μοιράδι

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source

Greek Monolingual

το (Μ μοιράδιον και μεράδι και μεράδιν και μεράδιον και μοιράδι και μοιράδιν)
1. τεμάχιο γης, φέουδο
2. μερίδιο κληρονομιάς, μερτικό
3. (γενικά) τμήμα, μέρος ενός συνόλου
νεοελλ.
παροιμ. «του συντρόφου το μοιράδι δεν το χάνει η συντροφιά» — λέγεται για να δηλώσει πως οτιδήποτε επιτελείται από άτομο το οποίο είναι μέλος μια ομάδας ωφελεί όλα τα μέλη αυτής της ομάδας
μσν.
1. (για πρόσωπα) ομάδα, κατηγορία
2. ανταμοιβή
3. δωρεά
4. φρ. α) «ἐκ τὸ μεράδιν μου» — εκ μέρους μου, εξ ονόματός μου
β) «ἔχω μοιράδι σὲ κάποιον»
i) συνδέομαι με κάποιον, είμαι οικείος
ii) απολαμβάνω μέρος ενός πράγματος
δ) «δέν ἔχω στὴ γῆ μοιράδι»
i) δεν έχω δικαίωμα στα αγαθά της γης
ii) είμαι δυστυχής
ε) «στήνω καλόν μοιράδιν» — αποκτώ αξιόλογη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -άδιον (βλ. και μεράδι)].