χθιζός: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(Autenrieth) |
(46) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[χθές]]): of [[yesterday]], [[yesterday]], [[usually]] as adv., Il. 1.424.—Neut. as adv., χθιζόν, [[χθιζά]]. [[χθιζά]] τε καὶ [[πρώιζα]], [[phrase]] [[meaning]] ‘[[but]] a [[day]] or [[two]] [[since]],’ Il. 2.303. | |auten=([[χθές]]): of [[yesterday]], [[yesterday]], [[usually]] as adv., Il. 1.424.—Neut. as adv., χθιζόν, [[χθιζά]]. [[χθιζά]] τε καὶ [[πρώιζα]], [[phrase]] [[meaning]] ‘[[but]] a [[day]] or [[two]] [[since]],’ Il. 2.303. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[χθισδός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[χθεσινός]] («ἦλθε ποτε χθιζῆς μέθης ἀποπνέων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον εν. και στον πληθ. [[χωρίς]] άρθρ. ως επίρρ.) <i>χθιζόν</i> και [[χθιζά]]<br />[[χθες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χθιζά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (χθές)
A of yesterday, τὸ χ. χρεῖος their yesterday's debt, Il.13.745; ὁ χ. πόνος yesterday's labour, Hdt.1.126; ἡ χ. μέθη Plu.2.13e; αἱ χ. ἀβελτερίαι ib.75e, cf. Sor.1.40, etc.: freq. in adverb. sense, with Verbs, χθιζὸς ἔβη he went yesterday, Il.1.424; χ. ἤλυθες Od. 2.262; χ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι 6.170; ὅσσα . . χ. ὑπέσχετο Il.19.141; χ. ἐμυθεόμην Od.12.451; ἴδον Μέντορα χ. 4.656; αἲ γάρ . . τοῖος ἐών τοι χ. . . ἐφεστάμεναι would I had stood by thee yesterday! 24.379: neut. χθιζόν as Adv., = χθές, Il.19.195; neut. pl. χθιζά, v. πρωιζός.
German (Pape)
[Seite 1354] ion. u. poet. statt χθεσινός (vgl. Lob. Phryn. 323), gestrig, am gestrigen Tage; ὁ χθ. πόνος Her. 1, 126; gew. die Stelle des adv. vertretend, χθιζὸς ἔβη, er ging gestern, Il. 1, 424; ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες Od. 2, 262; χθιζὸς ἐεικοστῷ φύγον ἤματι οἴνοπα πόντον 6, 170; öfters eben so auch χθιζόν, Il. 19, 195 Od. 4, 656; τὸ χθιζόν Il. 13, 745; χθιζά, in der Vrbdg χθιζά τε καὶ πρώϊζα, gestern und vorgestern, d. i. jüngst, nur eben erst, wie χθὲς καὶ πρώην, 2, 303; vgl. Plat. Alc. II, 141 d.
Greek (Liddell-Scott)
χθιζός: -ή, -όν, (χθὲς) χθεσινός, ἦ γὰρ ἐγώ γε δείδω μὴ τὸ χθιζὸν ἀποστήσωνται Ἀχαιοὶ χρεῖος, «μήπως τὴν χθεσινὴν ἧτταν ἀποδώσωσιν ἡμῖν οἱ Ἕλληνες, ὥσπερ σταθμῷ δεδανεικότες» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 745· ὁ χθ. πόνος, ὁ κόπος τῆς χθές, Ἡρόδ. 6. 126· ἡ χθ. μέθη Πλούτ. 2. 13Ε· αἱ χθ. ἀβελτερίαι αὐτόθι 75Ε, κλπ.· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐπιρρ. σημασίας, μετὰ ῥημάτων, χθιζὸς ἔβη, χθὲς ἀπῆλθε, Ἰλ. Α. 424· χθ. ἤλυθες Ὀδ. Β. 262· χθ. ἐεικοστῷ φύγον ἤματι Ζ. 170· ὅσσα, χθ. ὑπέσχετο Ἰλ. Τ. 141· χθ. ἐμυθεόμην Ὀδ. Μ. 451· τοῖος ἐών τοι χθ., ἐὰν ἤμην χθὲς τοιοῦτος (οἷος ἤμην ποτέ), Ω 378. -τὸ οὐδ. χθιζὸν κεῖται ὡσαύτως ὡς ἐπίρρ. = χθές, Ἰλ. Τ. 195, Ὀδ. 656· οὕτως ἐν τῷ οὐδ. πληθ. χθιζά, ἴδε ἐν λ. πρώιζος. - Ὁ παρ’ Ἀττικ. ἐν χρήσει τύπος εἶναι χθιζινός, καὶ (μετέπειτα) χθεσινός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’hier : χθιζὸς ἔβη IL il est venu hier ; adv. • τὸ χθιζόν, • χθιζόν, hier ; χθιζόν τε καὶ πρώιζα IL hier et avant-hier, càd tout récemment.
Étymologie: χθές.
English (Autenrieth)
(χθές): of yesterday, yesterday, usually as adv., Il. 1.424.—Neut. as adv., χθιζόν, χθιζά. χθιζά τε καὶ πρώιζα, phrase meaning ‘but a day or two since,’ Il. 2.303.
Greek Monolingual
και χθισδός, -ή, -όν, Α
1. χθεσινός («ἦλθε ποτε χθιζῆς μέθης ἀποπνέων», Πλούτ.)
2. (το ουδ. στον εν. και στον πληθ. χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) χθιζόν και χθιζά
χθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χθιζά.