω, διαδίδω, εξαπλώνω τριγύρω, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. ίσω
to spread abroad, NTest.
Chinese
原文音譯:diafhm⋯zw 笛阿-費米索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:經過-宣稱(化)
字義溯源:完全的傳揚出去,報導,傳說,傳,傳開,傳揚;由(διά)*=通過)與(φήμη)=聲言)組成;其中 (φήμη)出自(φημί)=說明), (φημί)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀),或出自(φαίνω)=發光)
出現次數:總共(3);太(2);可(1)
譯字彙編:
1) 傳開了(1) 可1:45;
2) 就傳說(1) 太28:15;
3) 傳(1) 太9:31