вместе

From LSJ

Russian > Greek

ὁμοῦ, μετά, συμφιλέω, σύν, ξύν, συνεκφωτίζω, ὁμαρτῆ, ὁμαρτῇ, ὑμάρτη, ἄμυδις, συνοράω, συναπεχθάνομαι, συνδιαμνημονεύω, συνεισελαύνω, συνεισέρχομαι, συνεισπλέω, συμπαρατρέφω, συμπορίζω, συνεκλεκτός, συνεπιτελέω, συνεπεύχομαι, συνεπευθύνω, συνευρίσκω, συμμισέω, συναιτιάομαι, συνεξαπατάω, συνηπεροπεύω, συμπεριτειχίζω, συνεπικουρέω, συμπεριτρέπω, συνεπιστρατεύω, συναπορρήγνυμι, συμπεριφθείρομαι, συμπαρασκευάζω, συνεξανίστημι, συναίρω, συναείρω, συμπέμπω, συναποστέλλω, συνεφάπτομαι, συνεπάπτομαι, συνέρπω, συνδιαπέτομαι, συνεξανθέω, συγκατακαίω, συγκατακάω, συνδιανεύω, συνεξανύτω, συσσῴζω, συντλάω, συνεπικοσμέω, συναποθνῄσκω, συνεπιταχύνω, συνάπειμι, συναισθάνομαι, συντελέω, παραδαρθάνω, σύναμα, συνάμα, συνεσκευασμένως, ξυνά, συνεπιχειρέω, συγκαίω, συγκάω, συμπαίω, σύνοιδα, συσπουδάζω, συνυποκρίνομαι, μίγδα, ὁμοθυμαδόν, συμπέτομαι, παρακλίνω, παρκλίνω, ὁμῶς, ὁμαλῶς, συγκαθέζομαι, πάρεδρος, κοινῶς, σύμμιγα, κοινά, κοινῇ, ἴκταρ, συνεπιτίθημι