Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πέρθω: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(32)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (σχετικά με πόλεις) [[ερημώνω]], [[αφανίζω]] και, [[κυρίως]], [[καταλαμβάνω]] επιφέροντας καταστροφές, διαπράττοντας λεηλασίες ή αιχμαλωτίζοντας ανθρώπους («[[ἐπεὶ]] Τροίης ἱερὸν [[πτολίεθρον]] ἔπερσεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[θανατώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για τον έρωτα ή τη [[φωτιά]]) [[βλάπτω]] ή [[προκαλώ]] συμφορές («πέρθοντα καὶ διὰ πάσας ἰόντα συμφορᾱς θνατοῑς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρ. [[μάλλον]] ινδοευρωπαϊκής προέλευσης [[αλλά]] άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του ρ. με αρχ. ινδ. <i>barad</i><sup>h</sup><i>aka</i><br />«[[ξυλοκόπος]]», όπως και με τη [[ρίζα]] του [[φάραγξ]] δεν θεωρείται πιθανή. Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>πορθ</i>- ανάγεται το ρ. <i>πορθῶ</i>].
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> (σχετικά με πόλεις) [[ερημώνω]], [[αφανίζω]] και, [[κυρίως]], [[καταλαμβάνω]] επιφέροντας καταστροφές, διαπράττοντας λεηλασίες ή αιχμαλωτίζοντας ανθρώπους («[[ἐπεὶ]] Τροίης ἱερὸν [[πτολίεθρον]] ἔπερσεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[θανατώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για τον έρωτα ή τη [[φωτιά]]) [[βλάπτω]] ή [[προκαλώ]] συμφορές («πέρθοντα καὶ διὰ πάσας ἰόντα συμφορᾱς θνατοῑς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρ. [[μάλλον]] ινδοευρωπαϊκής προέλευσης [[αλλά]] άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του ρ. με αρχ. ινδ. <i>barad</i><sup>h</sup><i>aka</i><br />«[[ξυλοκόπος]]», όπως και με τη [[ρίζα]] του [[φάραγξ]] δεν θεωρείται πιθανή. Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>πορθ</i>- ανάγεται το ρ. <i>πορθῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πέρθω:''' μέλ. [[πέρσω]], αόρ. αʹ <i>ἔπερσα</i>, αόρ. βʹ <i>ἔπρᾰθον</i>, απαρ. <i>πρᾰθεῖν</i>, Επικ. <i>πρᾰθέειν</i> — Παθ., με Μέσ. μέλ. <i>πέρσομαι</i>· συγκοπτ. απαρ. αορ. βʹ [[πέρθαι]], όπως το [[δέχθαι]] από το [[δέχομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]], [[λεηλατώ]], [[αφανίζω]], μια πόλη, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σκοτώνω]], [[θανατώνω]], σε Πίνδ., Σοφ.· μεταφ. λέγεται για τον έρωτα, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[καταστρέφω]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποκτώ]] με [[λεηλασία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρθω Medium diacritics: πέρθω Low diacritics: πέρθω Capitals: ΠΕΡΘΩ
Transliteration A: pérthō Transliteration B: perthō Transliteration C: pertho Beta Code: pe/rqw

English (LSJ)

Il.18.342 : fut.

   A πέρσω 21.584 : aor. 1 ἔπερσα Od.1.2,al.; Ep. inf. περσέμεν Q.S.12.20: aor. 2 ἔπρᾰθον Pi.Pae.6.91; poet. πράθον Id.N.7.35 ; also Ep. (cf. δια-, ἐκ-πέρθω), but in Hom. aor. 1 is more common: Ion. impf. πέρθεσκον A.R.1.800:—Pass., pres. and impf., Il.2.374, 12.15 : fut. Med. πέρσομαι in pass. sense, 24.729 : aor. inf. Pass. πέρθαι 16.708:—poet. Verb, waste, ravage, sack, in Hom. only of towns, Il.18.342, Od.1.2,al.: freq. in later poets, Orac. ap. Hdt.7.220 (Pass.), Corinn.16, Pi.N.7.35, etc.:—Pass., πόλιν περθομέναν ἀτίμως A.Th.325 (lyr.).    2 of persons, destroy, slay, στρατόν Pi.O.10(11).32 ; ἀνθρώπους S.Aj.1198(lyr.); δείματα θηρῶν E.HF700(lyr.); and even of one man, ἔπραθέ [νιν] φασγάνου ἀκμᾷ Pi.P.9.81, cf. N.3.37 ; μήτε μ' ἂν νόσον μήτ' ἄλλο πέρσαι μηδέν S.OT1456 : metaph., of love, E.Hipp.542 (lyr.); of fire, πυρὶ περθόμενοι δέμας Pi.P.3.50.    3 of things, γενείου πέρθε τρίχα A.Pers.1056 ; φύλλον ἐλαίης . . χερὶ πέρσας S.OC703 (lyr.).    II get by plunder, take at the sack of a town, τὰ μὲν πολίων ἐξ ἐπράθομεν Il.1.125 ; δμῳαὶ . . ἃς ἔπερσ' ἐμὸς πατήρ E. El.316.

