ἀγκάλη
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A bent arm, mostly in plural, ἐν ἀγκάλαις = in the arms A.Ag.723, Supp.481, E.Alc.351, al.; prov., ἐν ταῖς ἀγκάλαις περιφέρειν τινά X.Cyr.7.5.50; without ἐν, ἀγκάλαις ἔχειν, ἀγκάλαις περιφέρειν, E.IT289, Or.464; ἐπ' ἀγκάλαις λαβεῖν Id.Ion761, cf. IT1250; ἐς ἀγκάλαις Ion1598; πρὸς ἀγκάλαις πεσεῖν ib.962; ὑπ' ἀγκάλαις σταθείς Id.Andr.747: rarely in sg., Corinn.19 (s.v.l.); φέρειν ἐν τῇ ἀγκάλῃ Hdt.6.61, cf. X.l.c., Timocl.7.4.
2 bend of knee, Cael.Aur.TP5.1.2.
II metaph., anything closely enfolding, κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23; πετραία ἀγκάλη A.Pr.1019; πόντιαι ἀγκάλαι Id.Ch.587, cf. E.Or.1378; πελαγίοις ἐν ἀγκάλαις Nausicr. 1.3; of the air, γῆν.. ἔχονθ' ὑγραῖς ἐν ἀγκάλαις E.Fr.941.
III bundle, sheaf, BGU1180 (i B. C.), PLond.1.131r396 (i A. D.), POxy.935.19 (iii A. D.).
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [beoc. dat. plu. ἀγκάλησι Corinn.7.2]
I 1 ángulo interior del brazo frec. en dat. en brazos αὐχέν' ἀγκάλῃσ' ἔχων Archil.300.30, πῆδα Ϝὸν θέλωσα φίλης ἀγκάλησ' ἑλέσθη = queriendo tomar a su hijo en brazos Corinn.7.2, ἀγκάλαις ἔχειν, περιφέρειν E.IT 289, Or.464, τέκν' ἀγκάλῃς ἄραις Herod.5.71, esp. ἐν ἀγκάλαις A.A.723, Supp.481, E.Alc.351, X.Cyr.7.5.50, OGI 56.60 (III a.C.), φέρειν ἐν τῇ ἀγκάλῃ Hdt.6.61, cf. Timocl.7.4, ἐπ' ἀγκάλαις E.Io 761, PMasp.295.3.5 (VI d.C.), ἐς ἀγκάλας E.Io 1598, Plb.15.26.3, Eu.Luc.2.28, πρὸς ἀγκάλαις πεσεῖν E.Io 962, ὑπ' ἀγκάλαις σταθείς E.Andr.747, ἄνθη ἀπὸ τῆς ἀγκάλης Philostr.Im.1.5.1.
2 fig. gener. del mar y las olas brazos, seno κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.110, ποντίαι ἀγκάλαι A.Ch.587, cf. E.Or.1378, πελαγίοις ἐν ἀγκάλαις Nausicr.1.3, del aire γῆν πέριξ ἔχονθ' ὑγραῖς ἐν ἀγκάλαις E.Fr.941, λείμακες ... χοροὺς ἀγκάλαις δέχονται = prados ... acogen a los coros en su seno, Lyr.Adesp.8a.3
• sg. πετραία ἀγκάλη = un abrazo de piedra (de la roca de Prometeo), A.Pr.1019, cf. Synes.Ep.4.166.
II corva Cael.Aur.TP 5.1.3.
III gavilla, haz de sarmientos, mieses, frec. como unidad de medida ξύλων παπυρικῶν SB 14375.8 (I a.C.), δεσμεύειν ἀγκάλας SB 9699.426, 437 (I d.C.), ἀγκαλισμὸς καὶ δέσις ἀγκαλῶν καὶ μεταφορά POxy.3354.9 (III d.C.), cf. SB 12615 (II d.C.) en BL 9.288, POxy.935.19 (III d.C.), fig. de Cristo ἡ ἀγκάλη ἡ ἐναγκαλισθεῖσα ἐν θεῷ Epiph.Const.Haer.51.31.8.
