τράγος: Difference between revisions
(strοng) |
(41) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from the [[base]] of [[τρώγω]]; a he-[[goat]] (as a gnawer): [[goat]]. | |strgr=from the [[base]] of [[τρώγω]]; a he-[[goat]] (as a gnawer): [[goat]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αρσενική [[αίγα]]<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> δερματικό [[έπαρμα]] τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, [[μπροστά]] από το [[στόμιο]] του έξω ακουστικού πόρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υβριστική [[προσωνυμία]] κληρικού, [[τραγόπαπας]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> μικρό ποώδες [[φυτό]] με πεπλατυσμένους βλαστούς<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[αποδιοπομπαίος]] [[τράγος]]» — <b>βλ.</b> [[αποδιοπομπαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η δυσάρεστη [[οσμή]] που αναδίδεται από ιδρωμένες μασχάλες και που μοιάζει με την [[οσμή]] του τράγου<br /><b>2.</b> η εφηβική [[ηλικία]], [[κατά]] την οποία τραχύνεται η [[φωνή]] και αναφαίνονται τα άλλα [[σημεία]] της ήβης<br /><b>3.</b> η [[μεταβολή]] της φωνής που γίνεται [[κατά]] την εφηβική [[ηλικία]]<br /><b>4.</b> [[ροπή]], [[τάση]] [[προς]] τις σαρκικές απολαύσεις, [[λαγνεία]]<br /><b>5.</b> το [[αρσενικό]] του ψαριού [[μαινίς]]<br /><b>6.</b> [[είδος]] μίγματος από χοντροαλεσμένο [[σιτάρι]] ή από [[κριθάρι]]<br /><b>7.</b> (στους Μεσσηνίους) η άγρια [[συκιά]], [[ερινεός]]<br /><b>8.</b> [[είδος]] κομήτη<br /><b>9.</b> [[είδος]] σπόγγου με τραχιά υφή<br /><b>10.</b> το [[φυτό]] [[ίππουρις]]<br /><b>11.</b> [[είδος]] δυσώδους νάρδου<br /><b>12.</b> αγκαθωτό [[φυτό]], πιθ. ο [[σκορπιός]]<br /><b>13.</b> μία από τις ζωικές μορφές που συμβολίζουν τις ώρες της δωδεκαώρου<br /><b>14.</b> (στη [[Λυκία]]) [[είδος]] ελαφρού πλοίου («ἔστι δέ τινα πλοῖα Λύκια λεγόμενα κριοὶ καὶ τράγοι», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «Κιλίκιοι τράγοι» — [[χαρακτηρισμός]] [[ανδρών]] με [[μακριά]] και πυκνή [[γενειάδα]] [[αλλά]] και εκείνων που ήταν θρασείς και αγροίκοι (Κωμ. Ανών.)<br />β) «τράγου ὄζω» και «τράγου [[πνέω]]»<br />(για άνδρες) [[αναδίδω]] δυσάρεστη [[οσμή]], όμοια με αυτήν που αναδίδει ο [[τράγος]] (Κωμ. Ανών.)<br /><b>16.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «[[τράγος]], [[γένειον]]... πενθήσης» — τράγε, πρόσεχε μην κάψεις τα γένια σου και [[έπειτα]] πενθήσεις γι' αυτά (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όρος του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, σχηματισμένος από το θ. <i>τραγ</i>- του ρ. [[τρώγω]] (<b>πρβλ.</b> απρμφ. αορ. <i>τραγ</i>-<i>εῖν</i>) και με αρχική σημ. «αυτός που τραγανίζει, που κάνει θόρυβο όταν τρώει», όρος ο [[οποίος]] αντικατέστησε την αρχαιότερη λ. [[κάπρος]], η οποία θα ήταν αναμενόμενο να χρησιμοποιηθεί για τη [[δήλωση]] του ζώου [[αυτού]], [[αφού]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] με σημ. «[[τράγος]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[κάπρος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A he-goat, Od.9.239, Pi.Fr.201; opp. αἴξ (she-goat), Hdt.2.46, PCair.Zen.328.19 (iii B. C.), etc.; τῶν αἰγῶν τῶν τράγων Hdt.3.112; τράγος γένειον . . πενθήσεις you will mourn your beard like the goat in the proverb, A.Fr.207; Κιλίκιοι τράγοι, of longhaired men, Com.Adesp.806; of men, τράγου ὄζειν, τράγου πνεῖν, to smell like a goat, AP9.368 (Jul. Imp., perh. with play on signf. 111), 11.240 (Lucill.), cf. Gal.17(2).152. 2 the age when change of voice and other signs of puberty appear, Hp.Epid.6.4.21, Gal.UP14.7. b the change of the voice which takes place at this age, dub. in PLond. 1821.150; cf. τραγάω, τραγίζω. 3 lewdness, lechery, Luc.Ep.Sat. 28. II the male of the fish μαινίς, Arist.HA607b14, Clearch. 73, Gal.Vict.Att.8, Opp.H.1.108. III spelt, Dsc.2.93, Sor. 2.44, Gal.15.455, Artem.1.68. IV a rough kind of sponge, Arist.HA548b5, Dsc.5.120. V among the Messenians, the wild fig, = ἐρινεός, Paus.4.20.2, cf. Orac. ap. D.S.8.21 (where perh. = goat). 2 = ἐφέδρα 111, Dsc.4.51, Plin.HN13.116, 27.142. 3 stinking nard, Valeriana saxatilis, Dsc.1.8. VI part of the ear (cf. ἀντίτραγος), Poll.2.85,86, Ruf.Onom.44. VII a kind of light Lycian ship, Poll.1.83. VIII a kind of comet, Lyd.Ost. 10b. 2 a constellation of the δωδεκάωρος, Teucer in Cat.Cod. Astr.7.204, 8(4).198, Id. in Boll Sphaera 48.
