ὑποφορά
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
ἡ, (ὑποφέρω)
A carrying off below, purging, Hp.Coac.304, 511 (pl.), Heliod. ap. Orib.44.8.21.
2 draining off, Sor.1.58.
II putting forward, by way of excuse, ἡ τῶν μηνῶν ὑ. X.HG5.1.29.
2 Rhet., = ὁ τοῦ ἐχθροῦ λόγος, Hermog.Inv.3.4, cf. 13 (pl.), Tib.Fig. 39.
III drain, Gp.2.6.8, v.l. in Arr.Epict.1.29.40.
IV in Str.5.4.9 ἀποφοράς is the true reading (ὑπ- codd. plerique).
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
prétexte, allégation.
Étymologie: ὑποφέρω.
German (Pape)
ἡ, das Herunter- od. Herabtragen, das Herabführen, die Abführung, Sp.; – das Vorhalten, das Vorgehaltene, der Vorwurf, Einwand, Rhett.; – der Vorwand, Xen. Hell. 5.1.29; – das Herabsinken, der Verfall; ein abschüssiger Ort, Sp.
Bei den Medic. fistelartiges Geschwür.
Russian (Dvoretsky)
ὑποφορά: ἡ ὑποφέρω 11] отговорка, предлог: ἡ ὑ. τινος Xen. выставление чего-л. в качестве предлога.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφορά: ἡ, (ὑποφορέω) ἡ πρὸς τὰ κάτω φορά, ὑπαγωγή, κάθαρσις τῆς κοιλίας, ἐν ὀσφύος ἀλγήματι συντόνῳ καὶ ὑποφορῇ πλέονι Ἱππ. Κωακ. Προγν. 168, 203. ΙΙ. πρόφασις, δικαιολογία, ἡ τῶν μηνῶν ὑπ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 29· ― ῥητορικὸν σχῆμα καθ’ ὃ ὁ τοῦ ἀντιδίκου ἰσχυρισμὸς λέγεται ὑποβορά, ὑποφορὰ δὲ ὁ τοῦ ἐχθροῦ λόγος, Λατιν. subjectio, Ρήτορες (Walz) τ. 2, σ. 108· ― κατὰ τὸν Ροῦφον ἐν Τέχνῃ Ρητορικῇ «ὑποφορὰ δέ ἐστι, τὸ ὑποβαλεῖν ἔννοιάν τινα εἶτα ἀπαντῆσαι» αὐτόθι 459· ― κατὰ Τιβέριον περὶ Σχημάτων: «ὑποφορὰ δέ ἐστιν ὅταν μὴ ἑξῆς προβαίνῃ ὁ λόγος, ἀλλ’ ὑποθείς τι, ἢ ὡς παρὰ τοῦ ἀντιδίκου ἢ ὡς ἐκ τοῦ πράγματος, ἀποκρίνηται πρὸς αὐτόν, ὥσπερ δύο ἀντιλεγόμενα πρόσωπα μιμούμενος, οἷον» αὐτόθι τ. 8, σ. 566, κλπ., πρβλ. A?ct. ad Herennium 4. 23. ΙΙΙ. κοῖλος ἀγωγὸς ἢ ὀχετὸς ὕδατος, Γεωπον. (2. 6, 8)· ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς Ἰατρ., σῦριξ, συρίγγιον, Λατ. fistula, ἕλκος ὅμοιον συριγγίῳ, Foës Oecon. Hipp. II. παρὰ Στράβ. 248· ἀποφορὰς εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή.
Greek Monolingual
η / ὑποφορά, ΝΜΑ ὑποφέρω
σχήμα λόγου κατά το οποίο αυτός που μιλά θέτει μια ερώτηση και σπεύδει ο ίδιος να δώσει απάντηση, όπως λ.χ. στη φρ. «μέ είδες οίδιος; Όχι, βέβαια, αφού έλειπες στο εξωτερικό»
μσν.
κοίλος αγωγός ή οχετός
αρχ.
1. η προς τα κάτω κάθαρση της κοιλιάς, κένωση με καθαρτικό
2. ιατρ. σύριγγα
3. πρόφαση, πρόσχημα
4. (κατά τους ρήτ.) «ὑποφορὰ δὲ ὁ τοῦ ἐχθροῦ λόγος»
5. (κατά τον Στράβ.) εσφ. γρφ. αντί ἀποφοράς.
Greek Monotonic
ὑποφορά: ἡ (ὑποφέρω), κράτηση σε υποταγή, σε ομηρία, πρόφαση, σαν είδος δικαιολογίας, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὑποφορά, ἡ, ὑποφέρω
a holding under, putting forward, by way of excuse, Xen.