πανδώρα

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανδώρα Medium diacritics: πανδώρα Low diacritics: πανδώρα Capitals: ΠΑΝΔΩΡΑ
Transliteration A: pandṓra Transliteration B: pandōra Transliteration C: pandora Beta Code: pandw/ra

English (LSJ)

ἡ,
A giver of all, epithet of Earth (cf. πάνδωρος), Ar.Av.971, Ph.1.32.
II Pass. as fem. pr. n., Pandora, i.e. the All-endowed (i.e. by the gods), Hes.Op.81.

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, die Allgeberinn, Beiname der Erde, Ar. Av. 971; S. nom. pr.

Russian (Dvoretsky)

πανδώρα: ἡ «подательница всего» (эпитет земли) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

πανδώρα: ἡ, ἡ τὰ πάντα δωρουμένη, ἐπίθ. τῆς Γῆς (πρβλ. πάνδωρος), Ἀριστοφ. Ὄρν. 971. - Καθ’ Ἡσύχιον: «πανδώρα ἡ γῆ, ὅτι τὰ πρὸς τὸ ζῆν πάντα δωρεῖται. ἀφ’ οὗ καὶ ζείδωρος καὶ ἀνησιδώρα». ΙΙ. παθ., ὡς θηλ. κύριον ὄνομα ἡ Πανδώρα, δηλ. ἡ παρὰ πάντων λαβοῦσα δῶρα, γυνὴ ὡραία πλασθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἡφαίστου καὶ λαβοῦσα δῶρα παρὰ πάντων τῶν θεῶν ὅπως ἑλκύσῃ τὴν ἀγάπην τοῦ Ἐπιμηθέως, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 81, πρβλ. Θ. 571 κἑξ.

Greek Monolingual

(I)
η, ΑΝ
ως κύριο όν. Πανδώρα
πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, η πρώτη γυναίκα που πλάστηκε από τον Ήφαιστο και την Αθηνά μετά από διαταγή του Διός, για να τιμωρηθεί το ανθρώπινο γένος επειδή δέχθηκε τη φωτιά από τον Προμηθέα, και η οποία προικίστηκε από όλους τους θεούς με χαρίσματα για να ελκύσει την αγάπη του Επιμηθέως
νεοελλ.
φρ. «το πιθάρι της Πανδώρας» ή «το κουτί της Πανδώρας» — πιθάρι ή κιβώτιο σφραγισμένο που περιείχε δήθεν τα γαμήλια δώρα τών θεών, στην πραγματικότητα όμως όλα τα δεινά για τους ανθρώπους, και το οποίο η Πανδώρα, παρά τη διαταγή του Διός, άνοιξε, με αποτέλεσμα να διαφύγουν όλα τα δεινά για το ανθρώπινο γένος και να παραμείνει στο βάθος του μόνο η ελπίδα
αρχ.
(ως επίθετο της γης) αυτή που δωρίζει τα πάντα, που παρέχει στους ανθρώπους καθετί που χρειάζονται, η γενναιόδωρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δώρα (< δῶρον), πρβλ. μολποδώρα].
(II)
η
έγχορδο μουσικό όργανο, με 5 ώς 7 ζεύγη μεταλλικών χορδών που νύσσονται με πλήκτρο, το οποίο κατασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1562 στο Λονδίνο.

Greek Monotonic

πανδώρα: ἡ (δῶρον
I. αυτή που δίνει τα πάντα, χορηγός όλων.
II. Παθ., ως θηλ. κύριο όνομα, η Πανδώρα, δηλ. η ολότελα προικισμένη, όμορφη γυναίκα, που φτιάχτηκε από τον Ήφαιστο και η οποία δεχόταν δώρα από όλους τους θεούς με σκοπό να κερδίσει την καρδιά του Επιμηθέα, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

παν-δώρα, ἡ, δῶρον
I. giver of all, Ar.
II. pass. as fem. prop. n., Pandora, i. e. the all-endowed, a beautiful female, made by Hephaestus, who received presents from all the gods, in order to win the heart of Epimetheus, Hes.