χοή

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοή Medium diacritics: χοή Low diacritics: χοή Capitals: ΧΟΗ
Transliteration A: choḗ Transliteration B: choē Transliteration C: choi Beta Code: xoh/

English (LSJ)

ἡ, (χέω)
A pouring out of liquid, drink offering, esp. made to the dead or over their graves (opp. λοιβή, σπονδή made to the gods), χοὴν χεῖσθαι νεκύεσσιν (where it is mixed with milk), of honey, wine, and water, poured out in succession, Od.10.518, cf. 11.26, Arist.Mu.400b22: freq. in Trag., always in plural (as also Hdt.7.43), χέουσα κηδείους χοάς A.Ch.87; χοὰς φέρειν τινί Id.Pers.609, Ch.15, etc.; χ. γῇ τε καὶ φθιτοῖς χέασθαι Id.Pers.219 (troch.), cf. S.OC477; κεχυμένων χοᾶν A.Ch.156 (lyr.); σπεῖσαι, κατασπείσειν, ἐπισπένδειν, E.Or.1322,1187, A.Ch.149; πέμπειν Id.Pers.624 (anap.); δοῦναι S.Ant.902, etc.; πατρὶ τυμβεῦσαι χ. Id.El. 406; αἴρειν, στάξαι, E.Hec.529, Heracl.1040; χοαῖσι στέφειν τὸν νέκυν S.Ant.431; ἱλάσκεσθαι γῆν X.Cyr.3.3.22.
2 rarely of libations in general, S.OC469, 1599.
II generally, stream, Ἀχέροντος ἄρσενας χοάς Id.Fr.523.—Mostly poet.

German (Pape)

[Seite 1361] ἡ, Guß, Ausgießung; bes. ein Trankopfer, eine Spende, wie sie bes. bei Todtenopfern gebraucht wurden, χοὴν χεῖσθαι νεκύεσσιν, Od. 10, 518. 11, 26, wo diese Todtenspende aus einem Gemisch von Honig, aus Wein und aus Wasser besteht, die in drei Güssen, eins nach dem andern ausgegossen wurde. So auch χοὴν φέρειν, ἐπιφέρειν, κομίζειν. Dah. αἱ χοαί, das Todtenopfer, inferiae, χοὰς χέασθαι Her. 7, 43; χοὰς γῇ τε καὶ φθιτοῖς χέασθαι Aesch. Pers. 215. 616; τύμβῳ χέουσα τάσδε κηδείους χοάς Ch. 85, u. öfter in diesem Stücke, welches davon den Namen hat; Soph. O. C. 470. 978 Ant. 427 u. öfter. – Aber auch ῥυτῶν ὑδάτων ἐνεγκεῖν λουτρὰ καὶ χοάς ποθεν, reinigendes Wasser, O. C. 1595. – Eur. öfter; auch in Prosa, Xen. Cyr. 3, 3,22.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
libation ; particul. libation en l'honneur des morts.
Étymologie: χέω.

Russian (Dvoretsky)

χοή:χέω
1 возлияние (преимущ., в отличие от λοιβή и σπονδή) в честь умерших (из воды, вина и меда) Hom., Trag., Her., Plut.: χοὴν или χοὰς χεῖσθαί τινι Hom., Aesch. совершать заупокойное возлияние в честь кого-л.; πατρὶ τυμβεῦσαι χοάς Soph. совершить возлияние на могиле отца;
2 струя, поток (Ἀχέροντος χοαί Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

