πάθη
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
English (LSJ)
ἡ,
A passive state, Pl.Ti.80b; what is done or what happens to a person or thing, opp. πρᾶξις, Id.Lg.903b, cf. Epin. 983d; τὰς ἐκεῖ… π. what happened there, S.Aj.295; πᾶσαν τὴν ἑωντοῦ π. all that had happened to him, Hdt.1.122.
2 suffering, misfortune, Pi.P.3.42,97 (pl.), S.OC7, etc.; πάθαι, opp. εὐτυχίαι, Hdt.3.40; ἡ πάθη τῶν ὀφθαλμῶν blindness, Id.2.111; of morbid affections, τὰς π. τὰς ἐν τῷ ὀστέῳ γινομένας Hp.VC13; ἡ τοῦ πνίγους πάθη suffocation, Pl.Phlb. 32a, cf. Lg.728c, 865e, 866b.
German (Pape)
[Seite 437] ἡ, = πάθος, Leiden, Unfall, Unglück; ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ, Pind. P. 3, 42; ὀξείαισι πάθαις, P. 3, 97, öfter; μελέαν πάθαν κλαῖον, Soph. Ant. 965; O. C. 7; plur., Ai. 238; Hippocr.; Her. 1, 122; τὴν πάθην τῶν ὀφθαλμῶν, Augenleiden, Blindheit, 2, 111; sp. D., Leon. Al. 12 (VI, 221); auch in attischer Prosa, ἡ παρὰ φύσιν τοῦ πνίγους πάθη Plat. Phil. 32 a, τιμωρία δὲ ἀδικίας ἀκόλουθος πάθη Legg. V, 728 c, u. öfter in diesen Büchern; bes. bei Sp., wie Luc. dea Syr. 22, App. Mthrid. 77.
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
I. état passif ; ce qui arrive à quelqu'un;
II. souffrance :
1 au phys. mal, maladie;
2 au mor. douleur, affliction.
Étymologie: πάθος.
2pl. de πάθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάθη -ης, ἡ, Dor. πάθᾱ πάσχω wat iemand overkomt. voorval, ongeluk:; τὰς ἐκεῖ μὲν οὐκ ἔχω λέγειν πάθας ik kan niet vertellen wat daar is voorgevallen Soph. Ai. 295; πάθη καὶ πρᾶξις het ondervinden en handelen Plat. Lg. 903b; noodlot. aandoening, ziekte:. πάθη τῶν ὀφθαλμῶν = blindheid Hdt. 2.111.4.
πάθη plur. van πάθος.
Russian (Dvoretsky)
πάθη:
I pl. к πάθος.
II дор. πάθᾱ (πᾰ) ἡ
1 претерпевание, испытывание, страдательное состояние (π. καὶ πρᾶξις Plat.);
2 тж. pl. случай, происшествие: πᾶσα ἡ ἑωυτοῦ π. Her. все, что с ним приключилось;
3 несчастье, горе (βαρεῖα Pind.; μελέα Soph.);
4 страдание, болезнь (τῶν ὀφθαλμῶν Her.): τοῦ πνίγους π. Plat. удушливая жара.
Greek Monolingual
πάθη, ἡ (Α)
1. η παθητική κατάσταση, η κατάσταση δηλ. κατά την οποία κάποιος υφίσταται κάτι
2. το συμβάν, η περιπέτεια κάποιου προσώπου ή πράγματος («κατ' ὁδὸν δὲ πυθέσθαι πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ πάθην», Ηρόδ.)
3. συμφορά, πάθημα
4. στον πληθ. αἱ πάθαι
οι ασθένειες, οι παθήσεις
5. φρ. α) «ἡ πάθη τῶν ὀφθαλμῶν» — η τύφλωση
β) «ἡ τοῦ πνίγους πάθη» — η ασφυξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. θηλυκού γένους του πάθος < θ. πăθ- του πάσχω].
Greek Monotonic
πάθη: [ᾰ], ἡ,
1. παθητική κατάσταση, σε Πλάτ.· τὰς ἐκεῖ πάθας, αυτό που έγινε εκεί, σε Σοφ.· πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ πάθη, όλα όσα συνέβησαν σε αυτόν, σε Ηρόδ.
2. = πάθημα, σε Πίνδ., Σοφ.· ἡ πάθη τῶν ὀφθαλμῶν, τυφλότητα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πάθη: [ᾰ], ἡ, παθητικὴ κατάστασις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρᾶξις, Πλάτ. Νόμ. 903Β· τὰς ἐκεῖ.. πάθας, τὰ ἐκεῖ συμβάντα, Σοφ. Αἴ. 295· πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ π., πάντα τὰ εἰς αὐτὸν συμβάντα, Ἡρόδ. 1. 122. 2) πάθημα συμφορά, Πινδ. Π. 3. 73, 171, Ἱππ. κεφ. Τρωμ. 905, Σοφ. Ο. Κ. 7, κτλ.· ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν, τυφλότης, Ἡρόδ. 2. 111· ἡ τοῦ πνίγους π., ἀσφυξία, Πλάτ. Φίληβ. 32Α· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 1. 123., 3. 40.
Middle Liddell
πᾰθ/η, ἡ, παθεῖν
1. a passive state, Plat.; τὰς ἐκεῖ πάθας what happened there, Soph.; πᾶσαν τὴν ἑωυτοῦ π. all that had happened to him, Hdt.
2. = πάθημα, Pind., Soph.; ἡ π. τῶν ὀφθαλμῶν blindness, Hdt.
English (Woodhouse)
misfortune, accidents of life, difficulties, hardships, physical phenomena, sorrows, sufferings, troubles