ἄσκησις
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ἀσκήσεως, ἡ, (ἀσκέω)
A exercise, practice, training, ἐξ ἀσκήσιος ἀγαθοὶ γίνονται Democr.242, cf. Protag.3, Pl.Prt. 323d, al.; γυμνασίων καὶ ἀσκησίων ἐπιμελόμενοι Hp.VM4, cf. Th.2.39; πολεμική X.Cyr.8.1.34; ἱππική IG2.478b18: in plural, exercises, ἔθεσικαὶ ἀσκήσεσι Pl. R.518e, cf. Plt.294d.
II c. gen., ἄσκησις τινος = practice of or in a thing, Th.5.67; ἀρετῆς X.Mem.1.2.20; δειλίας ἀλλ' οὐκ ἀνδρείας Pl.Lg. 791b.
III generally, mode of life, profession, Luc.Vit.Auct.7; of a philosophical sect, ἡ Κυνικὴ ἄσκησις Id.Tox.27.
2 of religious sects, asceticism, Str.15.1.61,17.1.29, Ph.1.643,J.BJ2.8.10.
IV adornment, τῶν τριχῶν Aeschin.Socr.18.
Spanish (DGE)
ἀσκήσεως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. plu. -ίων Hp.VM 4]
I adorno, arreglo τῶν τριχῶν Aeschin.Socr.18.
II 1práctica, ejercicio, entrenamiento op. φύσις: φύσεως καὶ ἀσκήσεως διδασκαλία δεῖται Protag.B 3, cf. Democr.B 242, Pl.Prt.323d, Plu.2.226a, en otros contextos ἔθεσι καὶ ἀσκήσεσιν Pl.R.518e, cf. Hp.Ep.16, Phld.Rh.2.61Aur., Plu.2.584f, Philostr.VS 541
•c. diferentes determ., adj. πολεμική X.Cyr.8.1.34, ἱππική ἄσκησις IG 22.1042.21 (I a.C.), γραμματική ἄσκησις Man.1.305, c. prep. ἐν νόμῳ θεοῦ LXX 4Ma.13.22, εἰς τὸν πόλεμον Plu.Lyc.22, c. gen. δειλίας Pl.Lg.791b, ἀρετῆς X.Mem.1.2.20, Arist.EN 1170a11, τῶν ἐς τὸν πόλεμον Th.5.67, τέχνης Gal.Adhort.7, τοῦ δρόμου D.C.Epit.7.26.9
•mantenimiento, cuidado ὑγιείης Hp.Epid.6.4.18, ὀργάνων Hp.Epid.6.6.2
•estudio τῶν θείων μαθημάτων Meth.Symp.9.4, γραφῶν Meth.Symp.9.4, cf. Origenes Cels.7.60, Eus.HE 6.2.15.
2 entrenamiento físico, ejercicio corporal, ἐπίπονος ἄσκησις Th.2.39, cf. Hp.VM 4, Pl.Plt.294d, D.61.22, Arist.Pol.1288b13, Plu.2.593d, c. gen. ἄσκησις τῶν σωμάτων Isoc.11.18.
3 disciplina, modo de vida en los estoicos ἄσκησις καὶ μάχη Aristo Stoic.1.85, como tít. de obras de Herill.Stoic.1.91.9, Dionys.Stoic.1.93.20
•en los cínicos κυνικὴ ἄσκησις Luc.Tox.27, I.AI 6.296, cf. Luc.Vit.Auct.7
•de los brahmanes, Aristobul.41.
III en lit. crist.
1 entrenamiento religioso como preparación para la vida ascética, de los esenios, I.BI 2.150, Hippol.Haer.9.27.2, Clem.Al.Strom.6.9.71
•perfeccionamiento religioso c. gen. subjet. ἄσκησις τῶν μελλόντων Mart.Pol.18.2
•en la Escritura ἡ κατὰ λόγον ἄσκησις Clem.Al.Strom.7.16.102, junto a σεμνότης y ἁγνεία Amph.Seleuc.335.
2 vida de disciplina, ascetismo ἐν ἐγκρατείᾳ καὶ ἀσκήσει ... διάγοντα Basil.Ep.81.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, Übung, καὶ ἐπιμέλεια Plat. Prot. 323 d; öfter; τινός Thuc. 5, 67; bes. der Athleten, 2, 39; Xen. Mem. 1, 2, 24. – Sp. Lebensweise, Gewerbe, Luc. vit. auct. 7.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 exercice, pratique (d'un art, etc.);
2 exercices gymniques, genre de vie des athlètes.
Étymologie: ἀσκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἄσκησις: ἀσκήσεως ἡ
1 упражнение, практическое изучение, практика (ἐπιμέλεια καὶ ἄσκησις Plat.; μελέτη καὶ ἄσκησις Plut.; ἄσκησις πολεμική Xen. и τῶν ἐς τὸν πόλεμον Thuc.): ἄσκησις τῆς ἀρετῆς Xen. воспитание добродетели;
2 образ жизни, занятие Luc.;
3 образ мыслей, направление (ἡ κυνικὴ ἄσκησις Luc.).
Greek Monolingual
η (AM ἄσκησις [ἀσκήσεως]) ασκώ
1. η εξάσκηση, η εκγύμναση του σώματος ή του πνεύματος με τη συνεχή επανάληψη
2. η συνεχής απασχόληση με κάτι («άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος», «Κυνικὴ ἄσκησις»)
3. η ασκητική ζωή
νεοελλ.
1. η πρακτική εφαρμογή θεμάτων που έχουν διδαχθεί («μαθηματικές, γραμματικές ασκήσεις»)
2. η χρησιμοποίηση («άσκηση ψυχολογικής βίας»)
3. «στρατιωτική άσκηση» — προετοιμασία των στρατιωτών για την εκτέλεση των καθηκόντων τους με «ασκήσεις πυκνής τάξης» (για παρελάσεις και τελετές) και «ασκήσεις μάχης» (εκπαίδευση στρατιωτικών μονάδων στους πιο ελεύθερους και ανεπτυγμένους σχηματισμούς και κινήσεις της μάχης).
Greek Monotonic
ἄσκησις: ἀσκήσεως, ἡ (ἀσκέω)·
I. άσκηση, εξάσκηση, εκγύμναση, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· σε πληθ., ασκήσεις, γυμνάσματα, σε Πλάτ.· με γεν., ἄσκησίς τινος, άσκηση για ή σε κάτι, στον ίδ.
II. γενικά, τρόπος ζωής, επάγγελμα, τέχνη, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἀσκέω
I. exercise, practice, training, Thuc., Xen., etc.; in plural exercises, Plat.:—c. gen., ἄσκ. τινος practice of or in a thing, Xen.
II. generally, a mode of life, profession, art, Luc.
English (Woodhouse)
exercise, practice, training, observance of, practice of