χημικός: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(46) |
(No difference)
|
Revision as of 12:55, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χημεία («χημική βιομηχανία»)
2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο, η χημικός
επιστήμονας ειδικευμένος στη χημεία
3. φρ. α) «χημική ανάλυση·»
χημ. i) τομέας της χημείας που ασχολείται κυρίως με τις μεθόδους χημικών χαρακτηρισμών και μετρήσεων και του οποίου σκοπός είναι ο καθορισμός της χημικής σύστασης της ύλης, ανεξάρτητα από τη στερεά, υγρά ή αέρια κατάστασή της
ii) η εφαρμογή και το αποτέλεσμα μιας τέτοιας ενέργειας
β) «χημική αντίδραση»
χημ. διεργασία μεταβολής, κατά την οποία δύο ή περισσότερες ενώσεις μεταβάλλονται συγχρόνως ή μία ένωση μεταβάλλεται προς δύο τουλάχιστον ενώσεις
γ) «χημική ένωση»
χημ. χημικό είδος που προκύπτει από τον συνδυασμό δύο ή περισσότερων χημικών στοιχείων και του οποίου τα συστατικά, άτομα, ιόντα ή μόρια, δέν είναι δυνατόν να διαχωριστούν με φυσικές μεθόδους
δ) «χημική εξίσωση»
χημ. συμβολική γραφή μιας χημικής αντίδρασης με τη μορφή τών δύο μελών μιας ισότητας τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με ένα βέλος αντί του αριθμητικού συμβόλου «=» και της οποίας το πρώτο από τα δύο μέλη περιλαμβάνει τους χημικούς τύπους τών αντιδρώντων σωμάτων και το δεύτερο μέλος τους τύπους τών προϊόντων αντίδρασης
ε) «χημική θερμοδυναμική»
(χημ.-φυσ.) τομέας της φυσικοχημείας που μελετά τις χημικές μεταβολές με βάση τις αρχές της θερμοδυναμικής
στ) «χημική ισορροπία»
χημ. κατάσταση ενός χημικού συστήματος κατά την οποία η σύστασή του παραμένει σταθερή με την πάροδο του χρόνου και η οποία είναι δυνατόν να οφείλεται είτε στην απουσία οποιασδήποτε χημικής αντίδρασης μέσα στο σύστημα ή στην παρουσία δύο αντίστροφων αντιδράσεων που πραγματοποιούνται με την ίδια ταχύτητα
ζ) «χημική κινητική»
χημ. τομέας της φυσικοχημείας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της ταχύτητας και του μηχανισμού τών χημικών αντιδράσεων
η) «χημική μεταβολή»
χημ. φαινόμενο που συνίσταται στην ανακατάταξη τών ατόμων, ιόντων ή ριζών μιας ή περισσοτέρων ουσιών και οδηγεί στον σχηματισμό νέων ουσιών με εντελώς διαφορετικές ιδιότητες
θ) «χημική ρόφηση»
χημ. φαινόμενο προσρόφησης, ο μηχανισμός του οποίου ερμηνεύεται με τη βοήθεια χημικών αλληλεπιδράσεων, αλλ. χημορρόφηση
ι) «χημική συγγένεια»
χημ. βλ. συγγένεια
ια) «χημική σύνθεση»
χημ. χημική διαδικασία η οποία συνίσταται στην παρασκευή μιας χημικής ένωσης από τα στοιχεία που τήν αποτελούν ή από άλλες, απλούστερες ενώσεις
ιβ) «χημικό ισοδύναμο»
χημ. ονομασία τών αριθμών που εκφράζουν τις αναλογίες υπό τις οποίες τα χημικά στοιχεία ενώνονται μεταξύ τους για τον σχηματισμό διαφόρων χημικών ενώσεων ή αντικαθίστανται αμοιβαία σε αυτές
ιγ) «χημικό στοιχείο»
(χημ.-πυρην.-αστρον.-γεωλ.) καθένα από τα θεμελιώδη υλικά από τα οποία συντίθεται η ύλη και που αποτελούνται από ομοειδή άτομα και δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν σε απλούστερα σώματα με τις συνήθεις χημικές διαδικασίες
ιδ) «χημικός δεσμός»
χημ. η αλληλεπίδραση μεταξύ όμοιων ή διαφορετικών ατόμων, που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία τών χημικών ενώσεων
ιε) «χημικός τύπος»
χημ. βλ. τύπος
ιστ) «χημικό σύμβολο»
χημ. βλ. σύμβολο
ιζ) «χημικοί διαχωρισμοί και καθαρισμοί»
χημ. διαδικασίες που μεταβάλλουν τις σχετικές αναλογίες τών συστατικών ενός μίγματος και οι οποίες είναι δυνατόν να εφαρμοστούν για την κατεργασία τόσο πλήρως ομογενών συστημάτων, διαλυμάτων, όσο και ετερογενών συστημάτων, όπως είναι λ.χ. ένα αιώρημα στερεάς ουσίας σε υγρό μέσο διασποράς, οδηγώντας τελικά στην πλήρη ή μερική απομάκρυνση ενός ή περισσότερων συστατικών από το αρχικό μίγμα
ιη) «χημικά όπλα» — τα προϊόντα, αέρια, υγρά ή στερεά, που προορίζονται για χρήση σε καιρό πολέμου εξαιτίας τών άμεσων τοξικών φαινομένων που προκαλούν σε ανθρώπους, ζώα ή φυτά
ιθ) «χημικός πόλεμος» — βλ. πόλεμος
κ) «επιστήμη χημικού μηχανικού»
τεχνολ. τεχνολογικός επιστημονικός κλάδος με αντικείμενο την ανάπτυξη μεθόδων και την σχεδίαση και εκμετάλλευση εργοστασίων στα οποία διάφορα υλικά υφίστανται μεταβολές της φυσικής ή χημικής τους κατάστασης.
επίρρ...
χημικώς και χημικά Ν
με χημικές μεθόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία. Το θηλ. χημική μαρτυρείται από το 1802 στον Θ. Ηλιάδη, ενώ το επίρρ. χημικώς, στον λόγιο τ. χημικῶς, από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].