μάρτυρας: Difference between revisions
(24) |
(No difference)
|
Revision as of 06:46, 29 September 2017
Greek Monolingual
και μάρτυς, πληθ. και μαρτύροι ο, η (AM μάρτυς, Α δωρ. και αιολ. τ. μάρτυρ, επικ. τ. μάρτυρος, Μ και μάρτυρας και μάρτυρος, θηλ. μαρτύρισσα)
1. αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία για κάτι, αυτός που επιβεβαιώνει ή πιστοποιεί κάτι (α. «πολλοί ήταν αυτόπτες μάρτυρες της απόπειρας δολοφονίας που έγινε χτες» β. «μάρτυρας θεοὺς ποιήσομαι», Θουκ.)
2. αυτός που υπέστη μαρτύρια και θανατώθηκε για τη χριστιανική πίστη («ὁ μάρτυς μου ὁ πιστός, ὃς άπεκτάνθη παρ' ὑμῑν», ΚΔ.)
νεοελλ.
1. αυτός που δίνει ένορκη κατάθεση στο δικαστήριο σχετικά με μια εκδικαζόμενη υπόθεση (α. «πήγα μάρτυρας στο δικαστήριο» β. «μάρτυρας υπεράσπισης»)
2. αυτός που διώχθηκε ή θυσιάστηκε για μια ιδεολογία ή για έναν υψηλό σκοπό (α. «μάρτυρες της ελευθερίας» β. «μάρτυρες της δημοκρατίας»)
3. αυτός που βασανίζεται, που δεινοπαθεί ή υποφέρει («αυτός ο άνθρωπος είναι μάρτυρας με όσα έχει περάσει στη ζωή του»)
4. φρ. «μάρτυς μου ο Θεός» — επίκληση ή όρκος προς ισχυροποίηση της ειλικρίνειας τών λόγων κάποιου
5. παροιμ. α) «δύο μάρτυρες κρεμούν άνθρωπο» — οι ψευδομάρτυρες είναι επικίνδυνοι
β) «έφερε η γάτα τον ποντικό μάρτυρα» — λέγεται γι' αυτούς που προσάγουν στο δικαστήριο ψευδομάρτυρες
νεοελλ.-μσν.
αυτός που είναι παρών σε κάποιο γεγονός ή σε κάποια επίσημη πράξη που γίνεται ενώπιον αρμόδιας αρχής («για την έκδοση άδειας γάμου απαιτούνται δύο μάρτυρες)
μσν.
αυτός που ενημερώνει ή διδάσκει κάποιον, ο κήρυκας
μσν.-αρχ.
ο ιερέας που εξομολογεί
αρχ.
αστρολ. αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάρτυς (< μάρτυρς) με εξακολουθητική ανομοίωση, πρβλ. και δοτ. πληθ. μάρτυσι < μάρτυρσι (βλ. και λ. μαίτυς), ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)mr- της ΙΕ ρίζας (s)mer- «θυμάμαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. smarati «θυμάμαι» και μέριμνα)]. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. μάρτυ-ρος είναι παράγωγο σε -ρος ενός αμάρτυρου ρηματικού ονόματος μάρ-τυ-, «μαρτυρία» (για την εξέλιξη της σημασίας του τ. από «μαρτυρία» σε «μάρτυρας», πρβλ. και αγγλ. witness). Ο τ. αυτός έχει επηρεάσει τη μορφή του αθέματου ονόματος μάρτυρ. Η δοτ. πληθ. μάρτυσι και η αιτ. μάρτυν ενισχύουν την άποψη αυτή. Ωστόσο η ύπαρξη του μάρ-τυ- παραμένει υποθετική. Παράλληλα με τις λ. μάρτυς, μάρτυρος μαρτυρείται και η λ. βίδυ(ι)ος «αυτόπτης μάρτυρας», η οποία χρησιμοποιείται συχνά για θεό που καλείται ως μάρτυρας. Στον Όμηρο όμως εμφανίζεται και ο τ. μάρτυρος σε ανάλογη χρήση (πρβλ. μάρτυροι θεοί). Στη χριστιανική εποχή η λ. μάρτυρας έλαβε τη σημασία εκείνου που μαρτυρεί, που διακηρύσσει την αλήθεια θυσιάζοντας τον εαυτό του. Η εκκλησιαστική Λατινική, τέλος, έχει τη λ. martyr «μάρτυρας», ενώ η λ. απαντά σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. martyr, ιρλδ. martir, αρχ. άνω γερμ. martyra κ.ά.).
ΠΑΡ. μαρτυρικός, μαρτυρώ
αρχ.
μαρτύρομαι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μαρτυρολόγιο
αρχ.
μαρτυροποιώ
αρχ.-μσν.
μαρτυρογράφιον
μσν.
μαρτυρογραμμένος, μαρτυρογραφή, μαρτυρόφρων. (Β συνθετικό) ψευδομάρτυρας(-υς)
αρχ.
άμαρτυς, αυτόμαρτυς, επίμαρτυς, καλλίμαρτυς, σύμμαρτυς
νεοελλ.
εθνομάρτυρας, ιερομάρτυρας, λιπομάρτυρας, μεγαλομάρτυρας, νεομάρτυρας, οσιομάρτυρας, πρωτομάρτυρας)].