German (Pape)

[Seite 564] (vgl. perdo), fut. πέρσω, aor. ἔπερσα u. aor. II. ἔπραθον, πραθεῖν, fut. med. πέρσομαι, in pass. Bdtg Il. 24, 729, syncop. inf. aor. med. mit pass. Bdtg πέρθαι, 16, 708, später auch perf. πέπορθα; – verwüsten, zerstören, mit Feuer und Schwert; Hom. gew. von Städten, πόλιν Πριάμου πέρσαντες ἔβημεν, Od. 14, 241, vgl. 5, 107; πόλιν ἔπραθον, Il. 18, 454 u. öfter; u. pass., πρὶν γὰρ πόλις ἥδε κατ' ἄκρης πέρσεται, 24, 729; so auch meist Pind. u. die Tragg., welche es aber auch auf Menschen übertr., vertilgen, tödten; πόλιν πέρσεν, Pind. P. 1, 54; στρατόν, Ol. 11, 33; Εὐρυσθῆος κεφαλὰν ἔπραθε, P. 9, 84; πυρὶ περθόμενοι δέμας, 3, 50; Ἰαόνων γῆν πέρσαι, Aesch. Pers. 174; πόλιν περθομέναν ἀτίμως, Spt. 307; auch τρίχα, ausraufen, Pers. 1013; Soph. πέρσεις τε Τροίαν, Phil. 1414; Trach. 364; ἀνθρώπους, Ai. 1177; μήτε μ' ἂν νόσον μήτ' ἄλλο πέρσαι μηδέν, O. R. 456; Eur. πέρσας δείματα θηρῶν, Hero. Fur. 700. Bei Her. im Orak. πέρσαντες Ἀθήνας, 8, 77, wie μέγα ἄστυ πέρθεται, 7, 220. – Il. 1, 125 ist es = bei der Zerstörung einer Stadt rauben, erbeuten. – Vgl. Buttm. Lexil. I p. 107.

Greek (Liddell-Scott)

πέρθω: μέλλ. πέρσω· ἀόρ. α´ ἔπερσα· ἀόρ. β´ ἔπρᾰθον, ἀπαρ. πρᾰθεῖν, Ἐπικ. διαπρᾰθέειν, ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. ὁ ἀόρ. α´ εἶναι συνηθέστερος· πλὴν τῶν χρόνων τούτων εἶναι ἐν χρήσει παρ’ αὐτῷ ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ παθ.· μέσ. μέλλ. πέρσομαι ἐπὶ παθ. σημασ., Ἰλ. Ω. 729· καὶ κατὰ συγκοπ. ἀπαρ. ἀορ. πέρθαι ἐπὶ παθ. σημασίας ὡς τὸ δέχθαι ἐκ τοῦ δέχομαι, Ἰλ. Π. 708· Ἰων. παρατ. πέρθεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 800. Ποιητ. ῥῆμα, ὡς καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ παράγωγον πορθέω, ἐκπροθῶ, καταστρέφω, ἐρημώνω, ἀφανίζω, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐπὶ πόλεων, Ἰλ. Σ. 842, Ὀδ. Α. 2 κτλ.· καὶ οὕτω κατὰ τὸ πλεῖστον παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 220, Κόρινα 18, Πίνδ. Ν. 7. 52, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, καταστρέφω, σφάζω, φονεύω, στρατὸν Πίνδ. Ο. 10 (11). 40· ἀνθρώπους Σοφ. Αἴ. 1198, ἔνθα ἴδε Λοβέκ. δείγματα θηρῶν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 700· ἔτι καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνου ἀνθρώπου, ἔπραθέ [νιν] φασγάνου ἀκμᾷ Πίνδ. Π. 9. 141, πρβλ. Ν. 3. 63· μήτε μ’ ἂν νόσον, μήτ’ ἄλλο πέρσαι μηδὲν Σοφ. Ο. Τ. 1456· - οὕτω vastare nationes ἐν Tac. Ann. 14. 38· μεταφ. ἐπὶ ἔρωτος, Εὐρ. Ἱππ. 542· ἐπὶ πυρός, πυρὶ περθόμενοι δέμας Πινδ. Π. 3. 88. 3) ἐπὶ πραγμάτων, γενείου πέρθε τρίχα Αἰσχύλ. Πέρσ. 1055· φύλλων ἐλαίης .. χερὶ πέρσας Σοφ. Ο. Κ. 703. ΙΙ. λαμβάνω ὡς λάφυρον, ἁρπάζω κατὰ τὴν ἐκπόρθησιν πόλεως, τὰ μὲν πολίων ἐξ ἐπράθομεν Ἰλ. Α. 125· δμωαὶ .. ἃς ἔπερσ’ ἐμὸς πατὴρ Εὐρ. Ἠλ. 316.

