νύσσω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(5)
(3b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νύσσω:''' Αττ. [[νύττω]], μέλ. <i>-ξω</i>, [[τρυπώ]] με αιχμηρό [[αντικείμενο]], [[τσιμπώ]], [[κεντρίζω]], [[διαπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>ἀγκῶνι νύξας</i>, έχοντάς τον ακουμπήσει [[ελαφρά]] με τον αγκώνα, σε Ομήρ. Οδ.· [[νύσσω]] γνώμην, την [[κεντρίζω]], την [[τρυπώ]] (με σκοπό να τη διερευνήσω), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''νύσσω:''' Αττ. [[νύττω]], μέλ. <i>-ξω</i>, [[τρυπώ]] με αιχμηρό [[αντικείμενο]], [[τσιμπώ]], [[κεντρίζω]], [[διαπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>ἀγκῶνι νύξας</i>, έχοντάς τον ακουμπήσει [[ελαφρά]] με τον αγκώνα, σε Ομήρ. Οδ.· [[νύσσω]] γνώμην, την [[κεντρίζω]], την [[τρυπώ]] (με σκοπό να τη διερευνήσω), σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''νύσσω:''' атт. [[νύττω]]<br /><b class="num">1)</b> колоть, поражать (τινὰ ξίφεσιν τε καὶ ἔγχεσιν Hom.; λόγχῃ τὴν πλευράν NT);<br /><b class="num">2)</b> ударять, бить (ἀσπίδα [[χείρεσσι]] Hom.; χθόνα χηλῇσι Hes.; θυρεούς ἐγχειριδίοις Plut.);<br /><b class="num">3)</b> толкать, подталкивать (τινὰ ἀγκῶνι Hom.; [[σῶμα]] νυττόμενον ἀπὸ [[τῇς]] ψυχῆς Plut.);<br /><b class="num">4)</b> отражать, опровергать (γνωμιδίῳ γνώμην Arph.).
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύσσω Medium diacritics: νύσσω Low diacritics: νύσσω Capitals: ΝΥΣΣΩ
Transliteration A: nýssō Transliteration B: nyssō Transliteration C: nysso Beta Code: nu/ssw

English (LSJ)

Att. νύττω, Pass., pf.

   A νένυγμαι Gal.10.221 : aor. 1 ἐνύχθην D.L.2.109, Gal.10.390 : aor. 2 ἐνύγην [ῠ], 3sg. opt. νυγείη ib.401 ; part. νῠγείς Chrysipp.Stoic.2.233, Gal.13.565, App.Anth.3.129.6 (D.L.) :—touch with a sharp point, prick, stab, pierce, ἔγχεϊ νύξε Il.5.579 ; χείρεσσι . . ἀσπίδα νύσσων 16.704 ; χθόνα . . ἵπποι νύσσοντες χηλῇσι dinting the earth with their hoofs, Hes.Sc.62 ; ἀγκῶνι νύξας having nudged him with the elbow, Od.14.485, cf. Theoc.21.50, Plu.2.79e, etc. ; γνωμιδίῳ γνώμην ν. prick it (and see what is in it), Ar.Nu.321 ; γέονταν. 'beard the lion in his den', Diogenian.1.52.    2 metaph., sting, Phld.Lib.p.64O. ; νύξας ὁ λόγος Luc.Herm.71, cf. Porph.Abst. 1.49.    II impinge upon, esp. of sense-impressions, Plot.4.5.1, 6.6.12 :—Pass., Chrysipp. l. c., Alex.Aphr.de An.130.15.    2 Pass., of the νεῦρα, suffer lesion (νύγμα 1.2), Gal.ll.cc.

German (Pape)

[Seite 271] att. νύττω, stoßen, stechen, durchbohren; ξίφεσι, ἔγχεσι u. ä., Il., oft auch schlagen; χείρεσσι – ἀσπίδα, 16, 704; χθόνα νύσσειν χηλῇσι, von Pferden, den Boden mit den Hufen schlagen, Hes. Sc. 62; ἀγκῶνι νύσσειν, mit dem Ellenbogen anstoßen, um Einen aus dem Schlafe zu wecken od. ihn aufmerksam zu machen, Od. 14, 485; νύττουσι καὶ φλῶσι τἀντικνήμια, Ar. Plut. 784; übertr., γνώμην γνωμιδίῳ, Nubb. 320; auch in späterer Prosa, ἔνυξαν τὴν χεῖρα, Luc. Epist. Saturn. 38, νύξας ὁ λόγος, Hermot. 71; Plut. Cleom. 37; νυσσόμενος τὸ πλεῦρον, Agath. 69 (XI, 382); – λέοντα νύσσεις, sprichwörtlich, wie ξυρᾷς, von gefährlichem Unternehmen, Diogen. 1, 52.