German (Pape)
[Seite 1133] ὁ, 1) der Bock; der Ziegenbock; Od. 9, 239; οἱ τράγοι τῶν αἰγῶν, Her. 3, 112. – 2) der dem Bocksgeruch ähnliche Gestank unter den Achseln, und die Zeit dieses Bocksgeruchs. – 3) die Geilheit, Hippocr., Galen., die Zeit des τραγᾶν. – 4) ein kleiner Seefisch; Opp. Hal. 1, 108; ἰχθύδιον, Ath. VIII, 332 d. – 5) eine von Weizen, Spelt oder Olyra gemachte Graupenart, Grütze, VLL. – 6) Name mehrerer Pflanzen, Diosc. Auch eine Art Schwämme, Arist. H. A. 5, 16.
Greek (Liddell-Scott)
τράγος: [ᾰ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατιν. hircus, Ὀδ. Β. 239, Πινδ. Ἀποσπ. 212, καὶ Ἀττ.· πλῆρες: τῶν αἰγῶν οἱ τράγοι Ἡρόδ. 3. 112, πρβλ. 2. 46· τράγος, γένειον... πενθήσεις, τράγε, πρόσεχε μὴ καύσῃς τὰ γένεια σου, καὶ οὕτω πενθήσῃς δι’ αὐτά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 190 Κιλίκιοι τράγοι, ἐπὶ ἀνδρῶν μακρὰν καὶ δασεῖαν ἐχόντων γενειάδα, καὶ ἐπὶ τῶν δασυτάτων καὶ θρασυτάτων καὶ ἀγροίκων, Κωμικ. Ἀνών. 215· ― ἐπὶ ἀνδρῶν, τράγου ὄζειν, τράγου πνεῖν, ἐκπέμπει ὀσμὴν οἵαν ὁ τράγος, Ἀνθ. Π. 9. 368., 11. 240· ― ὅθεν, 2) ἡ πρὸς τὴν ὀσμὴν τοῦ τράγου ὁμοιάζουσα ὀσμὴ τῶν μασχαλῶν, Λατιν. hircus alarum, Γαλην.· πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 853, Εἰρ. 81.1, καὶ ἴδε τραγομάσχαλος. 3) ἡ ἡλικία καθ’ ἣν ἡ ὀσμὴ αὕτη καὶ ἄλλα σημεῖα τῆς ἥβης ἀναφαίνονται, Ἱππ.· ἴδε Foës Oecon.· ― ὡσαύτως, ἡ κατὰ τὴν ἡλικίαν ταύτην γινομένη μεταβολὴ τῆς φωνῆς, Greenhil. εἰς Θεόφιλ. σελ. 232. 7, πρβλ. τραγάω, τραγίζω. 4) λαγνεία, αἰσχρότης, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 28. ΙΙ. τὸ ἄρρεν τοῦ ἰχθύος μαινίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 3, πρβλ. Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332D, Ὀππ. Ἁλ. 1. 108. ΙΙΙ. μῖγμά τι ἐκ χονδροαλασμένου σίτου, ὀλύρας, κτλ., Λατιν. tragus, Διοσκ. 2. 115, Γαλην., πρβλ. τραγανός. IV. εἶδος σπόγγου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 3, Διοσκ. 5. 138. V. ὄνομα πολλῶν φυτῶν· παρὰ τοῖς Μεσσηνίοις ἡ ἀγρία συκῆ, ἄλλως ἐρινεός, Παυσ. 4. 20, 2, πρβλ. Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σελ. 11· ― ὡσαύτως ὡς τὸ τραγανός, φυτόν τι ἀκανθῶδες, = σκορπίος, Διοσκ. 4. 51, Πλίν. VI. μέρος τοῦ ἐσωτερικοῦ ὠτὸς (πρβλ. ἀντίτραγος), «τοῦ δὲ κοίλου τὸ μὲν ὑπὸ τὸ πέρας τοῦ κροτάφου ὑπανεστηκὸς εἰς τὸ ἔσω νεῦον τράγος, τὸ δὲ ἀντικείμενον ἀντίτραγος» Πολυδ. Β΄, 85, 86. VIII. εἶδος ἐλαφροῦ πλοίου, «ἔστι δέ τινα πλοῖα Λύκια λεγόμενα κριοὶ καὶ τράγοι» ὁ αὐτ. Α΄, 83. (Ἐκ τοῦ τραγεῖν, τρώγω, πρβλ. τὸ τοῦ Ὀβιδίου rode, caper, vilem).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 bouc, animal;
