πταίρω
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
Hippiatr.38 (v.l. πτέρεται, v. πτέρομαι), also πτείρω, Hdn. Gr.1.191 codd. (pres. in use in early writers πτάρνυμαι, Hp.Morb.2.54, X.An.3.2.9, Philem.100.4, Arist.Pr.962b8 (also πτάρνεται Glossaria), impf. ἐπταρνύμην Diog.Ep.35.3): aor. 2 ἔπτᾰρον Od.17.541, etc.: rarely aor. 1, part. πτάραντες Arist.Pr.963a33 (s.v.l.):—Pass., v. sub fin.:—sneeze, μέγ' ἔπταρεν he sneezed aloud, Od. l.c. (taken for a good omen, cf. Ar.Ra.647, etc.); but also as a bad omen, λυπούμεθ' ἂν πτάρῃ τις Men.534.9; ἔπταρον εἰς ἀνέμους AP11.375 (Maced.); οὐδὲ λέγει Ζεῦ σῶσον, ἐὰν πτάρῃ ib.268; ἀναλαβὼν τοιοῦτόν τι, οἵῳ κνήσαις ἂν τὴν ῥῖνα, πτάρε Pl.Smp. 185e: metaph. of a lamp, sputter, AP6.333 (Marc. Arg.):—also in aor. Pass., part. πταρείς Hp.Epid. 5.14, Arist.Pr.887b35.
German (Pape)
[Seite 807] fut. πταρῶ, aor. I. ἔπταρα, gew. aor. II. ἔπταρον, niesen; μέγ' ἔπταρε, er nies'te laut, Od. 17, 541, wo es schon als gute Vorbedeutung gilt, vgl. 545, Her. 6, 107, Ar. Ran. 646; πτάρε, Plat. Conv. 185 e; Sp. – Übertr. von der Lampe, sich schneuzen, λύχνε, τρὶς ἔπταρες, Ep. ad. 61 (VI, 333). – Besser attisch soll πτάρνυμαι sein.
French (Bailly abrégé)
f. πταρῶ, ao.2 ἔπταρον, pf. inus.
Pass. ao.2 ἐπτάρην;
éternuer : μέγ' ἔπταρε OD il éternua fortement (ce qui était un présage favorable).
Étymologie: R. Πταρ, éternuer ; cf. πτάρνυμαι, lat. sternuto.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πταίρω zie πτάρνυμαι.
Russian (Dvoretsky)
πταίρω: (fut. πτᾰρῶ, aor. 1 ἔπτᾱρα, aor. 2 ἔπταρον)
1 чихать Her., Plat., Anth.: μέγ ἔπταρε Hom. он громко чихнул (что считалось благим предзнаменованием или подтверждением);
2 (о светильнике), с треском вспыхивать, трещать, Anth.
English (Autenrieth)
aor. 2 ἔπταρεν: sneeze, Od. 17.541†.
Spanish
Greek Monolingual
Greek Monotonic
πταίρω: (ενεστ. σε χρήση το αποθ. πτάρνυμαι), αόρ. βʹ ἔπτᾰρον· φταρνίζομαι, μέγ' ἔπτᾰρε, φταρνίστηκε δυνατά, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· «Ζεῦσῶσον», ἐὰν πτάρῃ, καθώς λέμε εμείς «με τις υγείες σου», σε Ανθ.· λέγεται για καντήλι, τρεμοσβήνω, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πταίρω: (ὁ ἐν χρήσει ἐνεστὼς εἶναι τὸ ἀποθ. πτάρνυμαι, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 9, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 13, Ἀριστ. Προβλ. 33. 1, 2 κἑξ.)· ἀόρ. β΄ ἔπτᾰρον Ὅμ., κτλ. (πρβλ. ἐπιπταίρω)· σπανίως ἀόρ. α΄ πτάραντες, Ἀριστ. Προβλ. 33. 16. - Παθ., ἴδε ἐν τέλει. Πταρνίζομαι, κοινῶς «φταιρνίζομαι, μέγ’ ἔπτᾰρε, «φταιρνίσθηκε δυνατά», Ὀδ. Ρ. 541, - ὅπερ ἐκεῖ λαμβάνεται ὡς καλὸς οἰωνός, πρβλ. 545, Ἀριστοφ. Βάτρ. 647· ἔπταρον εἰς ἀνέμους Ἀνθ. Π. 11. 375· οὐδὲ λέγει «Ζεῦ σῶσον», ἐὰν πτάρῃ, ὡς ἡμεῖς λέγομεν ὑγεία!» «γειά σου», Ἀνθ. Π. 11. 268· (ἐντεῦθεν, πταρμὸν δ’ ὄρνιθα καλεῖτε Ἀριστοφ. Ὄρν. 720· σημεῖον οἰωνιστικὸν κατὰ τὸν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 1. 11, 6. πρβλ. Ἀθην. 66C)· ὡσαύτως ὁ κακὸς οἰωνός, λυπούμεθ’, ἢν πταρῇ τις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 5. 9· - κάμνω τι ὅπως πταρνισθῶ, ἀναλαβὼν τοιοῦτόν τι, οἵῳ κινήσαις ἂν τὴν ῥῖνα, πτάρε Πλάτ. Συμπ. 185Ε· μεταφορ., ἐπὶ λύχνου «πρωτσαλίζω», Ἀνθ. Π. 6. 333· - ὡσαύτως ἐν τῷ παθ. ἀορ. μετοχ. πταρεὶς Πλάτ. Ἱππ. 1145G, Ἀριστ. Προβλ. 8. 8. (Ἡ √ΠΤΑΡ, πτάρνυσθαι παρίσταται ἐν τῇ Λατ. διὰ τοῦ STFR, ster-nuere, πρβλ. πτύρομαι).
Middle Liddell
[the pres. in use was the Dep. πτάρνυμαι
to sneeze, μέγ' ἔπτᾰρε he sneezed aloud, Od., Ar.; "Ζεῦ σῶσον," ἐὰν πτάρῃ, as we say "God bless you, " Anth.:—of a lamp, to sputter, Anth.
Léxico de magia
1 estornudar como señal ἐὰν δὲ πταρῇς δὶς ἢ καὶ πρός, ὁλοκληρεῖ καὶ ἀνέρχεται si estornudas dos o más veces, está sana y regresa P IV 135 2 chisporrotear ref. a una lámpara, como señal ἐὰν μὲν ὁ πρῶτος λύχνος πταρῇ, γνῶ, ὅτι εἴλημπται ὑπὸ τοῦ δαίμονος si la primera lámpara chisporrotea, sabe que ha sido poseída por el demon P VII 613