διανυκτερεύω: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(9)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διανυκτερεύω]]) [[νυκτερεύω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τη [[νύχτα]] [[κάπου]] (κοιμισμένος ή [[άγρυπνος]])<br /><b>2.</b> [[ξενυχτώ]], [[αγρυπνώ]].
|mltxt=(AM [[διανυκτερεύω]]) [[νυκτερεύω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τη [[νύχτα]] [[κάπου]] (κοιμισμένος ή [[άγρυπνος]])<br /><b>2.</b> [[ξενυχτώ]], [[αγρυπνώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διανυκτερεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διέρχομαι]], περνώ τη [[νύχτα]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διανυκτερεύω Medium diacritics: διανυκτερεύω Low diacritics: διανυκτερεύω Capitals: ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΩ
Transliteration A: dianyktereúō Transliteration B: dianyktereuō Transliteration C: dianyktereyo Beta Code: dianuktereu/w

English (LSJ)

   A pass the night, νύκτα X.HG5.4.3, cf. PTeb.268.73 (iii A.D.): abs., Ph.2.488, Plu.Aem.16, al.; ἐν τῇ προσευχῇ Ev.Luc. 6.12, cf. Hdn.1.16.5.

German (Pape)

[Seite 593] durchnachten, ἐκείνην τὴν νύκτα, Xen. Hall. 5, 4, 3, u. Sp.; Hdn. 5, 8, 15 ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ στρατοπέδου; τινί, mit etwas, Phalar. ep. 14.

Greek (Liddell-Scott)

διανυκτερεύω: διέρχομαι τὴν νύκτα, νύκτα Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 3, καὶ συχνὸν παρὰ Πλουτ.· πρβλ. διημερεύω.

French (Bailly abrégé)

passer toute la nuit.
Étymologie: διά, νυκτερεύω.

Spanish (DGE)

I intr.
1 pasar la noche, pernoctar c. pred. διανυκτερεύων ὕπαιθρος Ph.2.488, cf. Olymp.Iob 24.8, πυρὰ καίων D.S.13.95, ἀφεὶς τὰς ἀγκύρας D.S.20.49, κλαίων αὐτὸν I.AI 6.239, c. giro prep. ἐν τῇ λώβῃ Phalar.Ep.147.4, ἐν τοῖς ὅπλοις D.S.13.62, cf. 84, ἐν πολεμίων ὕβρει D.S.13.58, σὺν ἐκείνοις I.BI 1.572, ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ θεοῦ Eu.Luc.6.12, cf. Hdn.1.16.4, ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ στρατοπέδου Hdn.5.8.7, ἐν ἀθύροις ... οἰκίαις Hdn.8.1.5, διανυκτερεύσειν ... εἰς τὸν ἀγρὸν Ach.Tat.5.26.12, c. adv. ἐπιπολῆς οἱ διανυκτερεύοντες los que pasan la noche en la superficie del mar, op. κάτω οἱ σπογγοθῆραι Plu.2.950b, ἐνταῦθα διενυκτέρευσε Plu.Aem.16, καλὸν μὲν διανυκτερεύειν Gal.12.840, sin rég. ἔα διανυκτερεῦσαι Gal.12.408, c. ac. de tiempo διενυκτέρευσαν μὲν ἐκείνην τὴν νύκτα παρὰ Χάρωνί τινι X.HG 5.4.3, διανυκτερεύσας τὰς πάσας ἡμέρας Dictys 137.20.
2 permanecer en vela, velar διενυκτέρευε μέχρι πόρρω τῆς ἑσπέρας Ach.Tat.2.20.1.
II tr. pasar toda la noche haciendo πρὸς θεὸν λιτάς Euagr.Schol.HE 1.21 (p.30).

English (Strong)

from διά and a derivative of νύξ; to sit up the whole night: continue all night.

English (Thayer)

(διαπορεύω) to cause one to pass through a place; to carry across; Pass (present διαπορεύομαι; imperfect διεπορευόμην); with future middle (not found in N. T.); from Herodotus down); to journey through a place, go through: as in Greek writings followed by διά with the genitive of place, L Tr WH text; Winer s Grammar, § 52,4, 8) to travel through: κατά πόλεις καί κώμας, ἔρχομαι.)

Greek Monolingual

(AM διανυκτερεύω) νυκτερεύω
1. περνώ τη νύχτα κάπου (κοιμισμένος ή άγρυπνος)
2. ξενυχτώ, αγρυπνώ.

Greek Monotonic

διανυκτερεύω: μέλ. -σω, διέρχομαι, περνώ τη νύχτα, σε Ξεν.