French (Bailly abrégé)

f. πέρσω, ao. ἔπερσα, ao.2 ἔπραθον, pf. πέπορθα;
1 dévaster, détruire, ravager, ruiner par le fer et le feu ; en gén. anéantir, tuer, détruire;
2 prendre comme butin dans destruction d’une ville, piller.
Étymologie: R. Πᾰρ, détruire ; cf. lat. per-dere, pessumdare, etc. ; cf. R. Πρᾱ dans πίμπρημι, πρήθω, etc.

English (Autenrieth)

fut. inf. πέρσειν, aor. ἔπερσα, πέρσε, aor. 2 ἔπραθον, pass. pres. part. περθομένη, ipf. πέρθετο, mid. (w. pass. signif.), fut. πέρσεται, aor. 2 inf. πέρθαι: sack, plunder, lay waste, regularly of cities, ἄστεα, πόλιν, Il. 2.660; pass., Il. 16.708, Il. 24.729.

English (Slater)

πέρθω (aor. 1, (ἔ)περσεν, ἔπερσαν: aor. 2, (ἔ)πρᾰθε(ν), πρᾰθον: pass. περθόμενοι.)
   a ravage Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν Μολίονες (O. 10.32) ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν (P. 1.54) Λαομέδοντα δ' εὐρυσθενὴς Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν ἔπερσεν (N. 3.37) Πριάμου πόλιν Νεοπτόλεμος ἐπεὶ πράθεν (N. 7.35) τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον (sc. Αἰακίδαι) (I. 5.36) πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν (sc. Ἀχιλλεύς) (Pae. 6.91) of illness, ἢ θερινῷ πυρὶ περθόμενοι δέμας ἢ χειμῶνι (P. 3.50)
   b cut off Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ (P. 9.81)

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.)
1. (σχετικά με πόλεις) ερημώνω, αφανίζω και, κυρίως, καταλαμβάνω επιφέροντας καταστροφές, διαπράττοντας λεηλασίες ή αιχμαλωτίζοντας ανθρώπους («ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν», Ομ. Οδ.)
2. (σχετικά με πρόσ.) θανατώνω
3. μτφ. (για τον έρωτα ή τη φωτιά) βλάπτω ή προκαλώ συμφορές («πέρθοντα καὶ διὰ πάσας ἰόντα συμφορᾱς θνατοῑς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. μάλλον ινδοευρωπαϊκής προέλευσης αλλά άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του ρ. με αρχ. ινδ. baradhaka
«ξυλοκόπος», όπως και με τη ρίζα του φάραγξ δεν θεωρείται πιθανή. Στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. πορθ- ανάγεται το ρ. πορθῶ].

Greek Monotonic

πέρθω: μέλ. πέρσω, αόρ. αʹ ἔπερσα, αόρ. βʹ ἔπρᾰθον, απαρ. πρᾰθεῖν, Επικ. πρᾰθέειν — Παθ., με Μέσ. μέλ. πέρσομαι· συγκοπτ. απαρ. αορ. βʹ πέρθαι, όπως το δέχθαι από το δέχομαι·
1. καταστρέφω, ερημώνω, λεηλατώ, αφανίζω, μια πόλη, σε Όμηρ.
2. λέγεται για πρόσωπα, σκοτώνω, θανατώνω, σε Πίνδ., Σοφ.· μεταφ. λέγεται για τον έρωτα, σε Ευρ.
3. λέγεται για πράγματα, καταστρέφω, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. αποκτώ με λεηλασία, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.