κατάπτωσις

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπτωσις Medium diacritics: κατάπτωσις Low diacritics: κατάπτωσις Capitals: ΚΑΤΑΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: katáptōsis Transliteration B: kataptōsis Transliteration C: kataptosis Beta Code: kata/ptwsis

English (LSJ)

καταπτώσεως, ἡ,
A fall, Hp.Art.42; ἐξ ὀχήματος Gal.7.560; λίθου Simp.in Ph.261.17.
2 Medic., collapse, ἡ συγκοπή ἐστι κ. δυνάμεως Gal. 10.837; of epileptic seizures, Alex.Aphr.Pr.2.64, cf. Vett.Val.38.13 (pl.): hence of a spell which induces a trance, PMag.Par.1.850.
3 downfall, calamity, LXX 3 Ma.2.14.

German (Pape)

[Seite 1373] ἡ, das Herunterfallen, Einstürzen, Einfallen, Medic.

Spanish

colapso, trance producido por una fórmula

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπτωσις, καταπτώσεως, ἡ καταπίπτω val, tuimeling.

Léxico de magia

colapso esp. trance producido por una fórmula Σολομῶνος κ., καὶ ἐπὶ παίδων καὶ τελείων ποιοῦσα fórmula de Salomón que produce un trance, la cual actúa sobre jóvenes y adultos P IV 850

Greek (Liddell-Scott)

κατάπτωσις: καταπτώσεως, ἡ, πτῶσις, ἀσθένεια, ἀδυναμία, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Γαλην., κτλ.· κ. τῆς δυνάμεως Ὀρειβ. σ. 770. 2) πτῶσις, δυστυχία, Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Β΄ 14).

Greek Monolingual

η (Α κατάπτωσις) καταπίπτω
1. πτώση προς τα κάτω, πέσιμο, γκρέμισμα
2. ιατρ. πλήρης ή σοβαρή απώλεια τών σωματικών δυνάμεων, εξάντληση
3. παρακμή, μαρασμός, ξεπεσμός
νεοελλ.
1. εξασθένηση τών πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, κατάθλιψη, αθυμία
2. ηθικός ξεπεσμός, αναξιοπρέπεια, χαμέρπεια, δουλικότητα χαρακτήρα, ευτέλεια
3. φρ. «κατάπτωση του εδάφους»
α) η απότομη μεταβολή της κλίσης του εδάφους
β) (για σιδηροδρομικές στρώσεις) υποχώρηση του εδάφους, καθίζηση
αρχ.
προσβολή επιληψίας.