ἀκατάλυτος
English (LSJ)
ἀκατάλυτον, indissoluble, perpetual, κράτος, ζωή, D.H.10.31, Ep.Heb.7.16; βάσανος LXX 4 Ma.10.11; unimpaired, Jahresh.14 Beibl.135 (Cyme).
Spanish (DGE)
-ον
1 indisoluble, indestructible, eterno κράτος D.H.10.31, δύναμις D.C.Epit.7.25.2, βάσανος LXX 4Ma.10.11, ζωή Ep.Hebr.7.16, Marc.Er.Nic.8.7, 11.
2 adv. ἀκαταλύτως = eternamente Chrys.M.60.486.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indissoluble;
NT: impérissable.
Étymologie: ἀ, καταλύω.
German (Pape)
nicht aufzulösen, -heben, τὸ τῆς δημαρχίας κράτος Dion.Hal. 10.31.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάλῠτος: неразрывный, нерасторжимый, т. е. неодолимый (δύναμις ζωῆς NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάλῠτος: -ον, ὁ μὴ καταλυόμενος, Διον. Ἁλ. 10. 31, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 16.
English (Abbott-Smith)
ἀκατάλυτος, -ον (< καταλύω), [in LXX: IV Mac 10:11 *;]
indissoluble: He 7:16. †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of καταλύω; indissoluble, i.e. (figuratively) permanent: endless.
English (Thayer)
(καταλύω), indissoluble; not subject to destruction, (A. V. endless): ζῶν, Dionysius Halicarnassus 10,31.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάλυτος, -ον) καταλύω
αυτός που δεν καταλύεται ο αιώνιος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν φθείρεται, ο ανθεκτικός
2. (για θρησκευτική νηστεία) η μέρα κατά την οποία δεν επιτρέπεται η κατάλυση, η κατανάλωση πασχαλινού φαγητού.
Greek Monotonic
ἀκατάλῠτος: -ον (καταλύω), άφθαρτος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
καταλύω
indissoluble, NTest.
Chinese
原文音譯:¢kat£lutoj 阿-卡他-呂拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-向下-釋放的
字義溯源:不可分解的,不能毀壞的,無窮的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(καταλύω)=解散)組成;而 (καταλύω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λύω)*=解開)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 不能毀壞的(1) 來7:16
Translations
indestructible
Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний