καταποντίζω
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
throw into the sea, plunge or drown therein, τινα Lys. 14.27, D.23.169, Plu.2.403c, etc.: metaph., Axiop.6 (Pass.); κ. τὰς βουλάς Lib.Or.49.10:—Pass., v.l. in Plb.2.60.8; καταποντισθεὶς ὑπὸ τῆς θαλάσσης D.S.18.20; ἐν τῷ πελάγει Ev.Matt.18.6; εἰς τὸ πέλαγος Plu.Tim.13; sink, Ev.Matt.14.30; of a ship, PPetr.2p.135 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1371] ins Meer stürzen, versenken, ertränken; Lys. 14, 27; Dem. 32, 23; Pol. 15, 2, 6 u. a. Sp.; κατεποντίσθησαν ὑπὸ τῆς θαλάσσης D. Sic. 18, 20; καταποντισθεῖσαν εἰς τὸ πέλαγος Plut. Timol. 13.
French (Bailly abrégé)
jeter à la mer, acc.;
NT: (tr.) couler.
Étymologie: κατά, ποντίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-ποντίζω, fut. καταποντίσω en καταποντιῶ in zee gooien:. καταποντισθεῖσαν εἰς τὸ πέλαγος in zee gegooid Plut. Tim. 13.10. pass. ook zinken, verdrinken:; ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι toen hij begon te zinken NT Mt. 14.30; καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης dat hij in de diepte van de zee verdrinkt NT Mt. 18.6; overdr. ten onder gaan.
Russian (Dvoretsky)
καταποντίζω: (тж. κ. εἰς τὸ πέλαγος Polyb. или ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης NT) бросать или погружать в море, топить (τινά Lys., NT; ναῦς Plut.): καταποντίζεσθαι ὑπὸ τῆς θαλάσσης Diod. погрузиться в море; pass. тонуть NT, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καταποντίζω: ῥίπτω εἰς τὸν πόντον, εἰς τὴν θάλασσαν, καταβυθίζω, πνίγω ἐντὸς τῆς θαλάσσης, τινὰ Λυσ. 142. 16, Δημ. 677. 6. κλ.· μεταφορ., κ. τὰς βουλὰς Λιβάν. 2, σ. 576·― καταποντισθεὶς ὑπὸ τῆς θαλάσσης Διόδ. 18. 20, πρβλ. Πλούτ. 2. 403C· ναῦς κ. εἰς τὸ πέλαγος Πλουτ. Τιμολ. 13.
English (Strong)
from κατά and a derivative of the same as Πόντος; to plunge down, i.e. submerge: drown, sink.
English (Thayer)
passive, present καταποντίζομαι; 1st aorist κατεποντίσθην; to plunge or sink in the sea; passive in the intransitive sense, to sink, to go down: to drown: passive Lysias, Demosthenes, Polybius, Diodorus, Plutarch (Josephus, Antiquities 10,7, 5; 14,15, 10;
c. Apion. 2,34, 3), others; the Sept.; (cf. Winer's Grammar, 24; Lob. Phryn., p. 361note).)
Greek Monolingual
(AM καταποντίζω)
1. βυθίζω κάτι στη θάλασσα, καταβυθίζω, βουλιάζω, πνίγω
2. καταστρέφω, εξολοθρεύω, αφανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ποντίζω «ρίχνω στη θάλασσα» (< πόντος)].
Greek Monotonic
καταποντίζω: μέλ. -σω, ρίχνω στη θάλασσα, πνίγω εκεί μέσα, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. σω
to throw into the sea, drown therein, Dem., καταποντίζω, Hdt., Plat.
Chinese
原文音譯:katapont⋯zw 卡他-胖提索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-海的
字義溯源:沉陷,拋入海中,投入,沉,沉下去;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(Πόντος)*=海洋)組成。比較: (καταπίνω)=吞下
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編:
1) 沉(1) 太18:6;
2) 沉下去(1) 太14:30