ἐπιμερίζω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
A impart, give a portion, v.l. in LXX Jb.31.2, 39.17.
b. Astrol., assign a number of years to life, Vett. Val.164.9.
2. distribute, τινὰς τοῖς φράτραις D.H.2.50; especially in Gramm., πρόσωπα A.D.Synt.92.21; ἐπιμεριζόμενον ὄνομα distributive, D.T.637.15; also γενικὴ-ομένη partitive genitive, A.D.Synt.35.1:—Pass., to be distributed, εἰς πλείονας ἡμέρας Sor.1.21.
3. mention severally, enumerate, Str.13.1.10, Hdn.Epim.157.
German (Pape)
[Seite 962] theilweise hinzufügen. zuteilen, τετράκις χιλίους ταῖς φράτραις ἐπεμέρισαν D. Hal. 2, 50; einteilen, Strab. XIII, 587; ἐπιμεριζόμενα sind bei den Grammatikern die Pronomina ἑκάτερος, ἕκαστος u. ä., u. die distributiven Zahlwörter, vgl. Choerobosc. B. A. 1340.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμερίζω: διανέμω, διαμοιράζω, τινί τι, τετρακισχίλιοι, οὓς ταῖς φράτραις ἐπεμέρισαν Διον. Ἁλ. 2. 50· τὰ ἐπιμεριζόμενα, ἐπιμεριστικαὶ ἀντωνυμίαι, οἷον ἕτερος, ἑκάτερος, ἕκαστος, Διον. Θρᾷξ 636. 13· περὶ γενικῆς διαιρετ., «πᾶσα γενικὴ παντὸς ὀνόματος ἐπιμεριζομένη συνέχει τὸ ἄρθρον (τῶν ἀνθρώπων οἱ μέν... οἱ δέ...)» Ἀπολλ. Δ. π. Συντ. 92. 21., 36. 10., 35. 24, 1. 3) μνημονεύω καθ’ ἓν ἕκαστον, Στράβων 587.
Greek Monolingual
(AM ἐπιμερίζω)
χωρίζω σε μερίδια, διαμοιράζω
μσν.
μέσ. ἐπιμερίζομαι
μοιράζομαι κάτι με άλλον
αρχ.
1. δίνω ως μερίδιο, κληρονομιά
2. αστρολ. καθορίζω πόσα χρόνια θα ζήσει κάποιος
3. αριθμώ, αναφέρω ξεχωριστά
4. γραμμ. εκφέρω μια λέξη που εκφράζει πλήθος ή σύνολο με γεν. επιμεριστική, ενώ τα μέρη του με την πτώση που απαιτεί η σύνταξη («τῶν ἀνθρώπων... οἱ μέν... οἱ δέ...»)
5. τὰ ἐπιμεριζόμενα
οι επιμεριστικές αντωνυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μερίζω «χωρίζω σε κομμάτια» (< μέρος)].