προσπορεύομαι

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπορεύομαι Medium diacritics: προσπορεύομαι Low diacritics: προσπορεύομαι Capitals: ΠΡΟΣΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: prosporeúomai Transliteration B: prosporeuomai Transliteration C: prosporeyomai Beta Code: prosporeu/omai

English (LSJ)

Dor. ποτιπορεύομαι SIG338.15 (Rhodes, iv/iii B.C.): —
A go to, approach, Arist.HA625a13, cf. PSI4.403.16 (iii B.C.), etc.; apply for a loan, PMich.Zen.46.5 (iii B.C.); for hire of a boat, ib.60.9 (iii B.C.); π. πρὸς τὰς προσοδικὰς κρίσεις take up revenue cases, of advocates, PAmh.33.17 (ii B.C.); π. πρὸς ταῦτα καὶ πρὸς τὰ λοιπὰ μαθήματα PCair.Zen.60.6 (iii B.C.); π. πρὸς τὰ γενήματα make a start or get on with the crops, ib.132.4 (iii B.C.); π. πρὸς τὴν ἀγορανομίαν go in quest of the office of aedile, be candidate for it, Plb.10.4.1; of a writer, π. πρὸς πᾶν παρὰ τὴν κοινὴν ἔννοιαν λεγόμενον hunt for paradoxes, Id.10.27.8: c. gen., π. τῶν μὴ καθηκόντων αὐτῷ encroach on what does not belong to him, PEnteux.69.7 (iii B.C.).
2 of a certain day, draw near, approach, προσπορευομένης τῆς νουμηνίας Arist.Oec.1353b1.
II attach oneself to, ἀνδρὶ ἁμαρτωλῷ LXX Si.12.14; of proselytes, ib.Nu. 1.51, al., Jo.9.1 (8.35); also ὅταν -πορεύωνται πρὸς τὸ θυσιαστήριον λειτουργεῖν ib.Ex.30.20.
III of revenue, come in, SIG344.112 (Antig.Epist.).

German (Pape)

[Seite 778] pass., hinzugehen, τινί, zu Einem, Pol. 4, 3, 13; an Etwas gehen, sich an Etwas machen, εὐλαβῶς προσπορεύεσθαι πρὸς πᾶν παρὰ τὴν κοινὴν ἔννοιαν λεγόμενον, 10, 27, 8; aber προσπορεύεσθαι πρὸς τὴν ἀγορανομίαν ist = sich um die Aedilität bewerben, 10, 4, 1 u. öfter, mit der v.l. προπορ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πορεύομαι komen bij, met dat.

Russian (Dvoretsky)

προσπορεύομαι:
1 подходить, приближаться (τινι и πρός τι Polyb.): προσπορευομένης τῆς νουμηνίας Arst. с приближением новолуния;
2 добиваться, домогаться (πρὸς τὴν ἀγορανομίαν Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

προσπορεύομαι: ἀποθ., πορεύομαι πρός τινα, πλησιάζω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 24· πρ. πρὸς τὴν ἀγορανομίαν, πορεύομαι ζητῶν τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀγορανόμου, γίνομαι ὑποψήφιος διὰ τὸ ἀξίωμα τοῦτο, Λατ. ambire, Πολύβ. 10. 4, 1, πρβλ. 10. 27, 8. 2) ἐπὶ ὡρισμένης τινὸς ἡμέρας, πλησιάζω, ἐγγίζω, προσπορευομένης τῆς νουμηνίας Ἀριστ. Οἰκ. 2, 40. ΙΙ. προσκολλῶμαι εἴς τινας ὡς ὁπαδός, κτλ. Ἑβδ. (Σειράχ. ΙΒ´, 14).

English (Strong)

from πρός and πορεύομαι; to journey towards, i.e. approach (not the same as προπορεύομαι): go before.

English (Thayer)

to draw near, approach: with a dative of the person approached, Sept.; Aristotle, Polybius)

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποτιπορεύομαι Α
1. πορεύομαι προς κάποιον, πλησιάζω κάποιον, σιμώνω
2. προσπαθώ να πετύχω κάτι, επιδιώκω κάτι, συνήθως αξίωμα («προσπορευομένου πρὸς τὴν ἀγορανομίαν», Πολ.)
3. επιδιώκω τη σύναψη δανείου
4. επιζητώ τη μίσθωση, την ενοικίαση πλοίου
5. (για ορισμένη μέρα) επίκειμαι, πλησιάζω
6. προσκολλώμαι σε κάποιον ως οπαδός, αφοσιώνομαι σε κάποιον
7. (για προσόδους) συγκεντρώνομαι ή αποθηκεύομαι
8. φρ. α) «προσπορεύεσθαι πρὸς τὰς προσοδικὰς κρίσεις»
(για συνηγόρους) το να αναλαμβάνει κανείς υποθέσεις σχετικές με εισοδήματα
β) «προσπορεύεσθαι τῶν μὴ καθηκόντων» — το να επεμβαίνει κανείς σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν.

Chinese

原文音譯:prosporeÚomai 普羅士-坡留哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向著-走
字義溯源:向前行,接近,前來,進前來;由(πρός)=向著)與(πορεύομαι)=走過)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=察驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (ἐγγίζω)同義字比較: (πορεύομαι)=走過
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 前來(1) 可10:35

French (New Testament)

aller vers, s'avancer vers, s'approcher de
πρός, πορεύω