• Etimología: Deriv. en *-l- de *ank- ‘curvo’, ‘curvar’: ai. añcati, gr. ἄγκος, etc.; c. alarg. *-n- cf. ἀγκών, etc.; c. *-r- ἄγκυρα, etc. Quizá la raíz de ἄγγος y ἄγχω c. diversos alarg.
German (Pape)
[Seite 14] ἡ, Ellnbogen, Arm, gew. plur., ἐν ἀγκάλαις ἔσκε Aesch. Ag. 705; ἐν ἀγκ. λαβών; so oft bei Eur.; μόνον οὐκ ἐν ἀγκ. περιφέρειν Xen. Cyr. 7, 5, 50 (unser auf den Händen tragen). Eur. ἀγκάλαις περιφέρειν Or. 464. Übertr. auf alles Umfassende, Eur. χερὸς ὑπ' ἀγκάλαις ἐμαῖς Ion. 1357; Aesch. πόντιαι ἀγκ. Ch. 580; πελάγιαι Eur. Hel. 1068; vgl. Or. 1376; Ar. Ran. 704; Nausicr. com. Ath. VII, 296 a; πετραία Aesoh. Pr. 1021; den sing. hat noch Plat. Legg. VII, 789 c; Luc. D. Mar. 1, 5; Plut. hat das früher nur poei. W. öfter. z. B. ἐν ἀγκάλαις γῆς de pr. frig. 20.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 bras recourbé, au pl., rar. au sg.
2 toute chose arrondie, recourbée qui enveloppe, enserre : πετραία ἀγκάλη ESCHL l'embrassement, l'étreinte d'un rocher ; πόντιαι ἀγκάλαι ESCHL les bras de la mer.
Étymologie: cf. ἀγκάς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀγκάλη -ης, ἡ [~ ἀγκών, ἀγκύλος (gebogen) arm:; παῖδ’ ἀγκάλαις περιφέρων het kind in zijn armen ronddragend Eur. Or. 464; ἀγκάλαις ἔχειν in de armen houden Eur. IT 289; ἐπ’ ἀγκάλαις λαβεῖν in de armen nemen Eur. Ion 761; δέχεσθαι εἰς τὰς ἀγκάλας in de armen nemen NT Luc. 2.28; πρὸς ἀγκάλαις πεσεῖν om zich in je armen te storten Eur. Ion 962; overdr.. πόντιαι ἀγκάλαι de (omstrengelende) armen van de zee Aeschl. Ch. 587; πετραία δ’ ἀγκάλη σε βαστάσει een arm van rotsen zal je dragen Aeschl. PV 1019.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκάλη: (κᾰ) ἡ преимущ. pl.
1 согнутая рука, локоть (часть руки от локтевого сустава до кисти): ἐν τῇ ἀγκάλῃ φέρειν Her. и (ἐν ταῖς) ἀγκάλαις περιφέρειν Xen., Eur. (тж. перен.) носить на руках; χερὸς ὑπ᾽ ἀγκάλαις Eur. в руках или в руке; ὑπ᾽ ἀγκάλαις (τινὸς) σταθείς Eur. находясь под чьей-л. защитой;
2 объятия; недра, лоно: πόντιαι ἀγκάλαι Aesch. морская пучина; πετραία ἀ. Aesch. каменное лоно, т. е. могильный холм из обломков скал; κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Arph. в объятиях волн.
Middle Liddell
ἄγκος
I. the bent arm, Hdt., etc.; mostly in plural, ἐν ἀγκάλαις in the arms, Aesch., Eur.; ἐν ταῖς ἀγκ. Xen.;—in sg., φέρειν ἐν τῇ ἀγκάλῃ Hdt.
II. metaph. anything closely enfolding, πετραία ἀγκάλη Aesch.; πόντιαι ἀγκάλαι bights or arms of the sea, Aesch.; κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Ar.
English (Abbott-Smith)
ἀγκάλη,-ης, ἡ (< ἄγκος, a bend), [in LXX for אַצִּיל, חֵיק;]
the bent arm: Lk 2:28 (cf. ἐναγκαλίζομαι). †
English (Strong)
from agkos (a bend, "ache"); an arm (as curved): arm.
