ἀλίβας

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλίβας Medium diacritics: ἀλίβας Low diacritics: αλίβας Capitals: ΑΛΙΒΑΣ
Transliteration A: alíbas Transliteration B: alibas Transliteration C: alivas Beta Code: a)li/bas

English (LSJ)

αντος, ὁ,
A dead body, corpse, ἔνεροι καὶ ἀλίβαντες Pl.R. 387c, cf. IPE12.519 (Cherson.).
2 dead river, i.e. Styx, S.Fr. 790 (cf. 994).
3 dead wine, i.e. vinegar, Hippon.102; ἔβηξαν οἷον (v.l. οἶνον) ἀλίβαντα (or ἁλίβ-, i.e. οἱ ἀλίβ-) πίνοντες Call.Fr. 88; cf. EM63.52. (Ancient Gramm. derived the word fr. ἀ- priv., λιβάς and gave it the meaning dry, withered, cf. Did. ap. Sch.Ar.Ra. 186, Corn.ND35, Plu.2.736a; the quantity of the first a is dub.)

Spanish (DGE)

-αντος, ὁ
• Prosodia: [ᾱλῐ-]
I fantasma, cadáver, alma en pena ἔνεροι καὶ ἀλίβαντες Pl.R.387c, ψυχαὶ δὲ κατα[χ] θονίων ἀ[λι] βάντων IPE 12.519.11 (Quersoneso Táurico II d.C.), cf. Did. en Sch.Ar.Ra.186D., Corn.ND 35, Plu.2.736a, 956a, Hsch., Phot.α 949, Sud., EM α 843, Eust.1559.45, cf. ἀλύβας.
II fig.
1 vino muerto o picado e.d. vinagre Hippon.189, Call.Fr.216, cf. Hsch., Phot.α 949, Sud.
2 agua muerta o simpl. como n. propio Alibas uno de los ríos del Hades, Hsch., Phot.α 949, Sud.s.u. κήρ, EM 550.34G., Eust.1237.20.
III 1sent. dud., quizá un tipo de herramienta, BGU 544.25 (II d.C.), cf. BL 1.51.
2 entom., un tipo de saltamontes o grillo, quizá Trogophilus cavila ἀ.· βροῦχος Hsch.
• Etimología: Se propone una etim. popular = ‘seco’ (παρὰ τὸ μὴ λιβάδα ἔχειν) o bien un préstamo (cf. lat. Libitina diosa de los muertos y etrusco lupuha muerto’.

German (Pape)

[Seite 95] αντος, ὁ (von λιβάς, nach den Alten, ohne Lebenssaft, dem διερός entgegengesetzt), der Todte, Soph. frg. 751; ἔνεροι καὶ ἀλίβαντες, Plat. Rep. III, 387 c (Schol. διὰ τὴν λιβάδος ἀμεθεξίαν); Plut. Symp. VIII, 10, 3 verbindet es mit σκελετός, beide Namen seien von der ξηρασία hergenommen; Call. frg. 88 soll nach E. M. οἶνος ἀλ. (entweder todter Wein, der kein Wein ist, oder der sich nicht zu Spenden eignet) Essig sein.

French (Bailly abrégé)

αντος;
adj.
sans suc, sans sève ; desséché, mort ; subst.ἀλίβας SOPH le fleuve des enfers.
Étymologie: , λείβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλίβας -αντος, ὁ, lijk, dode.

Russian (Dvoretsky)

ἀλίβας: αντος (ᾱλῐ) ὁ
1 мертвец Plat., Plut.;
2 река мертвых, т. е. Стикс Soph.

Frisk Etymological English

-αντος
Grammatical information: m.
Meaning: corpse, a dead (Pl. R. 387 c, H.), also of the Styx (S. Fr. 790) and metaphorically of wine-vinegar (Hippon.). ἀλίβας· νεκρός ἦ βροῦχος ἦ ποταμός ἦ ὄξος H.; other glosses s. Peiffer ad Call. fr. 216 (v.l. ἁ-; the vowel is perhaps long).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The antique explanation as sapless with α privativum and λιβάς is popular etymology (defended by Lawson ClassRev. 40, 52ff., 116ff.; cf. Wilamowitz Herm. 54, 64. Wrong Immisch Arch. f. Religionswiss. 14, 449f. Furher Petersson Gr. u. lat. Wortstudien (1922) 3f. Kretschmer Glotta 28, 269 connected Etr. lupu he died, Lat. Libitina; possible, but uncertain. The deviant shape of the word and forms like ὀκρίβας, κιλλίβας, λυκάβας, Κορύβαντες (not to βαίνω of course) make it clear that this is a substr. word.

