μαθητεύω: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(T21) |
(23) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist ἐμαθήτευσα; 1st aorist [[passive]] ἐμαθητευθην; ([[μαθητής]]);<br /><b class="num">1.</b> intransitive, τίνι, to be the [[disciple]] of [[one]]; to [[follow]] his precepts and [[instruction]]: R G WH marginal [[reading]], cf. [[Plutarch]], mor., pp. 832b. (vit. Antiph. 1), 837c. (vit. Isocrates 10); Jamblichus, vit. Pythag c. 23).<br /><b class="num">2.</b> transitive (cf. Winer s Grammar, p. 23and § 38,1; (Buttmann, § 131,4)) to [[make]] a [[disciple]]; to [[teach]], [[instruct]]: τινα, L T Tr WH [[text]]; μαθητευθείς [[εἰς]] [[τήν]] βασιλείαν [[τῶν]] οὐρανοῦ ([[see]] [[γραμματεύς]], 3), [[where]] [[long]] [[since]] the [[more]] [[correct]] [[reading]] τῇ [[βασιλεία]] [[τῶν]] οὐρανῶν [[was]] [[adopted]], [[but]] [[without]] changing the [[sense]]; ([[yet]] Lachmann inserts ἐν). | |txtha=1st aorist ἐμαθήτευσα; 1st aorist [[passive]] ἐμαθητευθην; ([[μαθητής]]);<br /><b class="num">1.</b> intransitive, τίνι, to be the [[disciple]] of [[one]]; to [[follow]] his precepts and [[instruction]]: R G WH marginal [[reading]], cf. [[Plutarch]], mor., pp. 832b. (vit. Antiph. 1), 837c. (vit. Isocrates 10); Jamblichus, vit. Pythag c. 23).<br /><b class="num">2.</b> transitive (cf. Winer s Grammar, p. 23and § 38,1; (Buttmann, § 131,4)) to [[make]] a [[disciple]]; to [[teach]], [[instruct]]: τινα, L T Tr WH [[text]]; μαθητευθείς [[εἰς]] [[τήν]] βασιλείαν [[τῶν]] οὐρανοῦ ([[see]] [[γραμματεύς]], 3), [[where]] [[long]] [[since]] the [[more]] [[correct]] [[reading]] τῇ [[βασιλεία]] [[τῶν]] οὐρανῶν [[was]] [[adopted]], [[but]] [[without]] changing the [[sense]]; ([[yet]] Lachmann inserts ἐν). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[μαθητεύω]], Μ και μαθητεύγω) [[μαθητής]]<br /><b>1.</b> διδάσκομαι από κάποιον, [[είμαι]] [[μαθητής]], [[σπουδάζω]]<br /><b>2.</b> [[μεταδίδω]] γνώσεις, [[διδάσκω]], [[εκπαιδεύω]] («πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε [[πάντα]] τὰ ἔθνη», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) [[μαθητευόμενος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που μαθαίνει μια [[τέχνη]] ή ένα [[επάγγελμα]]<br />β) αυτός που δεν έχει αποκτήσει [[ακόμη]] την απαιτούμενη [[πείρα]], [[αρχάριος]]<br />γ) <b>ναυτ.</b> (στο [[παρελθόν]]) [[νεοσύλλεκτος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γίνομαι]] [[γνωστός]], διαδίδομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>μαθητεύομαι</i><br />[[αντιλαμβάνομαι]], [[εννοώ]], [[καταλαβαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
A to be pupil, τινι to one, Plu.2.832c. II trans., make a disciple of, instruct, πάντα τὰ ἔθνη Ev.Matt.28.19, cf. Act.Ap.14.21:—Pass., Ev.Matt.13.52.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητεύω: εἶμαι μαθητής, τινί, τινός, εἴς τινα, Πλούτ. 2. 832Β, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐκκλ. II. μεταβ., κάμνω τινὰ μαθητήν, διδάσκω, πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη Εὐαγγ. κ. Ματθ. κη΄, 19· μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄ 21· - Παθ., μαθητευθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 52.
French (Bailly abrégé)
être disciple de, τινι.
Étymologie: μαθητής.
English (Strong)
from μαθητής; intransitively, to become a pupil; transitively, to disciple, i.e. enrol as scholar: be disciple, instruct, teach.
English (Thayer)
1st aorist ἐμαθήτευσα; 1st aorist passive ἐμαθητευθην; (μαθητής);
1. intransitive, τίνι, to be the disciple of one; to follow his precepts and instruction: R G WH marginal reading, cf. Plutarch, mor., pp. 832b. (vit. Antiph. 1), 837c. (vit. Isocrates 10); Jamblichus, vit. Pythag c. 23).
2. transitive (cf. Winer s Grammar, p. 23and § 38,1; (Buttmann, § 131,4)) to make a disciple; to teach, instruct: τινα, L T Tr WH text; μαθητευθείς εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανοῦ (see γραμματεύς, 3), where long since the more correct reading τῇ βασιλεία τῶν οὐρανῶν was adopted, but without changing the sense; (yet Lachmann inserts ἐν).
Greek Monolingual
(AM μαθητεύω, Μ και μαθητεύγω) μαθητής
1. διδάσκομαι από κάποιον, είμαι μαθητής, σπουδάζω
2. μεταδίδω γνώσεις, διδάσκω, εκπαιδεύω («πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη», ΚΔ)
νεοελλ.
(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαθητευόμενος, -η, -ο
α) αυτός που μαθαίνει μια τέχνη ή ένα επάγγελμα
β) αυτός που δεν έχει αποκτήσει ακόμη την απαιτούμενη πείρα, αρχάριος
γ) ναυτ. (στο παρελθόν) νεοσύλλεκτος
νεοελλ.-μσν.
γίνομαι γνωστός, διαδίδομαι
μσν.
μέσ. μαθητεύομαι
αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω.