εὔκολος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> accommodant, d’humeur douce, facile : εὔκολός τινι, [[πρός]] τινα, affable, bienveillant pour qqn;<br /><b>2</b> qui se laisse aller facilement à, enclin à;<br /><i>Cp.</i> εὐκολώτερος, <i>Sp.</i> εὐκολώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόλον]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> accommodant, d’humeur douce, facile : εὔκολός τινι, [[πρός]] τινα, affable, bienveillant pour qqn;<br /><b>2</b> qui se laisse aller facilement à, enclin à;<br /><i>Cp.</i> εὐκολώτερος, <i>Sp.</i> εὐκολώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κόλον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκολος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, [[χωρίς]] κόπο, ο [[ευκατόρθωτος]] («δεν [[είναι]] εύκολο [[πράμα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο [[καλοκάγαθος]], ο [[καλόβολος]] (α. «ὁ δ' [[εὔκολος]] μὲν ἐνθάδ', [[εὔκολος]] δ' ἐκεῑ» — [[καλόβολος]] εδώ, [[καλόβολος]] κι [[εκεί]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «μηδ' εὔκολός ἐστι πολίταις» — [[φιλικός]] [[προς]] τους πολίτες, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με κακή σημ.) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («τὸ... φιλαίτιον εὐκολωτέρους ποιεῑ ταῑς ὀργαῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[καταληπτός]], ο [[ευνόητος]] («αυτό το [[πρόβλημα]] [[είναι]] πολύ εύκολο»)<br /><b>μσν.</b><br />[[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιείται, που ευχαριστιέται εύκολα με την [[τροφή]] του («τὸ δὲ εὔκολον αὐτοῡ τῆς διαίτης» — η [[αυτάρκεια]], η [[μετριότητα]] στο [[φαγητό]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]]<br /><b>3.</b> [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>4.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]], [[ευκίνητος]] («[[εὔκολος]], [[ὑγρομελής]]» — για πυρρίχιο στίχο, <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>5.</b> επίθ. του Ερμή στο Μεταπόντιον<br /><b>6.</b> επίθ. του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκόλως</i> και <i>εύκολα</i> (ΑΜ εὐκόλως, Μ και εὔκολα)<br /><b>1.</b> με εύκολο τρόπο, με [[ευκολία]], με [[ευχέρεια]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[προσοχή]], [[χωρίς]] [[επιμέλεια]], απερίσκεπτα, [[πρόχειρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[πραότητα]], με [[ησυχία]] («εὐθύμως τε καὶ εὐκόλως ζῆν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο η αρχαία [[σύνδεση]] του β' συνθετικού της λέξεως με το [[κόλον]] «[[τροφή]]» όσο και η [[αναγωγή]] του στη [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- που απαντά στο [[πέλομαι]] [[είναι]] αμφίβολες (<b>[[πρβλ]].</b> και [[δύσκολος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευκολία]], [[ευκολύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ευκολίνη</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ευκολότητα]]. (Για τα σύνθ. <b>βλ. λ.</b> <i>ευκολο</i>-)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (κόλον): I of persons, easily satisfied, contented with one's food, Ἐρμείας AP9.72 (Antip.); εὔ. τῇ διαίτῃ Plu.Lyc.16; τὸ εὔκολον τῆς διαίτης Id.Galb. 3: but, in earlier authors, 2 of the mind, opp. δύσκολος, easily satisfied, contented, good-natured, ὁ δ' εὔ. μὲν ἐνθάδ', εὔ. δ' ἐκεῖ, of Sophocles, Ar.Ra.82, cf. Arist.Rh.1381a31: Sup., Max.Tyr.26.2: c. dat., εὔ. πολίταις at peace with them, Ar.Ra. 359; εὔ. ἑαυτῷ Pl.R.330a; εὔ. πρὸς τοὺς συνήθεις Plu.Fab.1: c. inf., εὔ. φέρειν ἧτταν Id.2.629a. Adv. -λως calmly, εὐχερῶς καὶ εὐ. ἐξέπιεν Pl.Phd. 117c, cf. Isoc.9.3 (v.l. -κλεῶς) ; εὐ. φέρειν τι Arist.EN1100b31, cf. Anaxandr.53.4; εὐ. ἔχειν Lys.4.9; εὐθύμως καὶ εὐ. ζῆν X.Mem.4.8.2; carelessly, διειλέχθαι Pl.Sph.242c: Comp. -ώτερον, ἀποθανούμεθα Plu.2.235c; -ωτέρως Steph. in Gal.1.294 D.; also -ώτερον κρατῆσαι more easily, Polyaen.5.13.2. 3 ready, agile, AP5.205.2 (Leon.); of soldiers, ἐλαφροί, εὔ., εὐχερεῖς Poll.1.130; τὴν ἀναπνοὴν οὐκ εὔ. Aret. SD1.15. 4 rarely in bad sense, easily led, prone, πρὸς ἀδικίαν Luc.Merc.Cond.40; -ώτεροι ταῖς ὀργαῖς Plu.2.463d; τὰ ἀνόητα καὶ εὔ. Philostr.VA3.28. II of things, easy, οὐ γὰρ εὐκόλῳ ἔοικεν Pl.R. 453d, cf. Prm.131e: Sup. -ώτατοι Id.Lg.779e; easy to understand, LXX 2 Ki.15.3. Adv. Comp. -ώτερον more easily, Ph.2.211. 2 lithe, εὔ., ὑγρομελής, of the pyrrhich, Poll.4.96. III epith. of Hermes at Metapontum, Hsch.; of Asclepius at Epidaurus, IG4.1260.