Middle Liddell

[Deriv. unknown.]
a dead body, corpse, Plat.

Greek Monolingual

ἀλίβας (-αντος), ο (Α)
1. πτώμα νεκρού, νεκρός
2. ο ποταμός τών νεκρών, η Στυξ
3. γλυκάδι, ξίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της Αρχαίας, σημασιολογικώς στενά συνδεδεμένη με τον Κάτω κόσμο. Στον Πλάτωνα, η λ. απαντά παράλληλα με την ποιητική λ. ἔνερος (ἔνεροι και ἁλίβαντες) κατά την περιγραφή τών μελανών σημείων του Κάτω κόσμου. Στον Σοφοκλή η λ. ἀλίβας απαντά (ος χαρακτηρισμός της Στυγός με τη σημασία «νεκρό ποτάμι». Η λ. απαντά επίσης και με τη σημασία «ξίδι», δηλ. «νεκρό κρασί» (οἶνον ἀλίβαντα πίνοντες). Ετυμολογικά η λ. ειναι αβέβαιης προελεύσεως. Πιθανώς να πρόκειται για προϊόν συνθέσεως με α΄ συνθ. ἁλι- (< ἅλς) και β΄ συνθ. -βαντες < βαίνω (πρβλ. και ὀκρίβας, κιλλίβας), επειδή πίστευαν πως οι ψυχές τών νεκρών περιπλανιόνταν στα κύματα. Κατ’ άλλη άποψη, η λ. πιθ. να είναι δάνειο, που συνδέεται με τη λατινική θεότητα τών νεκρών Libitina και με τον ετρουσκικό τ. lupu «είναι νεκρός»].

Greek Monotonic

ἀλίβας: [ᾱ], -αντος, ὁ, νεκρό σώμα, πτώμα, σε Πλάτ. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίβας: αντος, ὁ, πτῶμα νεκροῦ, Ἱππῶναξ. 102· ἔνεροι κατ᾿ ἀλίβαντες, Πλάτ. Πολ. 387C· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 188, 196. 2) ὁ ποταμὸς τῶν νεκρῶν, ὅ ἐ. ἡ Στύξ, Σοφ. Ἀποσπ. 751· πρβλ. 831. 3) οἶνος μεταβεβλημένος, δηλ. ὄξος· ἔβηξαν οἷον (ἑτέρα γραφὴ οἶνον) ἀλίβαντα πίνοντες, Καλλ. Ἀπόσπ. 88· ἴδε Ἐτυμ. Μ. 63. 52. (Οὐδὲν εἶναι γνωστὸν περὶ τῆς ἀρχῆς τῆς λέξεως διότι ἡ γνώμη τῶν γραμμ. ὅτι κυρίως σημαίνει ξηρός, ἐξηραμμένος (α στερητ. καὶ λιβάς) ἀναιρεῖται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ ποσότης εἶναι ᾱλίβας. Ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει Λακων. λέξ. ἀκχαλίβαρ = κράββατος, ὅπερ πιθανὸν νὰ ἔχῃ συγγένειάν τινα πρὸς αὐτό).

Frisk Etymology German

ἀλίβας: -αντος
{alíbas}
Grammar: m.
Meaning: Leichnam, Gestorbener (Pl. R. 387 c, H.), auch von Styx (S. Fr. 790) und übertragen vom Weinessig (Hippon., Kall.).
Etymology: Die antike Erklärung als saftlos aus a privativum und λιβάς ist leere Spekulation; die modernen Erklärer sind aber nicht glücklicher gewesen. Lit.: Lawson ClassRev. 40, 52ff., 116ff.; v. Wilamowitz Herm. 54, 64; Immisch Arch. f. Religionswiss. 14, 449f.; Wahrmann Glotta 17, 252f.; Kretschmer Glotta 28, 269; Petersson Gr. u. lat. Wortstudien (1922) 3f.; zur Bildung vgl. noch Schwyzer 526: 4.
Page 1,72