ἕδρανον

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕδρᾰνον Medium diacritics: ἕδρανον Low diacritics: έδρανον Capitals: ΕΔΡΑΝΟΝ
Transliteration A: hédranon Transliteration B: hedranon Transliteration C: edranon Beta Code: e(/dranon

English (LSJ)

τό, poet. form of ἕδρα,
A seat, abode, dwelling, Πελασγῶν Hes. Fr.212, cf. Orph.H.18.7; ἕδρανον κόσμου ib.26.4: mostly in plural, A.Pers.4, Supp.103, S.OC176,233, Pae.Delph.5, Maiist.36; ἀλλ' ἄνα ἐξ ἑδράνων rise from thy rest or idleness, S.Aj.192; Trag. only in lyr. exc. Id.Fr.1128.7 γῆ ἑδράνων ἔρημος, which is Stoic.
2 chair, Hsch.
II stay, support, said of an anchor, in sg., AP6.28 (Jul.).

Spanish (DGE)

(ἕδρᾰνον) -ου, τό
1 asiento ἑδράνων ἀφ' ἁγνῶν A.Supp.103, ἀλλ' ἄνα ἐξ ἑδράνων S.Ai.193, τετέλεστο δὲ πάντα μελάθρῳ ἕδρανα Maiist.65, cf. Hsch.
2 morada, sede Πελασγῶν ἕ. Hes.Fr.319, πολυχρύσων ἑδράνων φύλακες A.Pers.4, cf. S.OC 176, 232, Μηκώνην μακάρων ἕ. αὖτις ἰδεῖν Call.Fr.119.1, de Apolo ἀνὰ δικόρυμβα Παρνασσίδος ... ἕδραν' Pae.Delph.5, ἕ. ἀθανάτων Orph.H.18.7, cf. 19.3.
3 soporte, fundamento γῆ δ' ἑδράνων ἔρημος Trag.Adesp.620.8, ἕδρανα γῆς σώζοις Orph.H.17.9, Γαῖα ... ἕ. ἀθανάτου κόσμου Orph.H.26.4, cf. Nonn.D.2.214, de un ancla νηῶν θ' ἕ. ἀσταθέων AP 6.28 (Iul.Aegypt.).
• Etimología: Formación c. suf. -ανον (cf. χόδανον) sobre ἕδρα, q.u.

German (Pape)

[Seite 716] τό, der Sitz, fast nur im plur.; Aesch. Pers. 4 Suppl. 96; Soph. O. C. 173. 232; ἄνα ἐξ ἑδράνων, auf aus den Sitzen, der Ruhe, Ai. 192; sp. D., wie Nonn. D. 2, 214; den sing. hat Hes. frg. bei Strab. VII p. 327 u. Orph. H. 17, 7; auch Iulian. 6 (VI, 28) nennt den Anker νηῶν ἕδρανον εὐσταθέων, die Stütze.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
siège, demeure.
Étymologie: ἕδρα.

Russian (Dvoretsky)

ἕδρᾰνον: τό преимущ. pl.
1 местопребывание, жилище (Πελασγῶν Hes.; ἑδράνων φύλακες Aesch.; τῶνδε ἑδράνων ἔκτοπος Soph.);
2 седалище, сиденье: ἄνα ἐξ ἑδράνων Soph. встань со своего места, т. е. перестань бездействовать;
3 основа, опора (χθονὸς ἕδρανα Anth.): νεῶν ἕ. Anth. = ἄγκυρα.

Greek Monolingual

το (AM ἕδρανον)
κάθισμα με πολλές θέσεις
νεοελλ.
1. τα έδρανα
στοιχεία τών μηχανών για τη στήριξη τών ατράκτων ή τών αξόνων τους
2. φρ. «έδρανον ώσεως ή αυλακωτό» — το έδρανο τών πλοίων αμέσως μετά τη στροφαλοφόρο άτρακτο
αρχ.-μσν.
στήριγμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < έδρα + επίθημα -ᾰνον (πρβλ. κόπρανον)].

