φυτεία

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτεία Medium diacritics: φυτεία Low diacritics: φυτεία Capitals: ΦΥΤΕΙΑ
Transliteration A: phyteía Transliteration B: phyteia Transliteration C: fyteia Beta Code: futei/a

English (LSJ)

ἡ,
A planting, X.Oec.7.20, 19.1, PSI4.433.5 (iii B. C.), etc.: pl., X.Oec.19.12, Thphr.HP2.5.1.
2 generation, production, Pl.Thg.121c.
II growth, habit of a plant, Thphr.HP3.8.4.
III plantation or simply a plant, Moschio ap.Ath.5.207d, Ev.Matt.15.13, OGI606.7 (Abila, i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1319] ἡ, 1) das Pflanzen, die Pflanzung, übertr., die Erzeugung; Xen. oec. 7, 20; vgl. Plat. Theag. 121 c; Plut. Alex. 35, oft. – 2) der Wuchs der Pflanze, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de planter, plantation;
2 croissance des plantes;
NT: plante ; produit du sol.
Étymologie: φυτεύω.

Russian (Dvoretsky)

φῠτεία:
1 посадка, насаждение (τῶν δένδρων Xen.);
2 произрастание, прозябание (sc. τοῦ σπόρου Xen.);
3 произведение на свет, деторождение Plat.;
4 посаженное растение NT.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτεία: ἡ, τὸ φυτεύειν, Ξεν. Οἰκ. 7, 20., 19, 1, Θεοφρ., κλπ., ἐν τῷ πληθ., Ξεν. αὐτόθι 19, 12. 2) γέννησις, παραγωγή, γένεσις, Πλάτ. Θεάγ. 121C. ΙΙ. ἡ αὔξησις φυτοῦ, Ξεν. Οἰκ. 20, 12, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 1. 1, 3, κλπ. ΙΙΙ ὡς καὶ νῦν, «φυτειά», πεφυτευμένος τόποςἁπλῶς, φυτόν, Ἀθήν. 207D, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιε΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 4521.

English (Strong)

from φυτεύω; trans-planting, i.e. (concretely) a shrub or vegetable: plant.

English (Thayer)

φυτείας, ἡ (φυτεύω, which see);
1. a planting (Xenophon, Theophrastus, Plutarch, Aelian, others).
2. thing planted, a plant (equivalent to φύτευμα): Athen. 5, p. 207d.; Boeckh, Corpus inscriptions No. 4521vol. iii., p. 240).

Greek Monolingual

η, Ν
1. (με περιλπτ. σημ.) νεαρά μεταφυτευμένα φυτά
2. αμπέλι που δεν έχει ακόμη καρποφορήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτεία, με συνίζηση (πρβλ. δουλεία: δουλειά)].
η, ΝΜΑ φυτεύω
τόπος φυτεμένος
νεοελλ.
1. μεγάλο συνήθως αγρόκτημα στις τροπικές ή υποτροπικές περιοχές, εξειδικευμένο σε ορισμένη καλλιέργεια
2. τεχνική δάσωση ή αναδάσωση γυμνών εκτάσεων
3. το σύνολο τών φυτών που φύονται ή καλλιεργούνται σε έναν τόπο, χλωρίδα
αρχ.
1. η ενέργεια του φυτεύω, φύτευμα
2. γέννηση, παραγωγήεἴτε φυτείαν εἴτε παιδοποιΐαν δεῖ αὐτὴν ὀνομάζειν», Πλάτ.)
3. αύξηση φυτού
4. φυτό.

Greek Monotonic

φῠτεία: ἡ (φυτεύω
I. φύτευμα, σε Ξεν.
II. ανάπτυξη φυτού, στον ίδ.
III. φυτό, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

φῠτεία, ἡ, φυτεύω
I. a planting, Xen.
II. the growth of a plant, Xen.
III. a plant, NTest.

Chinese

原文音譯:fute⋯a 廢帖阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:長出
字義溯源:移植,栽種的物,種植;源自 (φυτεύω)=栽種;而 (φυτεύω)出自 (φύω)*=噴出,發芽,生長
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 栽種的物(1) 太15:13