German (Pape)
[Seite 1075] (κόλον), eigtl. mit dem Essen leicht zufriedengestellt, Ggstz δύσκολος (was zu vgl.); so von den Spartanern εὔκολοι ταῖς διαίταις καὶ ἄσικχοι Plut. Lyc. 16; τὸ εὔκολον τῆς διαίτης, Genügsamkeit, Galb. 3; übh. leicht zufrieden zu stellen, gutmüthig, καὶ κόσμιος Plat. Rep. I, 329 d; mit ἐπιεικής zusammengestellt ibd. 330 a; von Sophokles wird gerühmt εὔκολος μὲν ἐνθάδ', εὔκολος δ' ἐκεῖ, Ar. Ran. 82; πολίταις 359; dem φιλόνεικος u. δύσερις entgegengesetzt, Arist. rhet. 2, 4; πρός τινα, Plut. Fab. 1 u. öfter. Allgemeiner, leicht. οὔ μοι δοκεῖ εὔκολον εἶναι τὸ τοιοῦτον οὐδαμῶς διορίσασθαι Plat. Parm. 131 e, vgl. Rep. V, 453 d Legg. IV, 708 b; öfter bei Sp.; selten im schlimmen Sinne, εἰς ὀργήν Schol. Ar. Equ. 41; πρὸς ἀδικίαν Luc. merc. cond. 40; leichtfertig, λόγοι ἀνόητοι καὶ εὔκ. Philostr. – Adv. εὐκόλως, ruhig, leicht, μάλα εὐχερῶς καὶ εὐκ. ἐξέπιε Plat. Phaed. 117 c; διειλέχθαι, behaglich, ohne rechten Ernst, Soph. 242 c; εὐκόλως ἔχειν Lys. 4, 9; φέρειν τὰς ἀτυχίας Arist. Eth. 1, 11; von Sokrates ἐθαυμάζετο ἐπὶ τῷ εὐθύμως καὶ εὐκ. ζῆν Xen. Mem. 4, 8, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 accommodant, d’humeur douce, facile : εὔκολός τινι, πρός τινα, affable, bienveillant pour qqn;
2 qui se laisse aller facilement à, enclin à;
Cp. εὐκολώτερος, Sp. εὐκολώτατος.
Étymologie: εὖ, κόλον.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔκολος, -ον)
1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ' εὔκολος μὲν ἐνθάδ', εὔκολος δ' ἐκεῑ» — καλόβολος εδώ, καλόβολος κι εκεί, Αριστοφ.
β. «μηδ' εὔκολός ἐστι πολίταις» — φιλικός προς τους πολίτες, Αριστοφ.)
3. (με κακή σημ.) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα προς κάτι, ο επιρρεπής («τὸ... φιλαίτιον εὐκολωτέρους ποιεῑ ταῑς ὀργαῑς», Πλούτ.)
4. αυτός που γίνεται εύκολα καταληπτός, ο ευνόητος («αυτό το πρόβλημα είναι πολύ εύκολο»)
μσν.
πρόσφορος, κατάλληλος
αρχ.
1. αυτός που ικανοποιείται, που ευχαριστιέται εύκολα με την τροφή του («τὸ δὲ εὔκολον αὐτοῡ τῆς διαίτης» — η αυτάρκεια, η μετριότητα στο φαγητό, Πλάτ.)
2. έτοιμος, πρόθυμος
3. ασταθής, ευμετάβλητος
4. εύκαμπτος, ευλύγιστος, ευκίνητος («εὔκολος, ὑγρομελής» — για πυρρίχιο στίχο, Πολυδ.)
5. επίθ. του Ερμή στο Μεταπόντιον
6. επίθ. του Ασκληπιού στην Επίδαυρο.
επίρρ...
ευκόλως και εύκολα (ΑΜ εὐκόλως, Μ και εὔκολα)
1. με εύκολο τρόπο, με ευκολία, με ευχέρεια
2. χωρίς προσοχή, χωρίς επιμέλεια, απερίσκεπτα, πρόχειρα
αρχ.
με πραότητα, με ησυχία («εὐθύμως τε καὶ εὐκόλως ζῆν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο η αρχαία σύνδεση του β' συνθετικού της λέξεως με το κόλον «τροφή» όσο και η αναγωγή του στη ρίζα kwel- που απαντά στο πέλομαι είναι αμφίβολες (πρβλ. και δύσκολος).
ΠΑΡ. ευκολία, ευκολύνω
αρχ.
ευκολίνη
νεοελλ.
ευκολότητα. (Για τα σύνθ. βλ. λ. ευκολο-)].