μνῆμα: Difference between revisions

From LSJ

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source
(25)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[μνῆμα]], Μ και μνῆμαν, Α δωρ. και αιολ. μνᾱμα)<br />[[οικοδόμημα]] ή ύψωμα [[προς]] [[τιμή]] νεκρού, [[τάφος]], [[τύμβος]] (α. «το [[μονοπάτι]] μ' έβγαλε σ' ένα ρημοκλησσάκι, που 'ταν τα μνήματα [[πολλά]], [[πολλά]] κι αντρειωμένα», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «μνήματα ἐποίησαν ἐν πάσῃσι τῇσι πόλισι τῶν ἀποικίδων», <b>Ηρόδ.</b><br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα μνήματα</i><br />το [[νεκροταφείο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μνήμα]] Χριστού» — ο Πανάγιος Τάφος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] για [[ανάμνηση]] προσώπου ή πράγματος («μνᾱμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων»<br /><b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρετρο]], [[λάρνακα]]<br /><b>3.</b> [[ανάθημα]] σε θεό<br /><b>4.</b> (γενικά) [[μνεία]], [[ανάμνηση]], [[ενθύμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνη</i>- του <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (για το -<i>μ</i>- της λ. <b>[[πρβλ]].</b> [[μνήμων]])].
|mltxt=το (ΑΜ [[μνῆμα]], Μ και μνῆμαν, Α δωρ. και αιολ. μνᾱμα)<br />[[οικοδόμημα]] ή ύψωμα [[προς]] [[τιμή]] νεκρού, [[τάφος]], [[τύμβος]] (α. «το [[μονοπάτι]] μ' έβγαλε σ' ένα ρημοκλησσάκι, που 'ταν τα μνήματα [[πολλά]], [[πολλά]] κι αντρειωμένα», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «μνήματα ἐποίησαν ἐν πάσῃσι τῇσι πόλισι τῶν ἀποικίδων», <b>Ηρόδ.</b><br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα μνήματα</i><br />το [[νεκροταφείο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μνήμα]] Χριστού» — ο Πανάγιος Τάφος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] για [[ανάμνηση]] προσώπου ή πράγματος («μνᾱμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων»<br /><b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρετρο]], [[λάρνακα]]<br /><b>3.</b> [[ανάθημα]] σε θεό<br /><b>4.</b> (γενικά) [[μνεία]], [[ανάμνηση]], [[ενθύμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μνη</i>- του <i>μι</i>-<i>μνή</i>-<i>σκω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (για το -<i>μ</i>- της λ. <b>[[πρβλ]].</b> [[μνήμων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μνῆμα:''' Δωρ. [[μνᾶμα]], τό ([[μνάομαι]]), Λατ. monimentum·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ενθύμημα]], [[ανάμνηση]], [[καταγραφή]] της μνήμης μέσω της οποίας θυμόμαστε ένα [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ύψωμα, [[λοφίσκος]] ή [[κτίσμα]] προς τιμήν ενός νεκρού, [[μνημείο]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> αναμνηστικό [[αφιέρωμα]], που προσφέρεται σε Θεό, σε Σιμων. [[παρά]] Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> = [[μνήμη]], [[θύμηση]], σε Θέογν.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνῆμα Medium diacritics: μνῆμα Low diacritics: μνήμα Capitals: ΜΝΗΜΑ
Transliteration A: mnē̂ma Transliteration B: mnēma Transliteration C: mnima Beta Code: mnh=ma

English (LSJ)

Dor. and Aeol. μνᾶμα, ατος, τό, (μνάομαι, μιμνήσκω)

   A memorial, remembrance, record of a person or thing, c. gen., μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν Od.15.126; μ. ξείνοιο φίλοιο 21.40; τάφου μ. Il.23.619; μνᾶμα κακοζοΐας Sapph.120; μ. κάλλιστον ἀέθλων Pi.O.3.15 (of the crown of olive); Νικοκλέος μνᾶμα κελαδῆσαι Id.I.8(7).68; τῆς σῆς πορείας μ. A.Pr.841; λυγρᾶς μνήματα Τροίας, of the sufferings of the Greeks, S.Aj.1210 (lyr.); μ. . . διὰ χειρὸς ἔχων, i. e. the dead body of his son, Id.Ant.1258 (anap.).    2 mound or building in honour of the dead, monument, tomb, Hdt.7.167, Epigr.ib.228, IG12.906, etc.; ἐν τοῖς δημοσίοις μνήμασιν κειμένους D.18.208; coffin, E.Or.1053.    3 memorial dedicated to a god, Simon.138; μνάματα ναυ μαχίας Id.134, cf. Epigr. ap. D.S.11.14: generally, monument, SIG2B (Sigeum, vi B. C.).    II = μνήμη, memory, μ. ἔχουσ' ἀγαθῶν Thgn.112.