χοή: ἡ, (χέω) χύσις, χύσιμον, π. χ. ὑγροῦ, μέλιτος ἢ οἴνου, Λατ. Libario, ἐγίνετο δὲ ἡ χοὴ εἰς νεκρὸν ἢ εἰς τὸν τάφον αὐτοῦ, (λοιβὴ δὲ ἢ σπονδὴ ἐκαλεῖτο ἡ γινομένη εἰς τιμὴν τῶν θεῶν), χοὴν χεῖσθαι νεκύεσσιν, ἔνθα λέγεται ὅτι συνέκειτο ἐκ μίγματος μέλιτος, οἴνου καὶ ὕδατος, τρὶς ἐκχυνομένου, Ὀδ. Κ. 518, Λ. 66· ἡ συνήθεια ὅμως αὕτη πολλὰς ὑπέστη μεταβολάς, ἴδε Stanl. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 609, Erf. εἰς Σοφ. Ἀντιγ. 427· συχν. παρὰ τοῖς Τραγικ., οἵτινες ἀείποτε χρῶνται τῷ πληθ., ὡς καὶ ὁ Ἡρόδ. 7. 43· χοὰς τύμβῳ χέουσα Αἰσχύλ. Χο. 88, πρβλ. 92, 109, Σοφ. Ο. Κ. 478, Ἠλ. 84· χοὰς φέρειν τινὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 609, Χο. 15, κλπ.· χεῖσθαι γᾷ τε καὶ φθιτοῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 219, πρβλ. Χο. 154, Σοφ. Ο. Κ. 477· σπένδειν, κατασπένδειν, ἐπισπένδειν Εὐρ. Ὀρ. 1322, 1187, Αἰσχύλ. Χο. 149· πέμπειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 624, κλπ.· διδόναι τινὶ Σοφ. Ἀντιγ. 902, κλπ.· τυμβεύειν τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 406· ῥέειν, στάζειν Εὐρ. Ἑκ. 529, Ἡρακλ. 1040· ὡσαύτως, χοαῖσι στέφειν τὸν νέκυν (πρβλ. ἐπιστέφω) Σοφ. Ἀντ. 431· ἱλάσκεσθαι γῆν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 22· πρβλ. χοηφόρος. 2) ἐνίοτε λαμβάνεται ἐπὶ τῆς ὅλης θυσίας, ἥτις ὑπὲρ τῶν νεκρῶν προσφέρεται, Λατιν. Inferiae, Σοφ. Ἠλ. 406, Merrick εἰς Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 605. 3) σπανίως λεγεται ἐπὶ ἄλλων σπονδῶν πλὴν τῶν νεκρικῶν, Σοφ. Ο. Κ. 470, 1599. ΙΙ. καθόλου ῥεῦμα, ῥοαί, νάματα, Ἀχέροντας ἄρσενας χοὰς Σοφ. Ἀποσπ. 469· - ἐν Ο. Κ. 1599 φαίνεται ὅτι σημαίνει ἁπλῶς ὕδωρ. - Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ λέξις εἶναι ποιητ.

English (Autenrieth)

(χέω): libation, drink-offering, especially in sacrifices for the dead, Od. 10.518 and Od. 11.26.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
(στην αρχαία Ελλάδα) σπονδή από μέλι, κρασί και νερό, η οποία γινόταν στον τάφο νεκρού προς τιμήν του («τύμβῳ χέουσα τάσδε κηδείους χοάς», Αισχύλ.)
αρχ.
1. η θυσία που γινόταν προς τιμήν νεκρού
2. (γενικά) σπονδή («πρῶτον μὲν ἱερὰς ἐξ ἀειρύτου χοὰς κρήνης ἐνεγκοῦ, δι' ὁσίων χειρῶν θιγών», Σοφ.)
3. ρεύμα, ροή, νάμα («Ἀχέροντος... χοάς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χοή (< χοFη, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F-) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χοF- του ρ. χέω. Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. hava- «θυσία»].

Greek Monotonic

χοή: ἡ (χέω),
1. προσφορά υγρού, Λατ. libatio, ιδίως προσφέρονταν στους νεκρούς (λοιβή ή σπονδή ήταν αυτή που γινόταν για χάρη των θεών), σε Ομήρ. Οδ.· συχνά σε πληθ., σε Τραγ.
2. σπανίως λέγεται για κάποια άλλη θυσία εκτός εκείνης προς τους νεκρούς, σε Σοφ.

Middle Liddell

χοή, ἡ, [χέω]
1. a drink-offering, Lat. libatio, such especially as were made to the dead (λοιβή or σπονδή being that made to the gods), Od.; often in plural, Trag.
2. rarely of any other than funeral libations, Soph.

Mantoulidis Etymological

(=χύσιμο ὑγροῦ πρός τιμή νεκροῦ, νεκρική σπονδή). Ἀπό τό χέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.