τηλικοῦτος
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
English (LSJ)
αύτη, οῦτον, v. sub τηλικόσδε.
French (Bailly abrégé)
αύτη ou poét. οῦτος, οῦτο ou οῦτον;
I. de cet âge :
1 aussi âgé;
2 aussi jeune;
II. aussi grand, aussi puissant, aussi important.
Étymologie: τηλίκος, οὗτος.
English (Strong)
or feminine telikaute from a compound of ὁ with ἡλίκος and οὗτος; such as this, i.e. (in (figurative) magnitude) so vast: so great, so mighty.
English (Thayer)
τηλικαυτη, τηλικοῦτο (from τηλίκος and οὗτος (but then (it is urged) it should have been τηλιχουτος; hence, better connected with αὐτός; others besides Cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. § 79 A. 4; Kühner, § 173,6: Vanicek, p. 268; Liddell and Scott, under the word οὗτος, at the beginning)), in Attic writings from Aeschylus down;
1. of such an age; used of any age, of so great an age, so old; also so young.
2. of so great a size, in bulk: πλοῖα, such and so great (Latin tantus talisque): Revelation 16:18.
Greek Monolingual
τηλικαύτη, τηλικοῦτον, Α
1. τέτοιας ηλικίας, τηλικόσδε (α. «διδάσκεσθαι βαρὺ τῷ τηλικούτῳ», Αισχύλ.
β. «ὅν, εἰ καὶ τηλικοῦτον ὄντα ἀπεκτείνατε», Λυσ.)
2. τόσο μεγάλος, ως προς το μέγεθος, το ποσόν ή την αξία (α. «ἡ τηλικαύτη ἀρχή», Πλάτ.
β. «πεπραγμένα τηλικαῡτα τὸ μέγεθος», Ισοκρ.
γ. «τηλικαύτην βλάβην», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλίκος, κατά την αντων. οὗτος.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:thlikoàtoj 特-誒利克-哦-語拖士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:這-壯年-這-同樣
字義溯源:有如這個,類此,這樣年老,這樣年青,這麼大,甚大,極大,這麼重要,這樣厲害的;由(ὁ)*=這(冠詞)與(ἡλίκος)=有如⋯那麼大)及(οὗτος)=這)和(αὐτός)=自己)組成,其中 (ἡλίκος)出自(ἡλίκος)X*=同伴),而 (οὗτος)出自(ὁ)*=這), (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身)
出現次數:總共(4);林後(1);來(1);雅(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 這麼大的(2) 林後1:10; 來2:3;
2) 這樣厲害的(1) 啓16:18;
3) 甚大(1) 雅3:4
English (Woodhouse)
of such an age, so big, so great, so large, so old, so young
German (Pape)
τηλικαύτη, τηλικοῦτο: correlat. demonstrat. zu πηλίκος, wie τηλίκος, zu dem es sich verhält, wie οὗτος zu ὅς oder ὁ ; – so alt und überhaupt so groß; διδάσκεσθαι βαρὺ τῷ τηλικούτῳ, Aesch. Ag. 1603; Soph. O.C. 755; das neutr. als adv. = so sehr; im Att. die gew. Form; πέλαγος, Isocr. 1.19; τηλικαῦτα τὸ μέγεθός ἐστιν 4.26, vgl. 136, wo daneben steht τοσαύτας τὸ πλῆθος, wie Dem. 19.24, der oft vrbdt τηλικαῦτα καὶ τοιαῦτα, 19.19, 44.64 (vgl. MätznerMätzner zu Lycurg. 2); μηδένα ἀξιοῦτε τηλικοῦτον παρ' ὑμῖν εἶναι ὥστε παραβάντα τοὺς νόμους μὴ θοῦναι δίκην, 3.13; νησύδρια τοιαῦτα καὶ τηλικαῦτα τὸ μέγεθος, so klein, im Gegensatz von μέγισται πόλεις, Isocr. Panath. 70; so alt, Plat. Prot. 318b; so jung, Gorg. 466a und öfter, bes. τηλικοῦτος ὤν; Sp.