Greek (Liddell-Scott)

νύσσω: Ἀττ. νύττω: μέλλ. -ξω· - τρυπῶ δι’ ὀξέως ὀργάνου, κεντῶ, διαπείρω, ἔγχεϊ νύξε Ἰλ. Ε. 579· χείρεσσι ... ἀσπίδα νύσσων Π. 704· χθόνα νύσσειν χηλῇσι, τύπτειν τὴν γῆν διὰ τῶν ὁπλῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 62· ἀγκῶνι νύξας, κτυπήσας αὐτὸν διὰ τοῦ ἀγκῶνος, «σκουντήσας», Ὀδ. Ξ. 485, πρβλ. Θεόκρ. 21. 50, Πλούτ. 2. 79Ε, κτλ.· ν. γνώμην γνωμιδίῳ, κεντῶ (καὶ βλέπω τί περιέχει), Ἀριστοφ. Νεφ. 321· - λέοντα ν., παροιμ., ἐπὶ κινδυνώδους ἐπιχειρήσεως, Παροιμιογρ.

French (Bailly abrégé)

f. νύξω, ao. ἔνυξα, pf. inus.
Pass. ao. ἐνύχθην, ao.2 ἐνύγην, pf. νένυγμαι;
1 piquer ; frapper : τινα ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν IL qqn avec les glaives et les lances;
2 frapper, heurter : ἀσπίδα χείρεσσιν IL un bouclier de ses mains ; ἀγκῶνί τινα OD pousser qqn du coude ; particul. pousser qqn (du coude ou autrement) pour l’avertir.
Étymologie: R. Νυχ égratigner ; cf. ὄνυξ.

English (Autenrieth)

part. νύσσων, -οντες, pass. pres. part. νυσσομένων: prick, pierce (Il. and Od. 14.485.)

English (Strong)

apparently a primary word; to prick ("nudge"): pierce.

English (Thayer)

(νύττω): 1st aorist ἔνυξα; to strike (?), pierce; to pierce through, transfix; often in Homer of severe or even deadly wounds given one; as, τόν μέν ἔγχει νυξ' ... στυγερός δ' ἄρα μίν σκότος ἑιλε, Iliad 5,45. 47; φθάσας αὐτόν ἐκεῖνος νυττει κάτωθεν ὑπό τόν βουβωνα δόρατι καί παραχρῆμα διεργάζεται, Josephus, b. j. 3,7, 35; so τήν πλευράν λόγχη, Romans , ii., p. 559. (Compare: κατανύσσω.)

Greek Monolingual

(ΑΜ νύσσω, Α αττ. τ. νύττω)
τρυπώ με οξύ όργανο, κεντώ («ἀλλ' εἷς τῶν στρατιωτών λόγχη αὐτοῡ τὴν πλευρὰν ἔνυξε», ΚΔ)
μσν.-αρχ.
1. κινώ, ανακινώ
2. μτφ. πειράζω, πληγώνω
αρχ.
1. πλήττω, χτυπώ («χθόνα... ἵπποι νύσσοντες χηλῇσι», Ησίοδ.)
2. ωθώ ελαφρά, σκουντώ
3. ενοχλώ
4. παροτρύνω
5. (σχετικά με αισθητήριο όργανο) προκαλώ ερεθισμό
6. παθ. νύσσομαι
(για νεύρο) υφίσταμαι χαλάρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νύσσω δεν έχει αντίστοιχους τ. στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Παρ' όλα αυτά, έχει συνδεθεί με γερμ. και σλαβ. τ., πρβλ. γερμ. nucken «κουνώ το κεφάλι», αρχ. σλαβ. nukati, njukat «διεγείρω, ενθαρρύνω». Η σύνδεση όμως με τους τύπους αυτούς θα σήμαινε την ένταξη του ρήματος στην οικογένεια του νεύω (πρβλ. λατ. nuō), άποψη που προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες].

Greek Monotonic

νύσσω: Αττ. νύττω, μέλ. -ξω, τρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο, τσιμπώ, κεντρίζω, διαπερνώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ἀγκῶνι νύξας, έχοντάς τον ακουμπήσει ελαφρά με τον αγκώνα, σε Ομήρ. Οδ.· νύσσω γνώμην, την κεντρίζω, την τρυπώ (με σκοπό να τη διερευνήσω), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

νύσσω: атт. νύττω
1) колоть, поражать (τινὰ ξίφεσιν τε καὶ ἔγχεσιν Hom.; λόγχῃ τὴν πλευράν NT);
2) ударять, бить (ἀσπίδα χείρεσσι Hom.; χθόνα χηλῇσι Hes.; θυρεούς ἐγχειριδίοις Plut.);
3) толкать, подталкивать (τινὰ ἀγκῶνι Hom.; σῶμα νυττόμενον ἀπὸ τῇς ψυχῆς Plut.);
4) отражать, опровергать (γνωμιδίῳ γνώμην Arph.).