German (Pape)

[Seite 194] τό, das Denkmal, Andenken, wobei man sich Jemandes erinnert; δῶρόν τοι ἐγὼ – τοῦτο δίδωμι, μνῆμ' Ἑλένης χειρῶν, Od. 15, 126; μνῆμα ξείνοιο φίλοιο κέσκετ' ἐνὶ μεγάροισιν, 21, 40, vgl. Il. 23, 619; μνᾶμα κάλλιστον ἄθλων, Pind. Ol. 3, 16; auch Νικοκλέος μνᾶμα – κελαδῆσαι, I. 7, 63, sein Andenken preisen; τῆς σῆς πορείας μνῆμα τοῖς πᾶσιν βροτοῖς, Aesch. Prom. 843; Soph. Ai. 1189; ποῦ θήσεις μνῆμα, Eur. Suppl. 937; ἀμφὶ μνῆμ' Ἀχιλλείου τάφου, Troad. 39, u. so öfter vom Grabdenkmal, wie auch in Prosa, Her. 7, 228, Plat. Menex. 242 c, περὶ τὰ μνήματά τε καὶ τοὺς τάφους κυλινδουμένη, Phaed. 81 c, öfter; Is. 6, 51. 64; Xen. Cyr. 7, 3, 11; Dem. öfter u. Sp. – Theogn. 112 μνῆμά τινος ἔχειν = μνείαν.

Greek (Liddell-Scott)

μνῆμα: Δωρ. μνᾶμα, τό, (μνάομαι, μιμνήσκω), τὸ Λατ. monimentum· Ι. ἀνάμνησις, πρᾶγμα πρὸς ἀνάμνησιν προσώπου τινὸς ἢ πράγματος, μετὰ γεν., μνῆμ’ Ἑλένης χειρῶν Ὀδ. Ο. 126· μνῆμα ξείνοιο φίλοιο Φ. 40· μν. κάλλιστον ἄθλων Πινδ. Ο. 3. 27· μν. τῆς σῆς πορείας Αἰσχύλ. Πρ. 841, κτλ.· λυγρᾶς μνήματα Τροίας, τῶν παθημάτων τῶν Ἑλλήνων, Σοφ. Αἴ. 1210· μνῆμα... διὰ χειρὸς ἔχων, δηλ. τὸ νεκρὸν σῶμα τοῦ υἱοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1258. 2) ὕψωμά τι ἢ οἰκοδόμημα εἰς τιμὴν νεκροῦ, μνημεῖον, τάφος, μν. τάφου Ἰλ. Ψ. 619, Ἡρόδ. 7. 167, 228, καὶ Ἀττ.· ἐν τοῖς δημοσίοις μνήμασι κειμένους Δημ. 297. 15· - λάρναξ, μνῆμα δέξαιθ’ ἕν, κέδρου τεχνάσματα, διότι αἱ λάρνακες κατεσκευάζοντο ἐκ κέδρου ἢ κυπαρίσσου, Εὐρ. Ὀρ. 1053· πρβλ. μνημεῖον, μνημόσυνον. 3) ἀφιέρωμα, ἀνάθημα, εἴς τινα θεόν, Σιμωνίδ. παρὰ Θουκ. 1. 132, πρβλ. Ἐπίγραμμα παρὰ Διοδ. 11. 14, Ἀνθ. Π. 6. 215. ΙΙ. = μνήμη, μνῆμα ἔχειν τινὸς Θέογν. 112.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. signe pour rappeler un souvenir, particul.
1 emblème ou monument commémoratif;
2 tombeau;
II. souvenir.
Étymologie: R. Μεν, v. μιμνῄσκω.

English (Autenrieth)

ατος (μιμνήσκω): memorial.

Spanish

tumba

English (Strong)

from μνάομαι; a memorial, i.e. sepulchral monument (burial-place): grave, sepulchre, tomb.

English (Thayer)

μνήματος, τό (μνάομαι, perfect passive μέμνημαι);
1. a monument or memorial to perpetuate the memory of any person or thing (Homer, Pindar, Sophocles, others).
2. a sepulchral monument (Homer, Euripides, Xenophon, Plato, others).
3. a sepulchre or tomb (receptacle where a dead body is deposited (cf. Edersheim, Jesus the Messiah, ii., 316f)): G L T Tr WH; T WH); Josephus, Antiquities 7,1, 3; the Sept. for קֶבֶר).

Greek Monolingual

το (ΑΜ μνῆμα, Μ και μνῆμαν, Α δωρ. και αιολ. μνᾱμα)
οικοδόμημα ή ύψωμα προς τιμή νεκρού, τάφος, τύμβος (α. «το μονοπάτι μ' έβγαλε σ' ένα ρημοκλησσάκι, που 'ταν τα μνήματα πολλά, πολλά κι αντρειωμένα», δημ. τραγούδι
β. «μνήματα ἐποίησαν ἐν πάσῃσι τῇσι πόλισι τῶν ἀποικίδων», Ηρόδ.
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. τα μνήματα
το νεκροταφείο
μσν.
φρ. «μνήμα Χριστού» — ο Πανάγιος Τάφος
αρχ.
1. αντικείμενο για ανάμνηση προσώπου ή πράγματος («μνᾱμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων»
Πίνδ.)
2. φέρετρο, λάρνακα
3. ανάθημα σε θεό
4. (γενικά) μνεία, ανάμνηση, ενθύμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνη- του μι-μνή-σκω + κατάλ. -μα (για το -μ- της λ. πρβλ. μνήμων)].

Greek Monotonic

μνῆμα: Δωρ. μνᾶμα, τό (μνάομαι), Λατ. monimentum·
I. 1. ενθύμημα, ανάμνηση, καταγραφή της μνήμης μέσω της οποίας θυμόμαστε ένα πρόσωπο ή πράγμα, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.
2. ύψωμα, λοφίσκος ή κτίσμα προς τιμήν ενός νεκρού, μνημείο, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
3. αναμνηστικό αφιέρωμα, που προσφέρεται σε Θεό, σε Σιμων. παρά Θουκ.
II. = μνήμη, θύμηση, σε Θέογν.