English (Thayer)
(ης, ἡ (ἀγκη, ἀγκάς (from the root ak to bend, curve, cf. Latin uncus, angulus, English angle, etc.; cf. Curtius, § 1; Vanicek, p. 2 f)), the curve or inner angle of the arm: δέξασθαι εἰς τάς ἀγκάλας, ἀγκάς λαβεῖν ἐν ἀγκάλαις περιφέρειν, etc., see ἐναγκαλίζομαι. (From Aeschylus and Herodotus down.))
Greek Monotonic
ἀγκάλη: [ᾰ], ἡ (ἄγκος),
I. λυγισμένος βραχίονας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· κυρίως στον πληθ., ἐν ἀγκάλαις, στις αγκάλες, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἐν ταῖς ἀγκάλαις, σε Ξεν.· στον ενικ., φέρειν ἐν τῇ ἀγκάλῃ, σε Ηρόδ.
II. μεταφ., οτιδήποτε είναι στενά περικυκλωμένο· πετραία ἀγκάλη, σε Αισχύλ.· πόντιαι ἀγκάλαι, κολπίσκοι ή βραχίονες της θάλασσας, στον ίδ.· κυμάτων ἐνἀγκάλαις, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκάλη: [ᾰ], ἡ, ὁ κεκαμμένος βραχίων, Ἡρόδ., κτλ., ἐν ἀγκάλαις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 723, Ἱκ. 481, Εὐρ.· παροιμ. ἐν ταῖς ἀγκ. περιφέρειν τινά, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 50· ὡσαύτως ἄνευ τῆς ἐν: ἀγκάλαις ἔχειν, περιφέρειν, Εὐρ. Ι. Τ. 289, Ὀρ. 464· ὡσαύτως, ἐπ’ ἀγκάλας λαβεῖν, ὁ αὐτ. Ἴων. 761· ἐς ἀγκ., αὐτ. 1598· πρὸς ἀγκάλαις πεσεῖν, αὐτόθ. 962· ὑπ’ ἀγκάλαις σταθείς, ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 747· ― σπανίως καθ’ ἑνικ., φέρειν ἐν τῇ ἀγκάλῃ, Ἡρόδ. 6. 61, πρβλ. Τιμοκλ. ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3. σ. 96. ΙΙ. μεταφ. πᾶν τὸ στενῶς περιβάλλον, πετραία ἀγκάλη, Αἰσχύλ. Πρ. 1019· πόντιαι ἀγκάλαι, γωνίαι, βραχίονες τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. Χο. 587, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1378· πελαγίοις ἐν ἀγκάλαις, Ναυσικρ. ἐν «Ναυκλήροις», 1· κυμάτων ἐν ἀγκάλαις, Ἀριστοφ. Βατρ. 704· ἔτι καὶ περὶ τοῦ ἀέρος, γῆν... ἔχονθ’ ὑγραῖς ἐν ἀγκ., Εὐρ. Ἀποσπ. 935. πρβλ. ἀγκοίνη. (Περὶ τῆς ῥίζης ὅρα ἄγκος).
Chinese
原文音譯:¢gk£lh 昂卡累
詞類次數:名詞(1)
原文字根:緊抱 相當於: (חֹוק / חֵיק)
字義溯源:手臂,手;源自(ἄγκιστρον)X*=彎曲)。這字只用一次,說到公義虔誠的西面,用手從耶穌的父母接過孩子,稱頌神( 路2:28)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 手臂(1) 路2:28
Mantoulidis Etymological
(=λυγισμένος βραχίονας). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τη λέξη ἀγκών. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγκάζομαι (=παίρνω στήν ἀγκαλιά μου), ἀγκάς (ἐπίρρ. =στήν ἀγκαλιά), ἀγκαλίς (=δέμα ὅσο χωράει ἡ ἀγκαλιά), ἀγκάλιασμα (=ὅ,τι ἀγκαλιάζει κάποιος), ἄγκαλος (=δέμα πού γεμίζει μιά ἀγκαλιά).