Greek (Liddell-Scott)

ἕδρᾰνον: τό, ποιητ. τύπος τοῦ ἕδρα, θρόνος, κάθισμα, οἰκητήριον, Ἡσ. Ἀποσπ. 18, Ὀρφ. Ὕμν. 17. 7· - τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 4, Ἱκ. 102, Σοφ. Ο. Κ. 176, 223· ἀλλ’ ἄνα ἐξ ἑδράνων, ἀνάστηθι ἐκ τῆς ἀκινησίας ἢ ἀργίας σου, Σοφ. Αἴ. 194. ΙΙ. στήριγμα, ἔρεισμα, ἐπὶ ἀγκύρας, καθ’ ἑν. ἀριθμ., νηῶν θ’ ἕδρανον ἀσταθέων ἄγκυραν Ἀνθ. Π. 6. 28.

Greek Monotonic

ἕδρᾰνον: τό, ποιητ. τύπος του ἕδρα·
I. κάθισμα, διαμονή, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. στήριγμα, ἔρεισμα, (λέγεται για άγκυρα), σε Ανθ.

Middle Liddell

ἕδρᾰνον, ου, τό, poet. form of ἕδρα
I. a seat, abode, Aesch., Soph.
II. a stay, support, of an anchor, Anth.

Translations

dwelling

Arabic: مَنْزِل‎, سَكَن‎; Moroccan Arabic: سكنة‎; Azerbaijani: mənzil, ev; Basque: bizileku, bizitoki; Belarusian: жыллё; Bengali: মকান, মঞ্জিল; Bulgarian: жилище; Catalan: habitatge, vivenda; Central Sierra Miwok: ˀu·ču-; Chinese Mandarin: 住宅, 住所; Czech: obydlí; Danish: bolig, bopæl; Dutch: woning, woonst; Esperanto: loĝejo; Finnish: asunto, asumus; French: domicile, habitation; Galician: eido, vivenda, moranza, moradía, soxorno, lar; German: Wohnsitz, Wohnung, Behausung, Wohnstätte; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐌰𐌹𐌽𐍃; Ancient Greek: ἀναστροφή, δίαιτα, δῶ, δῶμα, ἕδος, ἕδρα, ἕδρανον, ἐμβιωτήριον, ἐνδιαιτητήριον, ἐνοίκιον, ἑστία, ἤθη, θεράπνη, κατοικία, οἴκημα, οἴκησις, οἰκητήριον, οἰκία, οἶκος, σκήνωμα, σταθμός, στέγα, στέγη; Hebrew: דירה‎, דיור‎, מגורים‎, שכן‎; Hungarian: lakás, lakóhely, otthon, lak; Ido: lojeyo; Italian: abitazione, residenza, dimora; Japanese: 居留, 住居, 住宅; Korean: 주거, 주택, 거류; Latin: domicilium; Low German: Wahnung, Wahnen, Wahnsitt; Macedonian: живеалиште; Manchu: ᠪᠣᠣ; Maori: tuohunga; Middle English: dwellynge, herberwe; Norman: d'meuthe; Old Norse: bo, bú; Old Turkic: 𐰋‎; Orok: дуку; Pashto: کور‎, خونه‎; Plautdietsch: Wonunk; Polish: mieszkanie; Portuguese: domicílio, moradia; Romanian: locuință, domiciliu; Russian: жилище, жильё; Scottish Gaelic: còmhnaidh; Slovak: obydlie; Slovene: bivališče, domovanje; Spanish: domicilio, morada, residencia, casa; Swedish: bostad, boning; Thai: ชุมรุม, ทำเนียบ, เวสน์; Turkish: ev, konut; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎋𐎐𐎚; Ukrainian: житло, помешкання; Vietnamese: chổ ở; Walloon: dimorance, lodjisse