τρυφή: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(42) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ζωή μαλθακή, άνετη και πλούσια, [[καλοπέραση]] (α. «ζει [[μέσα]] στην [[τρυφή]]» β. «εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγάπη]] για σαρκικές ηδονές, [[ηδυπάθεια]], [[φιληδονία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χαρά]], [[ευχαρίστηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του μαλακού, [[απαλότητα]]<br /><b>2.</b> [[έπαρση]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τρυφή]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>θρυφ</i>- (<span style="color: red;"><</span> IE <i>dhrubh</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>dhreubh</i>- του [[θρύπτω]]) με [[ανομοίωση]] τών δασέων. Η λ. [[τρυφή]] εμφανίζει τη μτφ. σημ. του ρ. [[θρύπτω]] «ζω ακόλαστα» (για την [[εξέλιξη]] αυτή <b>βλ.</b> και λ. [[θρύπτω]])]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ζωή μαλθακή, άνετη και πλούσια, [[καλοπέραση]] (α. «ζει [[μέσα]] στην [[τρυφή]]» β. «εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφάς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγάπη]] για σαρκικές ηδονές, [[ηδυπάθεια]], [[φιληδονία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χαρά]], [[ευχαρίστηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του μαλακού, [[απαλότητα]]<br /><b>2.</b> [[έπαρση]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τρυφή]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>θρυφ</i>- (<span style="color: red;"><</span> IE <i>dhrubh</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>dhreubh</i>- του [[θρύπτω]]) με [[ανομοίωση]] τών δασέων. Η λ. [[τρυφή]] εμφανίζει τη μτφ. σημ. του ρ. [[θρύπτω]] «ζω ακόλαστα» (για την [[εξέλιξη]] αυτή <b>βλ.</b> και λ. [[θρύπτω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῠφή:''' ἡ ([[θρύπτω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[λεπτότητα]], [[αβρότητα]], [[απαλότητα]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· στον πληθ., πολυτέλειες, ηδυπάθειες, Λατ. [[deliciae]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[φιληδονία]], [[ασέλγεια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[υπερηφάνεια]], [[έπαρση]], [[θρασύτητα]], [[δυστροπία]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (θρύπτω)
A softness, delicacy, daintiness, E.Fr.892.4, Pl.Lg.900e, etc.; στολίδος κροκόεσσαν . . τρυφάν (sic leg. pro στολίδα . . τρυφᾶς) E.Ph.1491 (lyr.): pl., luxuries, daintinesses, τ. Τρωϊκαί Id.Or.1113; τρυφὰς τοιάσδε [τρυφᾶν] Id.Ba.970; αἱ ἄγαν τ. Id.Fr.54.2; εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τ. Pl.Alc.1.122c, cf. Lg.637e. II luxuriousness, wantonness, τῶν γυναικῶν ἡ τ. Ar.Lys.387; τ. καὶ ἀκολασία, τ. καὶ μαλθακία, Pl.Grg.492c, R.590b; ἡ ἐν ἡμέρᾳ τ. 2 Ep.Pet.2.13; ὑπερτεταμένη τ. Sor.2.54: personified, Τρυφῆς πρόσωπον Ar.Ec.973 (lyr.), cf. Alex.230.3. III daintiness, fastidiousness, ὑπὸ τρυφῆς Ar.Pl.818; ὕβρις ταῦτ' ἐστὶ καὶ πολλὴ τ. Id.Ra.21, cf. Pl. Grg.525a, Arist.Pol.1295b17.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφή: ἡ, (√ΤΡΥ, θρύπτω, ἴδε ἐν λέξ. τείρω)· ― ἁβρότης, λεπτότης, ἁπαλότης, Εὐρ. Ἀποσπ. 881. 4, Πλάτ., κλπ.· στολίδος κροκόεσσαν... τρυφὰν (οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ στολίδα... τρυφᾶς) Εὐρ. Φοίν. 1491· ― ἐν τῷ πληθ., τρυφαί, πολυτέλειαι, ἡδυπάθειαι, Λατ. delic e, τρυφαὶ Τρωικαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1113· τρυφὰς τρυφᾶν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 970· αἱ ἄγαν τρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 55. 2. εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφὰς Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Νόμ. 637Ε. ΙΙ. φιληδονία, ἀσέλγεια, τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ Ἀριστοφ. Λυσ. 387· τρ. καὶ ἀκολασία, τρ. καὶ μαλθακία Πλάτ. Γοργ. 492C, Πολ. 590Β· ― προσωποπ., Τρυφῆς πρόσωπον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 974, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Τοκιστῇ ἢ Καταψευδομένῳ» 1, ἔνθα φέρεται παροξυτόνως Τρύφη. ΙΙΙ. ὑπερηφανία, ἔπαρσις, ἀλαζονεία, δυστροπία, ὑπὸ τρυφῆς Ἀριστοφ. Πλ. 818· ὕβρις ταῦτ’ ἐστὶ καὶ τρυφ. ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 21, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 525Α, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 mollesse, délicatesse, vie molle et sensuelle ; commodité, bien-être (d’une habitation);
2 dédain, humeur dédaigneuse ou hautaine, orgueil.
Étymologie: θρύπτω.
English (Strong)
from thrupto (to break up or (figuratively) enfeeble, especially the mind and body by indulgence); effeminacy, i.e. luxury or debauchery: delicately, riot.
English (Thayer)
τρυφῆς, ἡ (from φρύπτω to break down, enervate; passive and middle to live softly and delicately), softness, effeminacy, luxurious living: Euripides, Aristophanes, Xenophon, Plato, and following; the Sept..)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. ζωή μαλθακή, άνετη και πλούσια, καλοπέραση (α. «ζει μέσα στην τρυφή» β. «εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφάς», Πλάτ.)
2. αγάπη για σαρκικές ηδονές, ηδυπάθεια, φιληδονία
μσν.-αρχ.
χαρά, ευχαρίστηση
αρχ.
1. η ιδιότητα του μαλακού, απαλότητα
2. έπαρση, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τρυφή έχει σχηματιστεί από το θ. θρυφ- (< IE dhrubh-, μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας dhreubh- του θρύπτω) με ανομοίωση τών δασέων. Η λ. τρυφή εμφανίζει τη μτφ. σημ. του ρ. θρύπτω «ζω ακόλαστα» (για την εξέλιξη αυτή βλ. και λ. θρύπτω)].
Greek Monotonic
τρῠφή: ἡ (θρύπτω)·
I. λεπτότητα, αβρότητα, απαλότητα, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· στον πληθ., πολυτέλειες, ηδυπάθειες, Λατ. deliciae, σε Ευρ.
II. φιληδονία, ασέλγεια, σε Πλάτ.
III. υπερηφάνεια, έπαρση, θρασύτητα, δυστροπία, στον ίδ.