2 p. ext. ou p. anal. puberté, premiers désirs des sens ; p. ext. lubricité.
Étymologie: DELG τραγεῖν.
English (Autenrieth)
he-goat, pl., Od. 9.239†.
English (Slater)
τρᾰγος
1 he goat Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3.
Spanish
English (Strong)
from the base of τρώγω; a he-goat (as a gnawer): goat.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
1. αρσενική αίγα
2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο του έξω ακουστικού πόρου
νεοελλ.
1. υβριστική προσωνυμία κληρικού, τραγόπαπας
2. βοτ. μικρό ποώδες φυτό με πεπλατυσμένους βλαστούς
3. φρ. «αποδιοπομπαίος τράγος» — βλ. αποδιοπομπαίος
αρχ.
1. η δυσάρεστη οσμή που αναδίδεται από ιδρωμένες μασχάλες και που μοιάζει με την οσμή του τράγου
2. η εφηβική ηλικία, κατά την οποία τραχύνεται η φωνή και αναφαίνονται τα άλλα σημεία της ήβης
3. η μεταβολή της φωνής που γίνεται κατά την εφηβική ηλικία
4. ροπή, τάση προς τις σαρκικές απολαύσεις, λαγνεία
5. το αρσενικό του ψαριού μαινίς
6. είδος μίγματος από χοντροαλεσμένο σιτάρι ή από κριθάρι
7. (στους Μεσσηνίους) η άγρια συκιά, ερινεός
8. είδος κομήτη
9. είδος σπόγγου με τραχιά υφή
10. το φυτό ίππουρις
11. είδος δυσώδους νάρδου
12. αγκαθωτό φυτό, πιθ. ο σκορπιός
13. μία από τις ζωικές μορφές που συμβολίζουν τις ώρες της δωδεκαώρου
14. (στη Λυκία) είδος ελαφρού πλοίου («ἔστι δέ τινα πλοῖα Λύκια λεγόμενα κριοὶ καὶ τράγοι», Πολυδ.)
15. φρ. α) «Κιλίκιοι τράγοι» — χαρακτηρισμός ανδρών με μακριά και πυκνή γενειάδα αλλά και εκείνων που ήταν θρασείς και αγροίκοι (Κωμ. Ανών.)
β) «τράγου ὄζω» και «τράγου πνέω»
(για άνδρες) αναδίδω δυσάρεστη οσμή, όμοια με αυτήν που αναδίδει ο τράγος (Κωμ. Ανών.)
16. παροιμ. φρ. «τράγος, γένειον... πενθήσης» — τράγε, πρόσεχε μην κάψεις τα γένια σου και έπειτα πενθήσεις γι' αυτά (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος του καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, σχηματισμένος από το θ. τραγ- του ρ. τρώγω (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγ-εῖν) και με αρχική σημ. «αυτός που τραγανίζει, που κάνει θόρυβο όταν τρώει», όρος ο οποίος αντικατέστησε την αρχαιότερη λ. κάπρος, η οποία θα ήταν αναμενόμενο να χρησιμοποιηθεί για τη δήλωση του ζώου αυτού, αφού ανάγεται σε ΙΕ ρίζα με σημ. «τράγος» (βλ. και λ. κάπρος)].